Sunday, September 23, 2012

Γόρδιος δεσμός

Διήγημα της Eλένης Αρτεμίου Φωτιάδου

 
Το νερό έτρεξε ζεστό επάνω στο γυμνό της σώμα, παραμερίζοντας όλη την ένταση της μέρας και το κυνηγητό με το χρόνο. Θα μπορούσε να μείνει με τις ώρες εκεί, μες στη χαλάρωση, μα έπρεπε να βιαστεί. Σε λίγο θ΄άκουγε όπως πάντα τα κλειδιά του στην πόρτα της και τη μουσική απ΄τη φωνή του. Εφτά χρόνια, τώρα, η ίδια αναμονή μιας κρυμμένης ευτυχίας  κι εκείνη, σαν μαγεμένη πεταλούδα, να περιφέρεται γύρω από το φως της ύπαρξής του.

Βγήκε αργά απ΄το μπάνιο, τυλίγοντας τα μαλλιά της στη χοντρή χνουδωτή πετσέτα. Μακριά, εβένινα, αγκάλιασαν τη μέση της. Λάτρευε εκείνος ετούτη την ατίθαση κατάβαση της κόμης της. Μέσα εκεί είχε αφήσει όλες τις ήρεμες θάλασσες της ζωής τους, μα κι όλα τα φουρτουνιασμένα πέλαγα. «Μικρή μου αγάπη, λίγη ακόμα υπομονή, μέχρι να βρω την κατάλληλη στιγμή να της μιλήσω για διαζύγιο. Περνάει μια δύσκολη φάση τώρα στη δουλειά της, μην της δώσω κι εγώ ακόμα ένα χτύπημα».

Συγκατάνευσε. Και τον περίμενε να πάρει τη μεγάλη απόφαση, ανάμεσα σε φευγαλέα ραντεβού, καταπιεσμένες ενοχές , λαχανιασμένες αποδράσεις  απ΄την πλήξη ενός φιλάσθενου έγγαμου βίου.  Τα Σαββατοκυρίακα, τις μεγάλες γιορτές και σχόλες, εκείνος  τις περνούσε πάντα με τη γυναίκα και τον πεντάχρονο  γιο του. Κι έμενε εκείνη ν΄ανάβει ένα κεράκι μοναξιά στο σιωπηλό της διαμέρισμα και να περιμένει ένα μήνυμά του, έστω, που ποτέ δεν ερχόταν. Κάθε φορά η ίδια σκέψη την τυραγνούσε . Να δώσει ένα τέλος σε τούτη την παράνοια. Να κόψει τα δεσμά, να προχωρήσει με τη ζωή της. ΄Εκλεινε τα τριάντα ,  είκοσι τρία  ήταν όταν τον γνώρισε , πόσο ακόμα θα μπορούσε να περιμένει;

Κοιμόταν πάντοτε κείνα τα κρύα βράδια, με την απόφασή της να της ζεσταίνει τα όνειρα. Μα σαν την έπαιρνε τηλέφωνο πρωί, πρωί την άλλη μέρα, γκρινιάζοντας σαν μωρό παιδί για όλες τις ώρες που ‘χε αντέξει μακριά της, οι αντιστάσεις της υποχωρούσαν σαν ηττημένο στράτευμα  και καμιά μάχη δεν έδινε ενάντια στο παράλογο που ζούσε.

Μα σήμερα ήταν αποφασισμένη. Το τέλος θα ήταν οδυνηρό, μα αναγκαίο. Σαν καρκίνωμα που θα’ πρεπε να ξεριζωθεί απ΄την καρδιά της, για να της δώσει νέους παλμούς και συνέχεια. Ντύθηκε μηχανικά, με τη σκέψη κολλημένη στον επικείμενο ερχομό του. ΄Εστρωσε το τραπέζι με αργές κινήσεις, σχεδόν τελετουργικές. « Το τελευταίο δείπνο», σκέφτηκε.  Τα΄χε όλα πολύ καλά σκηνοθετημένα στο μυαλό της. Αυτή τη φορά δε θα λύγιζε σε καμιά υπόσχεση, σε καμιά ικεσία του. Θα τον πονούσε, το΄ξερε, μα ο γόρδιος δεσμός έπρεπε επιτέλους να κοπεί.

Στις οχτώ  ακριβώς εκείνος άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός της και μπήκε σαν αφέντης στη ζωή της. Με θάρρος που έφτανε τα όρια του θράσους, με κτητικότητα, με όλα τα δικαιώματα που του έδιναν τα εφτά χρόνια της σχέσης τους. Τον υποδέχτηκε όπως πάντα, συγκρατώντας την πίκρα της, που όλο και θέριευε. Φάγανε μέσα στην ακατάσχετη φλυαρία του για τη δουλειά του, το γιο του, τις απαιτήσεις και τα καμώματά του. Τίποτα για εκείνη. Η δική της ζωή προκλητικά στο περιθώριο. Σώπαινε και άκουε , άκουε και σώπαινε.
 
Τελείωναν πια το φαγητό,  σαν σηκώθηκε  απ΄τη θέση του, την πλησίασε με το ύφος του κατακτητή και της πρόσφερε ένα μικρό, βελουδένιο κουτάκι. «Για τα γενέθλιά σου», είπε. «Δεν πιστεύω να νομίζεις πως τα ξέχασα. Περίμενα απλώς την κατάλληλη στιγμή».
«Για τη ζωή μου;» ρώτησε εκείνη . «Εφτά χρόνια τώρα, περιμένω κι εγώ την κατάλληλη στιγμή».

Τα΄χασε εκείνος, μάσησε τα λόγια του. ΄Οχι, στο κουτάκι δεν ήταν το πολυαναμενόμενο δαχτυλίδι της δέσμευσής του απέναντί της. ΄Ασε που δεν πήγαιναν καθόλου καλά τα πράγματα τελευταία. Ο γιος του θ΄άρχιζε το σχολείο κι η γυναίκα του τον πίεζε για ένα δεύτερο παιδί, σίγουρα δεν ήταν ο κατάλληλος καιρός και…

Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε λυτρωτικά. Σηκώθηκε εκείνη, χωρίς να του δώσει καμιά εξήγηση. ΄Ανοιξε και χώθηκε στην αγκαλιά του ψηλού, μελαχρινού νέου, που την αγκάλιασε με προστατευτικότητα κι αγάπη.
«Πέρασε, Χρίστο», είπε. «΄Ηρθες… την πιο κατάλληλη στιγμή»! Και βιάστηκε να κάνει τις συστάσεις.

«Ο Χρίστος, ο αρραβωνιαστικός μου, ο Γιώργος, οικογενειακός φίλος»!
Πάγωσε εκείνος, έκανε να μιλήσει, μα τον σταμάτησε το έντονο βλέμμα του μελαχρινού νέου απέναντί του. Ψέλλισε κάτι σαν δικαιολογία, άρπαξε το σακάκι του και το μικρό βελουδένιο κουτάκι και χάθηκε απ΄τις σκάλες, μην έχοντας την υπομονή να περιμένει τον ανελκυστήρα.

Τότε μόνο αναστέναξε εκείνη με ανακούφιση. ΄Εκλεισε πίσω του την πόρτα και χάρισε ένα φιλί στο μάγουλο του  άντρα απέναντί της. «Σ΄ευχαριστώ που ήρθες.  Είσαι ο καλύτερος ξάδερφος που είχα ποτέ. Μόνη μου δε θα κατάφερνα ποτέ ν ‘απαγκιστρωθώ από τούτη τη συνήθεια. 

Αύριο, πρωί πρωί,  θ΄αλλάξω την κλειδαριά στην πόρτα μου και… τα όνειρά μου στην καρδιά μου».΄Υστερα έσβησε ένα μόνο κερί στην τούρτα γενεθλίων της. «Για το παρελθόν», είπε και κοίταξε με σιγουριά το μέλλον, που έμπαινε δυναμικά απ΄την κύρια είσοδο της απόφασής της.
Eλένη Αρτεμίου Φωτιάδου


No comments: