Της Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου
Αλλιώς την είχε
ονειρευτεί τη φοιτητική ζωή ο Λευτέρης, μακριά απ΄την πατρίδα και τις συνεχείς
υποδείξεις της μάνας του. Λίγο διάβασμα, πολλή ελευθερία, απεριόριστη βουτιά
στα Θέλω του. Φτάνει να ‘ρχότανε το έμβασμα τακτικά , να ΄χει το απαιτούμενο
ρευστό για τις ανάγκες του. Και στις αρχές καλά τα κατάφερνε. Πολλά δεν ήτανε,
αλλά κι αυτός πολλά δεν ήθελε. Tα ΄φερνε βόλτα με το νοικοκυριό, άφηνε και κάτι τις
στην άκρη για ώρα περίστασης.
Μέχρι που γνώρισε το
Νικήτα, μπασμένο πολύ στα πράματα και του πάσαρε το πρώτο χόρτο. Μέσα σε μια νύχτα σκόρπισαν
οι παραινέσεις της μάνας, οι νουθεσίες του πατέρα κι έγινε μια εξάρτηση που
εκλιπαρούσε το Νικήτα για τη συνέχεια. Εκείνος έκανε πρώτα το δύσκολο, τάχα για
το καλό του κι ύστερα άρπαζε το παραδάκι, άφηνε το πράμα κι ένιπτε τας χείρας
του σαν Πόντιος Πιλάτος του κυκλώματος. «Εγώ δεν ήθελα , αλλά μια κι
επιμένεις…». Κι εξαφανιζότανε, μέχρι που η διαίσθησή του του’ λεγε πως το θύμα
του είχε και πάλι την ανάγκη του, για να εμφανιστεί δήθεν τυχαία μπροστά του
και ν’ αρπάξει ό,τι μπορούσε απ΄την αδύναμη φύση του.
Τα΄ξερε όλα αυτά ο Λευτέρης,
μα σαν πιάσει κανένας τον κατήφορο,
δύσκολα θα ΄βρει βράχο να σταματήσει, ακόμα κι αν ψάχνει με αγωνία να γαντζωθεί
στη σωτηρία του.
Κι όταν τελείωνε το
χαρτζιλίκι γύρω στα μέσα του μήνα, έψαχνε με αγωνία ο Λευτέρης να΄βρει τον
τρόπο να εξασφαλίσει τη δόση του. Στην αρχή προφασίστηκε διάφορες ανάγκες και
κλάφτηκε γι΄αυτές στη μάνα του. Κάτι τα επιπλέον
βιβλία που χρειάστηκε να παραγγείλει στο διαδίκτυο, κάτι που΄χε πρόβλημα με τον
υπολογιστή του και χρειαζόταν καινούριο
, κάτι και οι ζημιές που πλακώσανε σωρηδόν στο διαμέρισμα που νοίκιαζε λες κι
έπεσε κατάρα, απόρησε η μάνα, προβληματίστηκε ο κύρης κι αποφάσισε να πάρει ένα
αεροπλάνο και να πάει να δει τι γίνεται. Στη γυναίκα του ήτανε σαφής.
«Ούτε κουβέντα στο Λευτέρη, Σοφία. Δεν είναι πως θέλω να τον αιφνιδιάσω, είναι
που θέλω να βρω την αλήθεια, προτού προλάβει να την κρύψει».
Συγκατάνευσε η μάνα κι
έμεινε πίσω με την ανησυχία να της κατατρώει τις ώρες.
Αργά το σούρουπο
προσγειώθηκε το αεροπλάνο του σε μια συννεφιασμένη πόλη. Πήρε ταξί, έφτασε
γρήγορα στο διαμέρισμα. Σκοτεινό του φάνηκε απ΄έξω, σιωπηλό. Γύρισε το κλειδί
στην πόρτα, μπήκε σχεδόν στις άκρες των ποδιών. Τίποτα στο μικρό σαλόνι, που
χρησίμευε και για κουζίνα. Άναψε το φως,
μια εγκατάλειψη τριγύρω, σκόνη και μυρωδιά κλεισούρας. Στην κρεβατοκάμαρα
κλειστά τα παντζούρια, άδειο σχεδόν από σεντόνια το κρεβάτι. Πήρε ν΄ανοίξει τα
παραθυρόφυλλα, ν΄αφήσει λίγο φως να τρυπώσει μες στην έγνοια του.
Και τότε τον είδε.
Μπρούμυτα πεσμένο στο πάτωμα, μισοχωμένο κάτω απ΄το κρεβάτι. Δε φώναξε, είχε
μάθει απ΄το στρατό τη σημασία της ψυχραιμίας στα δύσκολα και στ΄αναπάντεχα. Κινήθηκε τόσο γρήγορα που απόρησε κι ο ίδιος.
Λες και περίμενε τα χειρότερα, λες κι είχε καταστρώσει από πριν σχέδιο δράσης.
Στο νοσοκομείο
επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες του. Θύμα ναρκωτικών ο Λευτέρης, χρειαζόταν
επειγόντως θεραπευτική αγωγή και στήριξη. Μόλις του είπαν οι γιατροί πως
μπορούσε να τον δει , μάζεψε όλο το κουράγιο του, ζωγράφισε ένα χαμόγελο στις
άκρες των χειλιών του και μπήκε στο δωμάτιο με το κρεβάτι του γιου του.
Τα σκούρα καστανά μάτια
του Λευτέρη καρφώθηκαν επάνω του με τόση θλίψη, που΄νιωσε να βουρκώνει. Κάθισε
δίπλα του, του΄πιασε το χέρι.
«Θάλασσα τα΄κανα,
πατέρα», είπε κι η φωνή του πνίγηκε σ΄ένα λυγμό.
«Είμαι δω, για να την
ταξιδέψουμε τούτη τη θάλασσα μαζί. Κι ας έχει φουρτούνες, κι ας έχει και
ξέρες. Δε θα σε ρωτήσω πώς και γιατί. Δεν είναι της ώρας. Με νοιάζει μόνο ν΄αφήσεις
πίσω σου τούτο τον εφιάλτη». Πήρε ο Λευτέρης να κλαίει μ΄αναφιλητά στην αγκαλιά
του.
Σαν κόπασε η πρώτη έκρηξη,
θυμήθηκαν κι οι δυο τη Σοφία. «Το ξέρω, το φταίξιμό μου μεγάλο, μα δε θέλω να
την πικράνω» , είπε ο Λευτέρης και κοίταξε ικετευτικά τον πατέρα του.
Σηκώθηκε εκείνος απ΄την
καρέκλα του, περπάτησε μέχρι το
παράθυρο. Πώς κρύβεις τέτοια καταιγίδα από μια μάνα; Ποτέ του δεν είχε πει ψέματα στη γυναίκα του. Το΄χε σαν
αρχή του, να σέβεται τον άνθρωπο που ένωσε τη ζωή του με τη δική του, μπροστά
στο Θεό και τους Αγίους. Λόγια καθάρια,
ψυχή ξάστερη ήταν πάντα ό,τι έβαζε στην κοινή του ζήση με τη Σοφία. Κοίταξε
πίσω του. Ο Λευτέρης είχε γείρει το κεφάλι στο πλάι, τα μάτια του είχαν
κλείσει. Βεβαιώθηκε πως τον είχε πάρει ο ύπνος, προτού βγει στο διάδρομο.
Έβγαλε το κινητό του
απ΄την τσέπη. Δέκα αναπάντητες κλήσεις , πεντέξι μηνύματα απορίας , απόγνωσης,
έντασης, όλα απ΄τη Σοφία. Πήρε βαθιά
ανάσα , πάτησε την επαφή
«Σοφάκι μου» , απάντησε
εκείνη στον πρώτο κιόλας χτύπο. «Θεέ μου, γιατί άργησες τόσο πολύ; Δεν καταλαβαίνεις την αγωνία μου;
Τι στο καλό συμβαίνει; Τι έχει το παιδί; Γιατί σίγουρα κάτι έχει και δε μου το
λες». «Όλα μια χαρά , Σοφία μου. Είναι που δεν είχα καλή λήψη στο κινητό. Άδικα ανησυχήσαμε κι οι δυο. Στ΄αλήθεια
του΄τυχαν τόσες αναποδιές του παιδιού . Κοιμάται τώρα, κουράστηκε απ΄το
διάβασμα. Λέω να κάτσω μια δυο βδομάδες μαζί του, έχω να κανονίσω και κάτι
δουλειές του μαγαζιού με τους αντιπροσώπους μας εδώ. Κι άμα έρθω, φρόντισε για
εκείνο το υπέροχο στιφάδο σου, που θα μου λείψει εδώ στα ξένα. Μα όχι πιότερο
από σένα».
Ένιωσε μεμιάς την
ανακούφισή της. Ίσως κάποτε της μολογούσε τα συμβάντα, ίσως σαν πέρναγε η
μπόρα. Μα τώρα , στους λευκούς διαδρόμους του νοσοκομείου, ένιωθε
πάλι καθάρια τα λόγια του, κάτασπρα τα όνειρά τους, ξάστερη την ψυχή του απέναντί της.
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου