Friday, June 8, 2012

Δίψα

Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου


Τον κοίταζε καθώς κοιμόταν δίπλα της, χαμένος μες στο ροχαλητό του. Στόμα μισάνοικτο , κορμί πλαδαρό, αφημένο εδώ και καιρό στο ανελέητο πέρασμα του χρόνου. Είκοσι έξι  χρόνια γάμου , τρία παιδιά, άπειροι καβγάδες και μία μόνο κατάληξη: Μια συμβίωση για τα μάτια του κόσμου , ένα σπιτικό που, σαν έκλεινε την πόρτα του πίσω απ΄την περιέργεια των άλλων, κρατούσε στους ραγισμένους τοίχους του τη θλίψη  της για όλα όσα  ονειρεύτηκε και δεν ήρθαν.

Σε τίποτα δεν ταίριαζαν οι δυο τους. Εκείνη καλλιεργημένη, βυθισμένη με τις ώρες στα βιβλία και στις σκέψεις της, εκείνος άνθρωπος της γης, χαιρόταν να σκάβει και να φυτεύει στο μικρό περιβόλι που΄ χε φτιάξει πίσω απ΄το σπίτι τους. Εκείνη, λάτρης των τεχνών, αγαπούσε το θέατρο, τον κινηματογράφο, τις συναυλίες και τις μουσικές παραστάσεις. Εκείνος, πάλι, άραζε με τις ώρες σ΄έναν καναπέ και αποθέωνε τη θεά μπάλα στην οθόνη της τηλεόρασης, παρέα με κάμποσα μπουκάλια μπίρας.
Και τώρα, κάπου κοντά στα πενήντα, με τα παιδιά να΄χουν πάρει το δρόμο τους, φοιτητές οι δίδυμοι, φαντάρος ο μικρός, ένιωθε πού και πού να πνίγεται μες στον ελεύθερο χρόνο, που βρέθηκε ξαφνικά ανήμπορη να διαφεντέψει.
Σηκώθηκε, βημάτισε πάνω κάτω νευρικά στο δωμάτιο . Μια αφόρητη δίψα την έζωσε  ξαφνικά. Κατέβηκε στην κουζίνα, γέμισε το ποτήρι , το ήπιε μονορούφι, άσπρο πάτο που λέγανε οι πότηδες, άσπρη ζωή που θα΄λεγε για την περίπτωσή της. Bγήκε στον κήπο. ΄Ανοιξη μα καμιά μυρωδιά δε γέμισε τις αισθήσεις της.

Και τότε, ποιος πλάνος αγέρας τον έφερε στη σκέψη της; Ο καινούριος συνάδελφος, γύρω στα σαράντα , σκανδαλωδώς ωραίος και μικρότερός της , με ένα διακριτικό φλερτ το τελευταίο διάστημα, που μια την ανέβαζε ψηλά, στα δώματα της φιλαρέσκειας και μια την κατέβαζε στο γκρίζο υπόγειο των αμφιβολιών, των φόβων και των ανήλιαγων δεσμεύσεων.

Αυθόρμητα έτρεξε στον καθρέφτη τοίχου που κοσμούσε το σαλόνι της. Στάθηκε μπροστά του με την προτομή της μεσήλικης ανάγκης της . Κι εκείνος μίλησε κολακευτικά για το στητό, σφριγηλό της στήθος, το αψεγάδιαστο σχεδόν πρόσωπό της, με τις ρυτίδες άγρια κυνηγημένες απ΄τα καλύτερα καλλυντικά προϊόντα της αγοράς.

Ναι, τον πολέμαγε το χρόνο μ΄όλα τα μέσα και  μ’ όλες τις δυνάμεις της. Αμαχητί, δε θα΄παιρνε ποτέ καμιά ικμάδα του μυαλού και του κορμιού της η ανελέητη επέλασή του.  Ασυναίσθητα, ένα χαμόγελο της ξέφυγε μπροστά στο είδωλό της κι ύστερα άφησε την ικανοποίησή της να επαναφέρει τη μνήμη του ωραίου συναδέλφου. Επίμονος με τον τρόπο του, επικίνδυνος ,με μια διάθεση  που την έκανε να ρουφήξει το ρίσκο μέχρι το μεδούλι , να πέσει στη φωτιά και να καεί ολάκερη από΄να πάθος που ποτέ δεν έζησε ,παρά μόνο ονειρεύτηκε στις πιο τρελές , στις πιο αμαρτωλές αποδράσεις του μυαλού της.

Χτες την πλησίασε μ ΄ένα τριαντάφυλλο, σαν ήρωας κλασσικού μυθιστορήματος. Τα χείλη του στόλιζε και πάλι εκείνο το πολλά υποσχόμενο χαμόγελο. Της πρότεινε για πολλοστή φορά να πιουν μαζί ένα καφέ. Η καρδιά της κονταροχτυπήθηκε με τη λογική της , δίστασε για λίγο, μα και πάλι αρνήθηκε ευγενικά το έμμεσο μα απροκάλυπτο φλερτ του.

Ξαφνικά, λες και αέρας από άλλη θάλασσα φερμένος σηκώθηκε μες στην απόφασή της , παράτησε τα νάζια του καθρέφτη, κοίταξε ένα γύρο στο δωμάτιο κι έψαξε να βρει το κινητό της. Θα τον έπαιρνε τηλέφωνο με το πρόσχημα μιας υπόθεσης του γραφείου και πάνω στην κουβέντα θα του΄δειχνε και την αλλαγή στη διάθεσή της, μια αλλαγή που εκείνος με το θάρρος ή το θράσος του κατακτητή δε θ΄άφηνε ανεκμετάλλευτη. Ναι, ήταν πια αποφασισμένη, η ζωή δε θα περίμενε για πάντα στη γωνία, να της χαρίσει το καινούριο χτυποκάρδι. Η στιγμή είχε φτάσει και  ήταν έτοιμη ν΄απλώσει το χέρι και να…
Ο ήχος του κινητού της , πιο οξύς, πιο έντονος απ΄ό,τι συνήθως, δεν άφησε τα δάχτυλά της να πληκτρολογήσουν διψασμένα τον αριθμό του.

Στην οθόνη εμφανίστηκε η ένδειξη
« Πρώτη αγάπη», σημάδι πως την καλούσε ο Μάνος της , ο πρώτος απ΄τους διδύμους. Μ΄ένα περίεργο συναίσθημα του απάντησε, για ν ΄ακούσει τρεμουλιαστή στην άλλη άκρη της γραμμής τη φωνή του, Φωνή γεμάτη χαρά κι απόγνωση μαζί, τρόμο και έξαψη, αν μπορεί ποτέ κάποιος να παντρέψει τούτα τα συναισθήματα. Μες στην ένταση της στιγμής έμαθε πως το παλικαράκι της, στα είκοσι τέσσερά του , φοιτητής ακόμα, θα γινότανε σε λίγους μήνες πατέρας. ΄Οχι, με την κοπέλα του ποτέ δε σκέφτηκαν την έκτρωση, επιστροφή δεν είχε, θα το κρατούσαν κι ο θεός βοηθός. Θα΄καναν  στα γρήγορα ένα γάμο πολιτικό, το θρησκευτικό μαζί με τα βαφτίσια και θα τα κατάφερναν, αν είχαν και λίγο τη βοήθεια των πεθερικών και τη δικιά της.

΄Εκλεισε το τηλέφωνο με ένα δάκρυ να παλεύει να κρατηθεί στην άκρη της ψυχής. Από συγκίνηση σκέφτηκε. Ανέβηκε τη σκάλα,  μπήκε στο υπνοδωμάτιο, κάθισε δίπλα του, τον κοίταξε καθώς ξυπνούσε. Το βλέμμα του την τύλιξε μες στο ποτάμι της ζωής τους.   

΄Εσιαξε τα μαλλιά του με τα χέρια εκείνα που κλάδευαν μ΄αγάπη τα δέντρα του κήπου τους, για να τους  χαρίζουν ολόχρονα τους καρπούς τους. ΄Ενα δάκρυ δεν άντεξε, κύλησε απ΄την καρδιά της. Από χαρά, σκέφτηκε και μοιράστηκε μαζί του τ’ αναπάντεχο.
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου

1 comment:

Magia da Inês said...

Gostei do conto, muito atual.

Bom fim de semana!
Beijinhos.
Brasil
•.¸¸✿⊱╮¸¸.•