Eλένης Αρτεμίου Φωτιάδου
Τώρα που το
σκεφτόταν, δεν είχε κλάψει εδώ και καιρό. Λες και μια πέτρα είχε καθίσει στη θέση της καρδιάς κι εμπόδιζε τη ροή της
λύτρωσης από τους κουρασμένους πια δακρυγόνους αδένες του καημού της. Και που έκλαιε τόσο καιρό, ποιο το όφελος;
Μόνο το κακό δεν ξόρκισε. Γιατί μετά τον άντρα της, εδώ, στην ίδια λαιμητόμο,
χάθηκε και το μονάκριβο παιδί της. Τους ρούφηξε και τους δυο σαν τρύπα μες στο
πέλαγο κι έμεινε εκείνη, τσακισμένο ναυάγιο , να ζει με την απουσία τους.
Πρώτα ο
Αριστείδης , από ηλεκτροπληξία . Δεν τηρήθηκαν οι κανόνες ασφαλείας, αποφάνθηκαν
οι ερευνητές κι οι ανακριτές. Θυμάται,
ήταν μια μέρα άγρια εκείνη που τον πήρε. Είχε δείξει απ’ το πρωί πως βγήκε με
τα μαχαίρια της στους δρόμους της ζωής τους. Η Τράπεζα έστειλε την τελευταία
ειδοποίηση για τις απλήρωτες δόσεις του δανείου. Το συζητήσανε οι δυο τους
καθώς πίνανε τον καφέ τους στην κουζίνα. Οι κόποι μιας ζωής κινδυνεύανε να
τιναχτούν στον αέρα . Τίποτα άλλο δεν είχε μάθει στη ζωή του, παρά να
κατεβαίνει σ΄εκείνο το εργαστήριο, να βάζει μπρος το μηχάνημα και να φτιάχνει
τα σπιτικά γλυκά που συντηρούσανε την
οικογένεια και την παράδοσή της. Σηκώθηκε βαρύς, έφυγε αμίλητος, της τον φέρανε
νεκρό.
Ρίχτηκαν οι
φιλόπτωχοι στον αγώνα εξασφάλισης της χήρας και του ορφανού.
Δεκάξι χρόνων ήταν τότε ο Ζαφείρης της. Στήθηκαν στην
κηδεία τα γνωστά τραπεζάκια εισφορών, δεν είχε παράπονο. Οι δόσεις πληρώθηκαν,
το δάνειο σιγά σιγά ξοφλήθηκε. Τα βγάλανε πέρα
μέχρι να τελειώσει το Λύκειο το
αγόρι της. ΄Υστερα, σαν προστάτης
οικογένειας, πήρε απαλλαγή απ΄το στρατό και βάλθηκε να ξαναστήσει την οικογενειακή
επιχείρηση. Μούδιασε εκείνη σαν άκουσε την απόφασή του. Ήρθε μπροστά της ξανά
και ξανά το άσπρο πρόσωπο του νεκρού ονείρου. Μα΄δε το πείσμα του λεβέντη της
και λύγισε. Δεν μπόρεσε να τον σταματήσει , άπλωσε μόνο τα φτερά της μάνας και
πέταξε μαζί του.
Ένα μόνο χρόνο της έδωσε χάρη η μοίρα. Κάτι
σαν αναστολή ποινής που πρέπει κάποτε ο κατάδικος να εκτίσει ανεξαρτήτως καλής
διαγωγής. Και πλήρωσε. Στον ίδιο τόπο,
την ίδια μέρα, τρία χρόνια μετά , το μηχάνημα ρούφηξε τη στερνή της παρηγόρια.
Αυτή τη φορά κανείς δεν είχε μια λογική εξήγηση. Το μηχάνημα ξεκίνησε να
δουλεύει από μόνο του σαν τρελό , πάσκισε ο γιος της να το σταματήσει , εκείνο
γέλασε μαζί του, δυνάμωσε τις στροφές του και τον παρέσυρε στην άβυσσο, εκεί
που ο καθείς ξαναγυρνά μoνάχα σαν ανάμνηση.
Νύχτες πολλές ,ασέληνες
,μπήκανε τότε στη ζωή της. Νύχτες σπαθιά
που κόβανε λίγο λίγο απ΄την ψυχή της και την πετούσαν στα σκυλιά της πίκρας και
της οργής. Την παίρνανε εκείνα και την ξεσκίζαν με τα κοφτερά γιατί , που απάντηση δεν βρίσκαν. Μέχρι
που η λογική υποχωρούσε σαν αδύναμη φύση κι η παράνοια έβρισκε θρόνο μες στις
σκέψεις της.
Ξανακοίταξε το
μηχάνημα μες στο μισοσκόταδο. Αν ατενίζεις για πολύ καιρό την άβυσσο, κάποια
στιγμή θ΄αρχίσει να σε κοιτάζει κι εκείνη, είχε διαβάσει κάποτε σ΄ ένα βιβλίο
που αγαπούσε ο Ζαφείρης της. Πώς το θυμήθηκε , αλήθεια; Άνοιξε το μικρό παγούρι που κρατούσε στο χέρι
της. Σήμερα έκλεινε ένας χρόνος ακριβώς απ΄την κηδεία του παιδιού της. Πολύ
καιρό συντήρησε την αντοχή της. Έσκυψε, πήρε αγκαλιά τη φωτογραφία τους,
που΄στεκαι φρουρός μιας άλλης εποχής δίπλα στο μηχάνημα. Ο Ζαφείρης της
χαμογελαστός, ο Αριστείδης με βλέμμα ευτυχισμένου θνητού.
Ύστερα αργά, με
κινήσεις σχεδόν τελετουργικές, περιέλουσε με βενζίνη το μηχάνημα. Έβγαλε ένα
κουτί σπίρτα απ΄την τσέπη. Το τέλος δε θ΄αργούσε. Βεβαιώθηκε ότι είχε κλειδώσει την πόρτα του
υπογείου, πήρε βαθιά ανάσα, άναψε το σπίρτο. Το μηχάνημα γρήγορα τυλίχτηκε στις
φλόγες. Εκείνη εκεί , με τη φωτογραφία αγκαλιά, περίμενε .Ένιωθε τη θέρμη να
την πλησιάζει επικίνδυνα , δεν κουνήθηκε. Μαζί θα φεύγανε.
Και τότε ένιωσε
ένα σκίρτημα στο στήθος. Στο μέρος ακριβώς που κρατούσε τη φωτογραφία. Λες και
το χαμόγελο του Ζαφείρη της είχε γίνει γροθιά που χτυπούσε το στομάχι της ,
κινητοποιούσε τα λογικά της. Μια σπίθα πετάχτηκε πάνω στο βαλτωμένο της
μυαλό. Αναρρίγησε. Τι πήγαινε να κάνει;
Να προσφέρει άλλη μια θυσία στο ατσαλόμορφο τέρας; Ένιωσε να κλονίζεται μες στη
λάμψη του θανατικού που την πλησίαζε, μα
μόνο για μια στιγμή.
Ξεκλείδωσε γρήγορα την πόρτα, κοίταξε για στερνή φορά πίσω της κι ύστερα έστρεψε το βήμα προς τη σκάλα που ανέβαινε στη συνέχεια. Ο αέρας έξω μύριζε άνοιξη. Πήρε βαθιά ανάσα , να κατέβει τούτος ο αγέρας μέχρι τα κουρασμένα της πνευμόνια , έσφιξε γι΄άλλη μια φορά την αγάπη τους στα στήθια της κι ύστερα, με αργές κινήσεις, κάλεσε την πυροσβεστική. Αύριο θα΄ψαχνε για δουλειά.
Ξεκλείδωσε γρήγορα την πόρτα, κοίταξε για στερνή φορά πίσω της κι ύστερα έστρεψε το βήμα προς τη σκάλα που ανέβαινε στη συνέχεια. Ο αέρας έξω μύριζε άνοιξη. Πήρε βαθιά ανάσα , να κατέβει τούτος ο αγέρας μέχρι τα κουρασμένα της πνευμόνια , έσφιξε γι΄άλλη μια φορά την αγάπη τους στα στήθια της κι ύστερα, με αργές κινήσεις, κάλεσε την πυροσβεστική. Αύριο θα΄ψαχνε για δουλειά.
Eλένη Αρτεμίου Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment