2ος ΄Επαινος Διηγήματος στο 12ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών , Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου. Μάιος 2012.
To δωμάτιο μικρό, μικρότερο απ’
ό,τι συνήθως. Λες και χαμήλωνε το ταβάνι απειλητικά πάνω απ’ την ανήσυχη σκέψη
του. Σηκώθηκε απ΄το κρεβάτι όμοια με παιδί που ξυπνά αλαφιασμένο από όνειρο
κακό. Γύρω του σκορπισμένα άδεια τενεκεδάκια μπίρας, πρόβαλλαν σαν μικρό
ναρκοπέδιο στον ασταθή βηματισμό του. Ξανακάθισε βαρύς στο στενό, γυμνό από σεντόνια κρεβάτι. Απέναντί του το ψυγείο
με την πόρτα ορθάνοιχτη, άδειο κι αυτό, προκαλούσε την πείνα και τη δίψα του.
Έψαξε
νευρικά στις τσέπες του παντελονιού του. Δυο τρία τσαλακωμένα χαρτομάντιλα κι
ένας σπασμένος αναπτήρας όλη κι όλη η συγκομιδή του. Προσπάθησε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία
φορά που είχε βάλει κάτι στο στόμα του. Πριν δύο, ίσως και τρεις μέρες. Ήταν εκείνο το απόγευμα, που η ανάγκη
νίκησε τον πανικό. Με το μυαλό θολωμένο, το βλέμμα κόκκινο, την ψυχή ταραγμένη,
αψήφησε τον κίνδυνο, βγήκε στους δρόμους με σκούφο μάλλινο, σκούρα γυαλιά,
περίστροφο στη μέσα τσέπη του φθαρμένου σακακιού του. Μια σφαίρα του είχε απομείνει, θα τη χρησιμοποιούσε μόνο αν τον στρίμωχναν οι μπάτσοι ως εκεί που δε θα΄χε άλλη επιλογή.
Aνακατεύτηκε με το πλήθος
της Λαϊκής, μύρισε φρούτα και ζαρζαβατικά , έβαλε κρυφά και κάνα δυο στην τσέπη. Κι όταν βρήκε την ευκαιρία, χώθηκε κάτω από
ένα σαραβαλιασμένο στέγαστρο, να χορτάσει την πείνα του με τα κλοπιμαία!
Κλοπιμαία! Ένα μικρό γελάκι του΄ρθε σ΄αυτή τη σκέψη. Αυτός , που είχε ξαφρίσει περίπτερα
και τράπεζες, έδινε τώρα αυτό το
χαρακτηρισμό σ’ ένα παραγινωμένο μήλο και μια μισολιωμένη μπανάνα. Μα στην ανάγκη που βρέθηκε, θησαυροί
φάνταξαν στα μάτια του, γιατί κάναν το στομάχι του να πάψει για λίγο τη
βασανιστική διαμαρτυρία του κι αυτός μπόρεσε με πιο καθαρό μυαλό να ζυγίσει τα
πράγματα για παρακάτω.
Έξω
έπιασε να ρίχνει ένα ψιλόβροχο. Ο μουντός καιρός τρύπωσε απ΄το σπασμένο
παράθυρο , ξεσήκωσε θύελλες στη μνήμη, καταιγίδες στην καρδιά του. ΄Εκανε πέρα
με την άκρη του ποδιού του ένα τενεκεδάκι μπίρας, κόλλησε το πρόσωπο στο
ραγισμένο τζάμι. Και τότε ήρθε η βροχή,
φλύαρη, επίμονη και τον ταξίδεψε στη
ζήση του.
Καταζητούμενος
εδώ και μέρες, σεσημασμένος εδώ και
χρόνια. ΄Οχι, δε θα τα’ ριχνε στην άτιμη τη ζωή, την ψεύτρα την κοινωνία. Και καλούς βαθμούς πήρε στην αποφοίτηση και σε
σχολή για ψυκτικούς τον έγραψε ο πατέρας του. Το πάλεψε για κάτι μήνες. Μα το
χρήμα ερχόταν λιγοστό, τόσο όσο να καλύψει μετρημένα τ΄απαραίτητα. Κι
αυτός βιαζότανε να γευτεί τα μεγάλα και τα ωραία του κόσμου τούτου, δίχως να μετρά δεκάρα δεκάρα την απόλαυσή του. Και
σαν του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει τα λίγα του πολλά, δεν την πέταξε απ΄ το παράθυρο.
Από
βαποράκι ξεκίνησε, αραιά και πού στην αρχή, μέχρι που χώθηκε βαθιά στην
παρανομία, γιατί είναι να μη σε πιάσει στον ιστό της η αράχνη. Στην πρώτη του
ληστεία έτρεμε σαν φύλλο που το χτυπάει ο άνεμος. Μα σαν καθίσανε μετά όλοι και μετρήσανε το
παραδάκι κι έπεσε στο μερίδιό του το κρυμμένο του όνειρο, γλυκάθηκε. Περίπτερο
χτυπήσανε, δεν ήτανε και μεγάλα τα κέρδη, μα του ζέσταναν την ψυχή, του φούντωσαν την πεθυμιά για τα
περισσότερα και δεν άργησε να έρθει και η ληστεία σε τράπεζα. Εκεί ήταν που
τράβηξε και μαχαίρι , για να αναγκάσει μια ξανθή κοπελίτσα στο ταμείο να του
αδειάσει το περιεχόμενο στη σακούλα του.
Ψέλλιζε εκείνη από φόβο, ούρλιαζε
αυτός πίσω απ’ το κράνος της μηχανής, που
του’ κρυβε το πρόσωπο. Υπό άλλες συνθήκες, πολύ θα τη γούσταρε την κοπελιά,
ήτανε και καλοβαλμένη, μα τη στιγμή εκείνη άλλο δεν ήθελε παρά να τρέξει να
χαθεί με τη μοτοσυκλέτα που περίμενε απ’ έξω, κουβαλώντας το μετρητό που θα τους ξελάσπωνε.
Τυχεροί
σταθήκανε, η αστυνομία ήρθε κατόπιν εορτής. Βλέπανε το βράδυ στην τηλεόραση τις
ειδήσεις και σπάγανε πλάκα με τις βαρύγδουπες δηλώσεις του αστυνομικού
εκπροσώπου περί πατάξεως του εγκλήματος
και παραδειγματικής τιμωρίας των ληστών . Βγήκε και η ξανθούλα, χλωμή ακόμα απ’
την τρομάρα που πήρε, να καταθέσει πως τίποτα δεν είχε δει απ’ το δράστη,
κράνος φορούσε, αλλά σίγουρα θα ήταν αλλοδαπός, γιατί μιλούσε σπαστά τα ελληνικά.
Εκεί ήταν που ξέσπασε σε χάχανα η ληστοπαρέα. Τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα απ’
ό,τι περίμεναν. Ακούς εκεί αλλοδαπός ο Γρηγόρης, άλλως Quick, άλλως Τρεχάλας!
Κι από τότε το ένα σχέδιο ακολουθούσε με επιτυχία το άλλο. Λες
και ο ίδιος ο ΄Εξω από Δω συνωμοτούσε
μαζί τους και τους τα’ φερνε όλα δεξιά. Περίπτερα και μικρά απομονωμένα υποκαταστήματα τραπέζης γίνανε γι΄αυτούς
υπόθεση ρουτίνας. Τη βολεύανε για λίγο
με το κλεμμένο χρήμα, με ρέγουλα
όμως πάντα,
να μην κινούνε υποψίες.
Μέχρι
που τρύπωσε για τα καλά μέσα τους ο δαίμονας και θελήσανε να λύσουν
μια και καλή το πρόβλημα της ζωής τους. Το κοσμηματοπωλείο , από τα μεγαλύτερα
της πόλης, προκαλούσε την ακόρεστη πείνα τους με τους θησαυρούς του. Κι
αφύλαχτο. Μια υπάλληλος μονάχα φαινότανε στον πάγκο, άντε να΄χε και καμιά άλλη
στο βάθος, εύκολη υπόθεση και μετά θα ξαφρίζανε ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε σε
βιτρίνες και ράφια. Στο εξωτερικό θα τα πουλούσανε όλα σε τιμή ευκαιρίας και
γρήγορα θα γευόντουσαν τα προνόμια του
εκατομμυριούχου.
Μεθυσμένοι
απ΄τις σκέψεις τους, αποφάσισαν να μπουκάρουν στο μαγαζί την ώρα που εκείνο
έκλεινε κι η υπάλληλος κατέβαζε τα ρολά. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, όταν έχει
αραιώσει η κίνηση στους δρόμους, έχει πέσει και το σκοτάδι και οι αστυνομικοί την κάνουν για
κανένα ποτηράκι, έτσι για το έθιμο. Ο Λουκάς θα κρατούσε τσίλιες. Τη δουλειά θα
την κάνανε εκείνος κι ο Ιταλός ο Πέτρο, μαφιόζος από κούνια , με περγαμηνές
στην οικογένεια. Ο παππούς του είχε μαθητεύσει κοντά σε νονούς της νύχτας στη
Σικελία κι είχε αφήσει κληρονομιά στον
Πέτρο το μικρόβιο της παρανομίας αλλά και την τέχνη του εγκλήματος.
΄Ωρες
περίμεναν στην καφετέρια απέναντι να αδειάσει ο δρόμος, να βεβαιωθούν πως
κανένας πελάτης δεν ήταν στο κοσμηματοπωλείο. Κι ύστερα, ντυμένοι Αγιοβασίληδες
εκείνος και ο Πέτρο, μπήκαν στο μαγαζί με την άνεση που τους έδινε η κάλυψή
τους.
Την
αναγνώρισε αμέσως. Η Μαρία, ο έρωτας των εφηβικών του χρόνων. ΄Οχι, ποτέ δε θα
μπορούσε να ξεχάσει αυτά τα μάτια, γαλάζια, στο χρώμα ταραγμένου ωκεανού. Και
εκείνα τα μακριά, εβένινα μαλλιά, πόσες νύχτες δεν είχε ονειρευτεί πως άπλωνε
το χέρι και τα χάιδευε. Κι εκείνη στέναζε στην αγκαλιά του ερωτευμένη όσο κι
αυτός. Μα η Μαρία αρραβωνιάστηκε ένα γείτονά της φοιτητή αμέσως μόλις
τελειώσανε το Λύκειο και χάθηκε απ΄τη ζωή του όπως κρύβεται ο ήλιος σε μια καταιγίδα. Κι απόμεινε αυτός με
την ανάμνηση ενός ονείρου, τον απόηχο από το θρόισμα ενός αγγέλου, που βιάστηκε
να σβήσει απ΄τη ζωή του. Για μήνες
έγλειφε τις πληγές του, όμοια με τραυματισμένο ζώο. Πέρασε ξανά και ξανά από το
σπίτι της, ποτέ δεν την πέτυχε έστω και στο δρόμο. Αχ, Μαρία, γιατί;
Και
την έβλεπε μπροστά του εκείνη την κρίσιμη στιγμή.
Κρίσιμη
και μοιραία μαζί. Γιατί, βυθισμένος στις αναμνήσεις του, δεν άκουσε το
προειδοποιητικό σύνθημα του Λουκά. Ο Πέτρο, στη βιασύνη του, τράβηξε πιστόλι,
απαίτησε τα χρήματα του ταμείου, να μην πάει εντελώς χαμένη η όλη επιχείρηση.
Μα η Μαρία, η Μαρία του, αποδείχτηκε σκληρό καρύδι. Δε φοβήθηκε, έβαλε τις
φωνές για βοήθεια, δυο άντρες ασφαλείας φάνηκαν απ΄ το βάθος του καταστήματος. Μια
βδομάδα παρακολούθηση και σαν πρωτάρηδες
δεν είχαν καταλάβει πως το κατάστημα φρουρείτο από ιδιωτική αστυνομία, που
ήξερε καλά να καλύπτει τα ίχνη της.
Πανικοβλήθηκε
ο Πέτρο, το πιστόλι στα χέρια του ξέφυγε από τον έλεγχό του, η σφαίρα πήγε και
βρήκε κατευθείαν τη Μαρία, τη Μαρία του. Αχ, Μαρία, γιατί; ΄Οταν την είδε να
σωριάζεται πάνω στην ταμειακή μηχανή, ξύπνησε το γυμνασιόπαιδο μέσα του. Χωρίς
να σκεφτεί τι κάνει, πέταξε το σκούφο, τα γένια, τα μαλλιά του Αϊ-Βασίλη, που
τον κρατούσαν ακόμα στην ανωνυμία, έκανε
να τρέξει κοντά της , μα πρόλαβε το χέρι του Πέτρο να τον αρπάξει απ΄ τον καρπό
και να τον τραβήξει έξω μαζί του, την ώρα που οι δύο άντρες της ασφάλειας
έσπευδαν πρώτα στην τραυματισμένη
υπάλληλο. Αχ, Μαρία, γιατί; Γιατί;
Τα
πάντα στη συνέχεια εκτυλίχθηκαν με την ταχύτητα κινηματογραφικής ταινίας. Ο
πυροβολισμός κράτησε τους διώκτες μακριά κι εκείνοι, δυο αλλόφρονες
Αγιο-Βασίληδες, κινήθηκαν προς στο μέρος συνάντησης που είχαν προκαθορίσει. Ο
Λουκάς, λουσμένος στον ιδρώτα καταχείμωνα, τους περίμενε μέσα στο κλεμμένο
τζιπ.
-΄Αντε,
ρε ,τι γίνατε; Τους μπάτσους περιμένατε; γκρίνιαξε.
-Κι
εσύ γιατί χτύπησες σύνθημα κινητό μου; μίλησε με τις ελλειπτικές του προτάσεις
ο Πέτρο.
-Πέρασε
ένα περιπολικό, κοντοστάθηκε, τι ήθελες
να κάνω; Αν σταματούσαν; Αν σας τσάκωναν στην έξοδο;
Το
τζιπ διέσχισε σαν τρελό παρόδους και σκοτεινά δρομάκια, μέχρι που τους έβγαλε
στην αποθήκη που στέγαζαν την απομόνωσή τους. Το σχέδιο αποδείχτηκε σκέτη
καταστροφή. ΄Οχι μόνο δεν πήραν το θησαυρό που περίμεναν , μα άφησαν πίσω τους
και ένα θύμα στην πρώτη αποτυχημένη απόπειρά τους.
Ανήμπορος
να σκεφτεί, ν΄αποφασίσει, ρίχτηκε στο σαραβαλιασμένο κρεβάτι, αφήνοντας τους
άλλους δυο να αναλύουν ξανά και ξανά τα γεγονότα. Εκείνου η σκέψη πετούσε
μοναχά στη Μαρία. Αχ, Μαρία! Πώς τα΄φερε
έτσι η κακιά στιγμή, να είναι αυτός ο
αίτιος του τραυματισμού της;
Κάποια
στιγμή έβαλε ο Λουκάς τηλεόραση, άρχιζαν
σε λίγο οι ειδήσεις. Πρώτο νέο η απόπειρα ληστείας, η τραυματισμένη
υπάλληλος. Η ρεπόρτερ, με κρύο επαγγελματισμό, ανακοίνωσε τη μεταφορά της στο
νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση. Η σφαίρα του Πέτρο την είχε βρει λίγο πιο κάτω
απ’ την καρδιά.
Τότε ήταν που θόλωσε η κρίση του. Σηκώθηκε σαν ανταριασμένο ζώο απ΄το κρεβάτι,
όρμησε στον ανυποψίαστο Πέτρο, άρχισε να τον χτυπά με λύσσα, με οργή
συσσωρευμένη. Αιφνιδιασμένος εκείνος, δέχτηκε άπραγος τα πρώτα χτυπήματα, μα
γρήγορα πέρασε στην αντεπίθεση, χτυπώντας πιότερο στα τυφλά, ουρλιάζοντας και
βλαστημώντας στη μητρική του γλώσσα.
-Τι
έγινε, ρε; Τι σκοτωμός είναι τούτος; απόρησε κι ο Λουκάς και πάσκισε να βάλει
μια τάξη στο χάος, μα μόνος ανάμεσα σε δυο μανιασμένα θηρία, γρήγορα παρέδωσε
τα όπλα και τους άφησε να φτάσουν μέχρι τέλους, παρακολουθώντας απ΄τη γωνιά τον
αλληλοσπαραγμό.
Κάποια
στιγμή κόπασαν τα ένστικτα, κουράστηκε το θεριό μέσα τους να βρυχάται και να
επιτίθεται. Ο Πέτρο, με ματωμένο πρόσωπο, στάθηκε απέναντί του, τον κοίταξε με
απορία κι αγανάκτηση μαζί. Θέλησε να
τραβήξει πιστόλι, μετάνιωσε, έκανε απλά μεταβολή, βγήκε και δεν ξαναγύρισε. Στο
κατόπιν του κι ο Λουκάς.
-Είσαι
τρελός! Για τα σίδερα, σου λέω, είπε μόνο κοιτάζοντάς τον με βλέμμα σκοτεινό και
βιάστηκε να απομακρυνθεί από έναν επικίνδυνο σχιζοφρενή.
Μόνος!
Με μιαν εικόνα συνέχεια στο μυαλό του.
Τα μαύρα λυτά μαλλιά της , τα γαλάζια τρομαγμένα μάτια της. Αχ, Μαρία, γιατί;
΄Εξω ο καιρός σεργιάνιζε υγρός και σκοτεινός .
Κάτι ψιθύρισε στην ανάμνησή του η μελαγχολία της βροχής. ΄Εκανε να
τραβηχτεί απ΄το παράθυρο, σκόνταψε σ΄άλλο ένα τενεκεδάκι μπίρας, έχασε την
ισορροπία του, κρατήθηκε απ΄το σπασμένο παραθυρόφυλλο.
Και
τότε… την είδε ξαφνικά μπροστά του! Μαθητριούλα στο Λύκειο, με τη μακριά
κοτσίδα της να πέφτει ανάλαφρα στην πλάτη. Με το χαμόγελο εκείνο που
ερωτευότανε κάθε πρωί ο ήλιος. Κι αυτός να παραφυλάει στη γωνιά μόνο για να τη
δει μια στιγμούλα και μετά να χαθεί στη συστολή του. Μια φορά μονάχα γύρισε και τον κοίταξε με τις δυο της θάλασσες
πιο γαλάζιες από ποτέ κι ο Γρηγόρης δέχτηκε το τελειωτικό χτύπημα. Σκλαβώθηκε
για πάντα μες στο πέλαγό της, βυθίστηκε στον έρωτά της κι έζησε τον καημό του
από απόσταση, μην τολμώντας ποτέ να της μιλήσει γι΄αυτά που ένιωθε, ακόμα κι
όταν η μεγάλη αγάπη του τον έκανε λιγάκι πιο τολμηρό, όπως εκείνη, την
τελευταία μέρα του σχολείου. Την είδε έτοιμη να βγει απ΄την καγκελόπορτα.
Προφασίστηκε ότι έπρεπε κι αυτός να προλάβει ένα λεωφορείο. ΄Ετρεξε. Του έπεσε
τάχα ένα βιβλίο μπρος στα πόδια της. Σταμάτησε να το μαζέψει.
-Να
σε βοηθήσω; ρώτησε η εβένινη κοτσίδα.
-΄Οχι,
δε χρειάζεται…είναι που είμαι βιαστικός.
-Α,
συγγνώμη, να μη σε κρατάω τότε, είπαν τα δυο γαλάζια του όνειρα κι απομακρύνθηκαν γρήγορα.
Έμεινε
για πολλή ώρα ακόμα να αναπνέει τον αγέρα που γεύτηκε στο πέρασμά της και να
μουντζώνει τον εαυτό του για τη βλακεία του. Τι το΄θελε ν΄ανοίξει το στόμα του και ν΄αμολήσει την
κοτσάνα; Ας την κοίταζε μονάχα βαθιά, έντονα, απελπισμένα κι εκείνη θα
καταλάβαινε. ΄Αργησε πολύ, χάθηκαν όλα. Αχ, Μαρία, Μαρία, γιατί;
Έδιωξε
στα γρήγορα την ανάμνηση μ΄ένα κούνημα του κεφαλιού. Ποιο το όφελος να θυμάται;
Δεν άντεχε άλλο την κραυγή της καρδιάς
του. Απομακρύνθηκε στα γρήγορα απ΄το βρεγμένο παράθυρο, έβαλε τηλεόραση να σκεπάσει
ετούτη την ανταριασμένη φωνή του χτες με τους ήχους του κόσμου απ΄ έξω. Μα πέσανε οι τίτλοι ειδήσεων . Και τότε μπήκε
ο μουντός καιρός μέσα του, κραδαίνοντας όμοια με σπαθιά τις καταιγίδες που
κουβαλούσε.
«Έχασε
τελικά τη μάχη με τη ζωή η Μαρία Γαλανού, υπάλληλος του κοσμηματοπωλείου , στο οποίο
επιχειρήθηκε ληστεία την περασμένη βδομάδα. Το θύμα, το οποίο δέχτηκε
πυροβολισμό από τους δράστες, είχε μεταφερθεί κρίσιμα τραυματισμένο στο νοσοκομείο όπου δυστυχώς, παρά τις
προσπάθειες των γιατρών…»
Μια ανυπόφορη ζέστη πλάκωσε μες στο δωμάτιο
χειμωνιάτικα. Πνιγόταν, δεν άντεχε άλλο τους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι που τον πλησίαζε. Χύθηκε έξω σκοντάφτοντας στο
τελευταίο τενεκεδάκι μπίρας. Η βροχή ,
που όλο και δυνάμωνε, ετοιμαζόταν να υποδεχτεί την πρώτη μέρα του καινούριου
χρόνου. Αχ Μαρία, Μαρία , γιατί;
Ένα
απότομο φρενάρισμα ακούστηκε, σαν παραφωνία στη μονοτονία του υγρού καιρού. Η Μαρία ήταν
εκεί, μπροστά του, πιο όμορφη από ποτέ. Την κοίταξε, της χαμογέλασε όπως ποτέ
δεν τόλμησε. Έσκυψε εκείνη πάνω απ΄το χαμόγελό του, άγγιξε ο έβενος των μαλλιών
της τα δικά του. Κι ύστερα χάθηκε στην
κίνηση του δρόμου.
Ακολούθησε
τα βήματά της.
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment