Του Δρ. Ανδρέα Σοφόκλη
Αύγουστος του 1974 μέχρι 24 Δεκεμβρίου 1976, Ανήμερα των Χριστουγέννων. Αυτοβιογραφία αυτού του χρονικού διαστήματος
Σημειώνω ότι όλα όσα καταγράφω αφορούν τα προσωπικά μου βιώματα, ως εγκλωβισμένος στην Πατρώα μου Γη, την Αιγιαλούσα, στα χωριά καταγωγής, από τους γονείς, από τους προγόνους μου. Η Καταγωγή μας από την γενεά του πατέρα μου Νικόλα Σοφόκλη είναι από την Αιγιαλούσα. Η γιαγιά μου Μαρία καταγόταν από τη γενεά των Οικονόμων της Αιγιαλούσας, οι οποίοι την προστάτευσαν και την πάντρεψαν με τον παππού Σοφόκλη όταν έμεινε ορφανή και από πατέρα και από μητέρα, προστατεύοντας και την κτηματική της περιουσία, γι` αυτό οι γονείς μου έκτισαν το σπίτι τους στην Αιγιαλούσα. Η Μελάναρκα ήταν το χωριό καταγωγής του παππού Σοφόκλη, που κι αυτός ορφάνεψε από πολύ μικρή ηλικία και τον μεγάλωσαν θείοι και θείες του, προστατεύοντας και τον ίδιο και την περιουσία του. Στη Μελάναρκα έμεναν μόνιμα.
Ο παππούς μου
Κυριάκος Χατζηκυριάκου, ο πατέρας της μητέρας μου, καταγόταν από την Αγία
Τριάδα Αιγιαλούσας, το γένος Χατζηκυριάκου,
από την Ανασσία. Η γιαγιά μου Μαρία, η μητέρα της μητέρας μου, καταγόταν από το
γένος Χατζηφίλιππου, από την Αγία Τριάδα.
Με βάση πηγές, που έχουμε, από την πλευρά του παππού
Σοφόκλη, το Γένος Παπαμιχαήλ, φτάνουμε μέχρι το 1804, με πρόσωπα που γνωρίζουμε,
μέσα από την εθνική τους δράση, μέσα από μαρτυρίες και από πηγές, όπως ο πάππος
Παπαθεόδωρος, που πρόσφερε για τους Εθνικούς Αγώνες πέντε αγγλικές λίρες τότε,
υπέρογκο ποσό και για εκείνη την εποχή
και αντιστοίχως για σήμερα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με κάποια στοιχεία
από τις άλλες γενεές.
Όσα καταγράφω, για την εποχή του 1974, είναι αποτέλεσμα
της μνήμης. Δυστυχώς πέρασε ήδη μισός αιώνας. Πιθανόν να μου διαφεύγουν κάποια
γεγονότα, αυτό λόγο του πανδαμάτωρος χρόνου είναι λογικό συνεπακόλουθο. Το
βέβαιο είναι ότι όλα όσα γράφω είναι πραγματικά γεγονότα.
Εύχομαι και αυτά τα γεγονότα, που γράφω, όπως και πολλά άλλα
στοιχεία εκτοπισμένων του 1974, να τύχουν μελέτης και έρευνας από ειδικούς
ερευνητές.
Ήμουν ακριβώς δέκα ετών τον Ιούλιο του 1974, όταν,
επιεικώς, έγινε το άφρων πραξικόπημα, που έδωσε το επιχείρημα για τη βάρβαρη
τουρκική εισβολή, με όλες τις έως τώρα τραγικές συνέπειες, όπου ουδείς δύναται
να προβλέψει εάν θα πάψουν.
Ο τουρκικός στρατός εισήλθε στην Αιγιαλούσα, παρελαύνοντας,
όπως πράττουν οι εκάστοτε νικητές.
Λίγες ημέρες προτού συμβεί αυτό, είδαμε τα στρατιωτικά
φορτηγά, με τους δικούς μας στρατιώτες, να εγκαταλείπουν την περιοχή.
Εδώ πρέπει να τονίσω ότι το σπίτι μου βρίσκεται εντελώς
στην είσοδο της Αιγιαλούσας, στην αριστερή μεριά, ερχόμενοι από την Αμμόχωστο.
Απ` ότι με πληροφορούν, οι λεμονιές στην είσοδο του
σπιτιού το σκεπάζουν ακόμα. Έφτιαξαν, πάνω από το σπίτι μας και άλλο χώρο. Στο
κολλητό μας οικόπεδο, δίπλα από το σπίτι μας, οι άγνωστες συνέπειες της ντροπής
αυτών που ισχυρίζονται ότι προασπίζουν δίκαια, ανθρώπων, Οργανισμών, Θεσμών,
έκτισαν μεζονέτες.
Μέσα από την ανάπτυξη των προσωπικών μου βιωμάτων,
αναδεικνύονται τρεις βασικές διαστάσεις αυτού του χρονικού διαστήματος. Οι
τρεις αυτές διαστάσεις είναι: η στρατιωτική, η πολιτικοοικονομική, η ανθρώπινη.
Μετά από ελάχιστες ημέρες, πιθανώς μετά από μία δύο
ημέρες (σημειώνω ότι ο ακριβής χρόνος γεγονότων, δυστυχώς, είναι από τα
στοιχεία που η μνήμη έχει αφαιρέσει, με μεγάφωνα, μας κάλεσαν να συγκεντρωθούμε
στο προαύλιο της Εκκλησίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Εύχομαι άλλοι, που υπήρξαν
εγκλωβισμένοι στην Αιγιαλούσα, σε κοινότητες της Καρπασίας και αργότερα
εκτοπισμένοι να έχουν καταγράψει τα
γεγονότα αυτά και άλλα εντός του ακριβούς χρόνου.
Οι Τούρκοι στρατιώτες, που κατέκλεισαν από παντού την
Αιγιαλούσα, μας έβγαζαν από τα σπίτια, ελέγχοντας παντού μήπως υπήρχαν
κρυμμένοι Έλληνες Κύπριοι στρατιώτες είτε υπήρχε κάπου κρυμμένος οπλισμός.
Σημειώνω, επίσης, ότι αμέσως με την άφιξή τους και τον έλεγχο της Κοινότητας, ο
Στρατιωτικός Διοικητής έδωσε αυστηρή εντολή όσοι είχαν είτε όποια όπλα είτε
κυνηγετικά να τα παραδώσουν, ανάμεσα στους άλλους συγχωριανούς, παρέδωσε το
κυνηγετικό του όπλο και ο πατέρας μου, το οποίο ήταν Beretta, αργότερα στην
προσφυγιά αγόρασε άλλο και πάλι Beretta.
Μπορώ να αναφέρω ότι, τόσο κατά τη διάρκεια της πορείας
μας προς τη συγκέντρωση όσο και στην επιστροφή στα σπίτια με τη λήξη της συγκέντρωσης,
δε θυμάμαι, τουλάχιστο στη δική μας πορεία, να άσκησαν βία.
Μόλις απομακρυνθήκαμε από τα σπίτια μας, η νύμφη μας η Λοΐζα
Α. Παναγή, έκλαιγε απαρηγόρητα, επειδή λόγω της άσχημης ψυχολογικής πίεσης (ο
σύζυγός της, ο εξάδελφός μου ο μακαρίτης ο Ανδρέας, ήταν, λόγω στρατιωτικής
θητείας, ως έφεδρος, στις ελεύθερες περιοχές, λίγο αργότερα με τη διευθέτηση
που έγινε, επέστρεψε), δεν πήρε την κόρη της Δέσποινα, που ήταν βρέφος στην
κούνια. Το είπαν στους στρατιώτες και ένας Τούρκος αξιωματικός (σημειώνω ότι
απ` ότι παρατηρούσαμε οι Τούρκοι αξιωματικοί γνώριζαν καλύτερα την ελληνική
γλώσσα από ότι τη μιλούν και την γράφουν πολλοί Έλληνες, όπως και όλοι οι
Τούρκοι Κύπριοι αυτό σημαίνει πολλά), συνόδευσε τις θείες Αικατερίνη και Ελένη
(Λένα) μέχρι το σπίτι, πήραν το βρέφος και επέστρεψαν στην ροή και στην πορεία.
Όταν συγκεντρωθήκαμε στο προαύλιο της Εκκλησίας του
Μιχαήλ Αρχαγγέλου, μίλησε ο Τούρκος Στρατιωτικός Διοικητής. Μεταξύ άλλων που
ανέφερε και δεν τα θυμάμαι, υποσχέθηκε ότι τίποτα δε θα αλλάξει στη ζωή μας. Θα
συνεχίσουμε άφοβα και απρόσκοπτα.
Τη στιγμή της συγκέντρωσης, θυμάμαι, θεωρώ ότι είμαι
σωστός, χώρισαν τους ηλικιωμένους, τα γυναικόπεδα. Τους νεαρούς από δεκαέξι
ετών περίπου και άνω, όπως και τους άντρες, τους ανέβασαν στα στρατιωτικά
φορτηγά και τους πήραν αιχμαλώτους. Τους Αγνοουμένους μας, κάποιους τους πήραν
πριν το γεγονός αυτό, κάποιους μετά. Θρηνούμε
ως Γιαλουσίτες για τα παλληκάρια μας, συνολικά, όπως και για όλα μας τα
παλληκάρια, διαχρονικά.
Τιμής ένεκεν καταγράφω τα ονόματά τους, εις μνημόσυνο
αιώνιο:
ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ Ε.Ο.Κ.Α.: Σταύρος Στυλιανίδης.
ΠΕΣΟΝΤΕΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ 1974:
Ανθυπολοχαγός Καταδρομών Βασίλειος Σιαμπτάνης.
Λοχίας Πεζικού Πέτρος Χαραλαμπούδης.
Λοχίας Πεζικού Γεώργιος Ράφτης.
Στρατιώτης Πεζικού Λεωνίδας Λεωνίδου.
Έφεδρος Στρατιώτης Πεζικού Κώστας Σάββα Γιάγκου.
Έφεδρος Στρατιώτης Πεζικού Γιαννάκης Λιασή.
ΕΚΤΕΛΕΣΘΕΝΤΕΣ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ 1974:
Μιχαήλ Παράσχος.
Οδυσσέας Ηλία.
Πανίκκος Κεμέκκης.
Παύλος Χατζηδημήτρη.
Πιερή Αδάμος.
Σάββας Χατζηπαντελή.
Στυλιανός Σαββίδη.
Χρήστος Κοσμά.
Χρήστος Χατζηνικολάου.
ΠΕΣΟΝΤΕΣ ΕΝ ΩΡΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ:
Αρχιπλοίαρχος Ανδρέας Ιωαννίδης.
Πλοίαρχος Λάμπρου Λάμπρος.
Στρατιώτης Πεζικού Κυριάκος Ζαχαρίου.
Στρατιώτης Πεζικού Νικολάου Ορφανίδης.
Λώρης Αργυρού.
ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΙ:
Γιαννάκης Χαραλαμπούδης.
Κουμής Καραγιώργης.
Τονίζω ότι ενώ γινόταν η πάρα πάνω περιγραφόμενη διαδικασία, στον Περίβολο της Εκκλησίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, έφτασαν στον χώρο τα Ηνωμένα Έθνη. Τώρα αν πέτυχαν κάτι για εμάς, ας μου επιτραπεί να διατηρώ τις αμφιβολίες μου. Γι` αυτό που γράφω, τεκμηρίωση είναι οι μερικές δεκάδες των εναπομεινάντων εγκλωβισμένων στην Αιγιαλούσα και στο Ριζοκάρπασο σε σύγκριση με τις είκοσι χιλιάδες και άνω των αρχικώς εγκλωβισμένων, φυσικά μέσα και από άλλα εις βάρος μας γεγονότα έως σήμερα και τίποτα υπέρ μας.
Θέλω στο σημείο αυτό, προτού προχωρήσω να αναφέρω το εξής
προ ηγηθέν γεγονός: Όταν ο Ελληνικός Κυπριακός Στρατός νίκησε στις μάχες στην
Τουρκοκυπριακή Κοινότητα ( φυσικά οι πρόγονοί τους είναι Έλληνες από την Οθωμανική σκλαβιά που
εξισλαμίσθηκαν), Άγιος Συμεών, ένας αριθμός Τούρκων κυπρίων συνελήφθησαν
αιχμάλωτοι. Ο στρατός μας τους έκλεισε, ως αιχμαλώτους, στον Αστυνομικό Σταθμό
της Αιγιαλούσας.
Ο πατέρας μου συνήθιζε να πηγαίνει στα καφενεία, όπως οι
περισσότεροι, Σάββατο απόγευμα και Κυριακή μετά την Εκκλησία ή/και Κυριακή
απόγευμα. Όταν πλησίασε, παρατήρησε ότι μπροστά από τις αποθήκες του μακαρίτη
του Λαδά, ένας «μάγκας», δηλαδή που έκανε τον ψευτοπαλληκαρά, κρατώντας όπλο
(γνωρίζω το όνομά του, όπως και άλλοι συγχωριανοί, όπως και κάποιων άλλων) φύλαγε
να μην πλησιάσει κανείς τους αιχμαλώτους.
Πήγε, ο πατέρας μου, αμέσως στον φίλο του τον Αρεστή
Χατζηπαντελή, του Κάμπη, όπως είναι γνωστός, που είχε το κατάστημά του εκεί στο
κέντρο της Αιγιαλούσας. Τον ρώτησε τι γίνεται και αυτός του είπε ότι ο τύπος
που περιέγραψα δεν αφήνει κανένα να πλησιάσει στους Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους.
Σημαντικό γεγονός είναι ότι ο πατέρας και η μητέρα μου
είχαν υπογράψει το Ενωτικό Ψήφισμα, τις βεβαιώσεις τις έχω ως Τιμή για εμένα
και για τις επερχόμενες γενεές φυλαγμένες. Επίσης, ο πατέρας μου, ήταν
στέλεχος, με μυστικές δράσεις, όπως να συνετίζουν αντιφρονούντες προς την
Ε.Ο.Κ.Α και να ελέγχουν ποιοι κελαηδούσαν και άλλα, στην Π.Ε.Κ.Α.. Δυστυχώς
τηρώντας τον Κώδικα Σιωπής, πολλές από τις δράσεις δεν μου τις είπε.
Επιστρέφω στο συγκεκριμένο συμβάν, αμέσως ο πατέρας μου
είπε στον φίλο του Αρεστή και αυτός του γέμισε δύο τσάντες, χωρίς να πληρωθεί,
για να τις πάρει στους Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους, που περιείχαν τσιγάρα,
κονσέρβες, Κόλα, της εποχής.
Ο Αρεστής φοβόταν την αντίδραση του εν λόγω φύλακα και το
εξέφρασε στον πατέρα μου, λέγοντάς του για τον ηλίθιο που έλεγχε: «Νικόλα
πρόσεχε είναι επικίνδυνος».
Ο πατέρας μου παίρνοντας τις τσάντες, προχώρησε. Τότε
αυτός του φώναξε επιτακτικά: «Ρε Κκόλα που πάεις;». Ο πατέρας μου προχώρησε.
Τότε του ξαναφώναξε: «Αν προχωρήσεις εννά σε πέξω» ( δηλαδή θα σε πυροβολήσω).
Τότε ο πατέρας μου, ενώ χαρακτηριζόταν για την ηρεμία του, γύρισε, τον κοίταξε
εξοργισμένος και τον διέταξε: «Λάμνε ρε που δαχαμέ», δηλαδή φύγε από εδώ. Ο
τύπος δεν έκανε τίποτα άλλο. Ο πατέρας μου, με τις τσάντες στα χέρια, πήγε
στους Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους. Αυτοί ανήσυχοι για τις ζωές τους, του είπαν,
σχεδόν βέβαιοι: «Εννά μας σκοτώσετε έννε; Ο πατέρας μου τους απάντησε: «Τρίχα
που τες τζεφαλές σας εν θα ππέσει».
Επέστρεψε στον φίλο του τον Αρεστή, ο οποίος ήταν
έκπληκτος για την πορεία των πραγμάτων. Του είπε να παίρνει στους
Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους ό,τι χρειάζονται και να του τα χρεώνει, επειδή λόγω
των γεωργικών του εργασιών, δεν μπορούσε να πηγαίνει συχνά, παρά μόνο τα
Σαββατοκύριακα. Όμως ο Αρεστής, λεβέντης, δεν το δέχτηκε. Τους έπαιρνε πια
αυτός, ανεμπόδιστος, με δικό του κόστος.
Αυτό γινόταν, φυσικά, για ελάχιστες ημέρες, αφού γρήγορα
ακολούθησαν τα γεγονότα που ήδη προανέφερα.
Τους Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους τους ελευθέρωσαν έγκαιρα,
οι δικοί μας, χωρίς να τους συμβεί κανένα κακό. Αυτό το γεγονός ίσως έσωσε τους
Γιαλουσίτες από χειρότερα τραγικά.
Τεκμηριώνω το πάρα πάνω συμβάν συνεχίζοντας. Προτού
εισέλθουν τα τουρκικά στρατεύματα στην Αιγιαλούσα, υπήρξε η πληροφορία ότι ο
Τούρκος στρατιωτικός διοικητής, σταμάτησε στο τουρκοκυπριακό καφενείο της τότε
μεικτής Κοινότητας Άγιος Ανδρόνικος, εκεί πληροφορήθηκε ότι στην περιοχή αυτή
δεν κτυπήθηκε, δε βασανίστηκε, δε δολοφονήθηκε κανένας Τουρκοκύπριος. Οι
Τουρκοκύπριοι της Κοινότητας αυτής, προς τιμή τους, τον κάλεσαν να μας
προστατεύσει, λόγω των άριστων φιλικών ανθρώπινων σχέσεων, αναφέροντάς του
γεγονότα.
Όταν πέρασαν κάποιες ημέρες, από το γεγονός της συγκέντρωσης στον περίβολο της Εκκλησίας του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, ο Τούρκος Στρατιωτικός Διοικητής, αναζήτησε, ένα πρωί τον Αρεστή. Αναφέρω ότι αυτός ο άνδρας έχαιρε σημαντικής εκτιμήσεως, λόγω της ανθρωπιάς, της ηρεμίας, της εξυπνάδας του. Ήταν, επίσης, ως επιχειρηματίας, σημαντικός οικονομικός παράγοντας. Ο Τούρκος Στρατιωτικός Διοικητής, δεν τον βρήκε σε καφενείο. Κάποιοι χωριανοί του εξήγησαν που ήταν το σπίτι του, φυσικά δεν υπήρχαν τηλέφωνα, για επικοινωνία, πήγε με το στρατιωτικό του όχημα. Όταν κτύπησε την πόρτα, άνοιξε η σύζυγος του Αρεστή. Αυτή μόλις είδε τον Τούρκο αξιωματικό έκλαιγε, πιστεύοντας ότι δε θα ξαναδεί τον σύζυγό της. Ο Τούρκος διοικητής την καθησύχασε. Ο Αρεστής εισήλθε στο στρατιωτικό όχημα.
Πήγαν σ΄ ένα καφενείο στο κέντρο της Κοινότητας. Εκεί
μίλησαν, αυτά τα αναφέρω, όπως μου τα διηγούνταν ο πατέρας μου, αφού ο φίλος
του ο Αρεστής τον ενημέρωσε, όπως και άλλους, φυσικά, συγχωριανούς.
Ο διάλογος, μεταξύ άλλων, περιλάμβανε περίπου τα εξής:
-
Γιατί βοηθήσατε τους Τουρκοκύπριους
αιχμαλώτους;
-
Διότι μαζί περνούσαμε ως αδελφικοί φίλοι,
δεν είχαμε διαφορές.
-
Μήπως διότι σου πουλούσαν καπνά και Βιρτζίνια;
-
Όχι, είναι γνωστό και ρωτήστε τους, ότι
τα καπνά και τα Βιρτζίνια τα πουλούσαν, από τη λειτουργία του και μετά στο
εργοστάσιο της ΣΟΚ.
-
Τότε για ποιους λόγους; Μήπως γιατί
φοβόσασταν την εκδίκηση;
-
Όχι, διότι κανείς δε γνωρίζει την πορεία
και το τέλος ενός πολέμου. Όμως, αφού επιμένεις θα σου πω, επειδή πιστεύω ότι και
η Τουρκία και η Ελλάδα θα φύγουν και θα ζήσουμε όπως πρώτα. (Αυτή η απάντηση
δηλώνει την αγνότητα του ανδρός αυτού).
-
Τι καλό θέλεις να κάνω στη Γιαλούσα;
-
Γνωρίζουμε ότι είναι στρατός,
παρακαλούμε να μην κλέβουν, να μη φοβίζουν τον κόσμο, να συνεχίσουμε τις
δουλειές μας με ασφάλεια, να μην ατιμάσουν γυναίκες.
-
Σου υπόσχομαι ότι αυτά θα γίνουν.
Ο Τούρκος Στρατιωτικός Διοικητής,
έδωσε, εκείνο το χρονικό διάστημα εντολή, για λόγους ασφάλειας και ελέγχου,
όσοι θα πήγαιναν στα κτήματά τους, να βγάζουν άδειες.
Ο πατέρας μου, επειδή για μεγάλο
χρονικό διάστημα υπέφερε από πέτρες στον νεφρό, πέρασε το Καλοκαίρι και δεν
πήγε στα κτήματά μας, στον Κάμπο της Μελάναρκας (Κολύμπα, Πρασινοθήλια, Λιθάρκα),
που τα είχαν οι γονείς μου φυτεμένα με όλα τα καλοκαιρινά είδη ζαρζαβατικών, στην
Κολύμπα: ντομάτες, πιπέρια, μελιτζάνες, μπάμιες, λουβιά, καρπουζιές, πεπονιές, στα
Πρασινοθήλια: σιταροπούλες, στα Λιθάρια: Κολοκάσια, συκές.
Όταν μπόρεσε πήρε άδεια, και
πήγε, νομίζω ήταν στις αρχές του Οκτωβρίου του 1974.
Φτάνοντας στην Κολύμπα,
παρατήρησε ότι το χωράφι μας ήταν απείραχτο, γεμάτο από όλα αυτά που ήδη
περιέγραψα. Στο διπλανό κτήμα-τα δύο κτήματα τα χωρίζει μέχρι σήμερα ο δρόμος
προς τα Λιθάρια, ανήκει σε Τουρκοκύπριους από τον Άγιο Συμεών (απογόνους,
δηλαδή, εξισλαμισμένων Ελλήνων Κυπρίων, από την εποχή της Οθωμανοκρατίας, όπως
και όλοι οι κάτοικοι των λεγόμενων τουρκοκυπριακών Κοινοτήτων).
Προτού προχωρήσω, πρέπει να
πληροφορήσω, ότι στα σπίτια των παππούδων και των γιαγιάδων μου, Σοφόκλη
Παπαμιχαήλ και Μαρίας Οικονόμου Παπαμιχαήλ στην Μελάναρκα και Κυριάκου
Χατζήκυριάκου και Μαρίας Χατζηφίλιππου Χατζηκυριάκου στην Ανασσία της Αγίας
Τριάδας, συχνά φιλοξενούνταν οικογένειες και μέλη οικογενειών Τουρκοκυπρίων,
κάποιοι από τους οποίους εργάζονταν στα κτήματα των προγόνων μου, τα οποία
είναι σήμερα δικά μας, ως οι φυσικοί κληρονόμοι και ουδείς δύναται να μας τα
πάρει, ούτε με πολέμους ούτε με κτίσματα, αφού αυτά είναι φθαρτά, αυτό που
είναι διαχρονικό είναι οι γενεές και η γη. Επίσης, όταν, νομίζω γύρω στο 1960,
ο πατέρας μου πληροφορήθηκε ότι κάποιοι Έλληνες Κύπριοι, όμως ανεγκέφαλοι, οργάνωναν
να κάψουν τα σπίτια των ελάχιστων οικογενειών Τούρκων Κυπρίων που ζούσαν
αρμονικά με τους Έλληνες Κυπρίους στην Μελάναρκα, το σταμάτησε. Πώς; Δεν γνωρίζω.
Αυτό το γνωρίζω από τον κατά πολύ μεγαλύτερό μου στην ηλικία εξάδελφο, τον μακαρίτη
Διονύση Μιχαήλ, που ήταν κι αυτός μέλος της ΕΟΚΑ.
Δυστυχώς, όμως, λίγα χρόνια μετά
δεν είχε την πληροφόρηση, όπως και κανένας άλλος νουνεχής, οπότε οι ανεγκέφαλοι
έδρασαν, καίγοντας τα σπίτια των Τούρκων Κυπρίων, οι οποίοι πλέον
εγκαταστάθηκαν στον Άγιο Συμεών.
Επανέρχομαι στη σκηνή στα
κτήματα. Τα ζώα, κατσίκες, πρόβατα, τα πρόσεχαν νεαροί Τούρκοι Κύπριοι. Όταν
τους πλησίασε ο πατέρας μου, τους καλημέρισε. Αυτοί τον χαιρέτησαν. Τότε
ακολούθησε ο πάρα κάτω διάλογος:
-
Γιατί δε βάζετε τα ζώα να φάνε και σε
αυτό το χωράφι;
-
Μας είπαν οι χωριανοί αυτά τα χωράφια να
μην τα πειράξουμε.
-
Γιατί;
-
Εν του Κκόλα, του γιου του Σοφόκλη και
της Μαρίας της Αρφανής (έτσι ήταν γνωστή η γιαγιά μου, διότι όντως ορφάνεψε και
από τους δύο γονείς, όπως και ο παππούς μου, σε παιδική ηλικία. Τους μεγάλωσαν
οι θείοι τους και σε ηλικία δεκατεσσάρων τον παππού και δεκατριών την γιαγιά
τους πάντρεψαν, τους προστάτευαν και τους μεταβίβασαν το σύνολο των περιουσιών
τους στο ακέραιο, που δεν ήταν ευκαταφρόνητες. Η γιαγιά μου κατάγεται από την
Αιγιαλούσα από το Γένος Οικονόμων. Χρησιμοποιώ τον Ενεστώτα διότι όσοι
γεννιούνται εξακολουθούν να υπάρχουν, αφού οι ψυχές ζουν). Σε ηλικία δεκαπέντε
και δεκατεσσάρων ετών είχαν τον πρώτο τους γιο τον Μιχαήλ.
-
Για τούτον εν ταΐζουμε από το χωράφι
του.
-
Εγιώ είμαι, να πείτε τους φίλους μου
σιερετίσματα τζαι να κόφκετε.
Δεν έκοβαν τίποτα. Οι γονείς μου
τα έκοβαν, τα πουλούσαν, οπότε μαζί με την πώληση των καπνών και των βιρτζινιών,
μάζεψαν αρκετά λεφτά, τα οποία αργότερα τους χρησίμεψαν στην προσφυγιά, ως
εκτοπισμένους, χωρίς καμία οικονομική στήριξη, εκτός από σπίτι, παρόλο που από
κράτη και από Έλληνες και από Έλληνες Κυπρίους στάλθηκαν εκατομμύρια για τους
πρόσφυγες εκτοπισμένους της Κύπρου. Ποιος θα μας πει που κατέληγαν όλα εκείνα
τα ποσά; Φυσικά ενδείξεις, υποθέσεις, φήμες, υπάρχουν.
Τον Οκτώβριο ή τον Νοέμβριο του
1976, αποφάσισαν, ο πατέρας μου ο Νικόλας, ο θείος ο Πέτρος, ο θείος ο Παναής,
ο γιος του Ανδρέας, με τη βοήθεια των δύο μικρών τότε στην ηλικία του
υποφαινόμενου και του εξάδελφού μου του Σοφόκλη, και πήραν για να τις
προστατέψουν τις εικόνες και τα Ιερά Σκεύη, από την Εκκλησία του Αγίου
Πολυχρονίου στην Μελάναρκα, την οποία Εκκλησία την έκτισαν οι Πρόγονοί μας
Μελαναρκήτες στο σύνολό τους. Σημειώνω ότι ήδη έως εκείνη τη στιγμή που
φυγαδεύσαμε τις εικόνες και τα ιερά σκεύη, είχαν βάρβαροι σπάσει την πόρτα της Εκκλησίας,
είχαν καταστρέψει το τέμπλο και πολλές εικόνες. Λέρωσαν τον Ιερό ναό και με
περιττώματα ανθρώπων. Εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός ότι οι Συγχωριανοί, λόγω φόβου
έφυγαν και κατέφυγαν ως εκτοπισμένοι στην Ελεύθερη Κύπρο. Στην Μελάναρκα
παρέμειναν μόνο οι δύο Οικογένειες του θείου Πέτρου, με τη σύζυγό του τη θεία
Σοφία, με τα παιδιά τους Μαρία, Σοφόκλη, Ιωάννα και του θείου Παναγή με τη
σύζυγό του θεία Δέσποινα. Οι δύο αυτές οικογένειες δέχονταν έντονη πίεση να
εγκαταλείψουν την Κοινότητά τους, αφού τις νύκτες τους έριχναν πέτρες στις
πόρτες και στα σπίτια.
Οι μεγαλύτεροι οργάνωσαν το
σχέδιο. Ένα πρωί συγκεντρωθήκαμε όλοι και ο κατά ένα έτος μεγαλύτερος από
εμένα, εξάδελφός μου ο Σοφόκλης, ο γιος του θείου Πέτρου.
Πήραμε, από την Εκκλησία του
Αγίου Πολυχρονίου σαράντα δύο εικόνες, διαφόρων διαστάσεων, μεταξύ των οποίων
του Ιησού Χριστού, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ιησού Χριστού, της Παναγίας,
Παναγία η Οδηγήτρια, Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, του Αγίου Πολυχρονίου, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ,
Αγία Αικατερίνη, Αγία Φωτού, Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, Άγιος Παντελεήμων, Άγιος
Ονούφριος, Άγιος Νεόφυτος, Απόστολος Θωμάς, Απόστολος Ανδρέας, Αγία Θέκλη,
Άγιος Τρύφων, Άγιος Βλάσιος, Άγιος Ανδρόνικος, Αγία Αθανασία και άλλες,
συνολικώς σαράντα δύο, εκτός από τα Ιερά Σκεύη. Επίσης, πήραμε τα Ιερά Σκεύη,
τα οποία βρίσκονται στο Εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας στο Παραλίμνι, όπως είναι
τα Εξαπτέρυγα, το Δισκοπότηρο, το Ευαγγέλιο. Οι Εικόνες βρίσκονται στην
Εκκλησία των Αγίων Αναργύρων στον Ομώνυμο Συνοικισμό στη Λάρνακα. Τόσο οι
Εικόνες όσο και τα Ιερά Σκεύη είναι όλα καταγεγραμμένα και σφραγισμένα με τη
Σφραγίδα του Σωματείου μας: «Άγιος Πολυχρόνιος Μελάναρκας».
Τις Εικόνες και τα Ιερά Σκεύη τα μεταφέραμε χέρι με χέρι στο σπίτι του θείου μου Πέτρου στη Μελάναρκα. Αργότερα τις μοιράστηκαν οι τέσσερεις οικογένειες, ως τέσσερα διαφορετικά σπίτια, για να είναι πιο εύκολη η μεταφορά τους στις ελεύθερες περιοχές. Ήταν πλέον εμφανές από τις κινήσεις των κατακτητών και από τις πιέσεις ότι ήταν ζήτημα πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος η εκδίωξή μας, όπως κι έγινε.
Τις Εικόνες και τα Ιερά Σκεύη τα τοποθέτησαν σε σεντούκια και σε ξύλινες κάσες. Τα τύλιξαν με σεντόνια για λόγους προστασίας από φθορά και για λόγους ήχου, ώστε να μην κάνουν θόρυβο στη μεταφορά. Τις έβαλαν με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην έχουν υπερβολικό βάρος. Μας επέτρεψαν, ως εγκλωβισμένοι να μεταφέρουμε τα έπιπλά μας, οικογενειακά αντικείμενα και κειμήλια. Αυτός ήταν ο λόγος που μπορέσαμε και τα μεταφέραμε, σώζοντάς τα. Εξαίρεση, φυσικά, αποτέλεσαν τα κυνηγετικά όπλα. Ο Τούρκος Διοικητής από τις πρώτες ημέρες του εγκλωβισμού έδωσε εντολή όλοι οι κυνηγοί να παραδώσουν τα κυνηγετικά τους όπλα, αλλιώς το αντίθετο ήταν έγκλημα.
Οι Τούρκοι Κύπριοι, που μας
φόρτωναν τα έπιπλα την ημέρα της εκδίωξης, στα φορτηγά, απορούσαν για το βάρος
στα σεντούκια και στις κάσες. Οι γυναίκες, θλιμμένες, τους έλεγαν ότι έχουν
μέσα τα γυάλινα σκεύη, τις μαγείρισσες. Ο Άγιος Πολυχρόνιος θέλησε οι Εικόνες
να προστατευτούν.
Την ημέρα που παίρναμε τις Εικόνες
και τα Ιερά Σκεύη από την Εκκλησία του Αγίου Πολυχρονίου, πέρασε από τον δρόμο
τουρκικό στρατιωτικό λαντρόβερ και ακολουθούσε τουρκικό στρατιωτικό φορτηγό,
ελάττωσε κάπως την ταχύτητά του αλλά συνέχισε, δεν σταμάτησε, παρόλο ότι μας
είδε. Ήταν ο Τούρκος Στρατιωτικός Διοικητής που έκανε έλεγχο στην περιοχή
εκείνη. Το ίδιο βράδυ του είχε τραπέζι ο μακαρίτης ο Ζάρτηλος, συγχωριανός και
φίλος με τον πατέρα μου. Όπως μιλούσαν έγινε ο ακόλουθος διάλογος:
-
Αύριο το πρωί θα πάω στη Μελάναρκα να
συλλάβω τους δικούς σας.
-
Γιατί; ( Ο Ζάρτηλος κατάλαβε για ποιους
μιλούσε).
-
Σήμερα τους είδα που έκλεβαν τις Εικόνες
από την Εκκλησία.
-
Για όνομα του Θεού, μεν κάμεις έτσι
πράμα.
-
Γιατί; Είναι κλέφτες.
-
Όχι, πήραν τις Εικόνες για να μην τις
καταστρέψουν όλες οι δικοί σας. Πήγαινε στην Εκκλησία να δεις τι έκαναν και του
τα περιέγραψε, σπασμένη πόρτα κατεστραμμένα παράθυρα, το τέμπλο κατεστραμμένο
και σπασμένο, Εικόνες σπασμένες, η Αγία Τράπεζα διαλυμένη, παντού περιττώματα
ανθρώπων και ζώων. Οι γονείς και οι παππούδες των Μελαναρκητών έκτισαν την
Εκκλησία. Αν το κάμεις αυτό το κακό θα έχεις μεγάλο κρίμα στον λαιμό σου.
-
Όταν είναι έτσι δε θα τους κάνω τίποτα.
Φαίνεται ήταν Θεοσεβής. Σίγουρα έβαλε, όπως λέμε το χέρι του και ο Άγιος
Πολυχρόνιος. Μετά από τόσα χρόνια και με εμπειρίες αυτό είναι βέβαιο, δεν
εξηγούνται διαφορετικά, με όποια λογική αυτά τα γεγονότα.
Την επόμενη ημέρα ο φίλος του
πατέρα μου, ο Ζάρτηλος τον ενημέρωσε. Ο πατέρας μου δεν είπε σε κανένα τίποτα
γι` αυτό το γεγονός. Το είπε μόνο όταν είμασταν πλέον ασφαλείς στις ελεύθερες
περιοχές, για τον ευνόητο λόγο, να μην προκαλέσει άγχος και φοβίες στους άλλους.
Η Αιγιαλούσα κρίθηκε από την
Τουρκική Στρατιωτική Διοίκηση της Κύπρου ότι ήταν το μέρος που έπρεπε να
κατοικήσουν οι ήρωες γι` αυτούς, Τούρκοι της Κοινότητας Κοκκίνων. Είναι η
γνωστή μέθοδος μεταφοράς πληθυσμών, ώστε να υποχρεώνονται και με αυτή την πίεση
να εγκαταλείπουν τις περιοχές τους, οι κατακτημένοι και με την πάροδο του
χρόνου, να θεωρούνται τουρκικά μέρη. Όταν μετέφεραν, οι Κατακτητές, τους
Τούρκους Κύπριους, από την Τουρκοκυπριακή Κοινότητα Κόκκινα-ως γνωστό, η περιοχή
αυτή ήταν και παραμένει στρατηγικής σημασίας-ένα πρωί, ένας τότε ηλικιωμένος
Τούρκος Κύπριος από τα Κόκκινα έκανε γύρο στο σπίτι και στη γη μας. Η μητέρα
μου τον είδε πρώτη, βγήκε έξω, εξοργισμένη και τον εξύβρισε. Ο πατέρας μου άκουσε, ήταν κάτω στα ζώα. Αμέσως ανέβηκε
πάνω, με ψυχραιμία του ζήτησε συγνώμη. Αυτός, ηλικιωμένος, έμπειρος της ζωής,
καλό γάλα βυζαγμένος, όπως έλεγαν οι μακαρίτες οι γονείς μου, απάντησε στον
πατέρα μου: «Με φοβάσαι Νικόλα, καταλαβαίνω τον πόνο της Δέσποινας. Ούτε εγώ
ήθελα να φύγω από τα Κόκκινα, από το χωριό μου. Ήμουν κι εγώ πλούσιος έσσω μου,
όι όπως εσείς αλλά ήμουν. Ο πόλεμος τζαι τούτοι που μας τα κάμαν ( ονόμασε, δεν
είναι της στιγμής να γράψω γνωστά ονόματα και από τις δύο πλευρές ) φταίουν.
Μακάρι να με γινεί άλλο κακό».
Ο πατέρας μου τον κάλεσε στο
σπίτι, η μητέρα μου τον κέρασε. Αναπτύχθηκε αναμεταξύ τους η αλληλοκατανόηση,
δυστυχώς κράτησε ελάχιστες ημέρες, αφού μας εξεδίωξαν.
Δε θυμάμαι ημερομηνία ούτε το
πως, ελπίζω αυτά τα στοιχεία να τα έχουν ο Κοινοτάρχης και το Κοινοτικό Συμβούλιο, όπως
και άλλοι συγχωριανοί, η Τουρκική Στρατιωτική Διοίκηση κάλεσε τις οικογένειες,
νομίζω πριν την έλευση των Τούρκων Κυπρίων στην Κοινότητα από τα Κόκκινα, να
συμπληρώσουν έντυπα, με αίτημα την υποτίθεται εθελοντική τους επιθυμία για
εγκατάλειψη της Αιγιαλούσας και για εγκατάστασή τους στις ελεύθερες περιοχές
της Κύπρου. Να μη ξεχνάμε ότι έως εκείνη τη στιγμή υπήρχαν χιλιάδες εγκλωβισμένη
στην Αιγιαλούσα, στον Άγιο Ανδρόνικο αρκετοί, στην Αγία Τριάδα, στο Ριζοκάρπασο
και αλλού. Η εκδίωξή μας από την Αιγιαλούσα και η εγκατάσταση Τούρκων Κυπρίων
και πληθυσμών από την Τουρκία, σήμαινε την αισθητή μείωση των Ελλήνων Κυπρίων
στις Κοινότητες αυτές της Καρπασίας, στην αύξηση του αισθήματος του φόβου και
της ανασφάλειας με συνέπειες, όπως κι έγινε τη φυγή και άλλων οικογενειών από
τις γύρω Κοινότητες, αυτό σήμανε τη σημερινή τραγική κατάσταση των μερικών
δεκάδων στην Αγία Τριάδα και στο Ριζοκάρπασο, με ημερομηνία λήξεως και ας μη
μας λένε για επανεγκαταστάσεις, διότι αυτά είναι παραμυθιάσματα που γελούν και
τα μικρά παιδάκια.
Αρχικά, ενώπιον αυτής της εντολής
της εγκατάλειψης, δήθεν της εθελοντικής, υπήρξε σθεναρή αντίσταση και αντίδραση.
Όμως οι Κατακτητές απείλησαν, έτσι οι οικογενειάρχες υποχρεώθηκαν να
συμπληρώσουν τα έντυπα της εκδίωξης και του εκτοπισμού. Δείγματα αυτών των
εντύπων υπάρχουν, όμως, δεν έχει επισήμως ανακοινωθεί, έως αυτή τη στιγμή, κατά
πόσο τα αξιοποίησε και πόσο ποιοτικώς έτυχε το τραγικό αυτό γεγονός αναφοράς
και επιμονής από τους εκάστοτε διαπραγματευτές και Κυβερνήσεις της Κυπριακής
Δημοκρατίας και του Ελλαδικού Κράτους, αφού ποτέ δεν είδα κάτι τέτοιο γραμμένο
στον τύπο είτε ως ανακοινωθέν, κάτι αντίστοιχο δυστυχώς συμβαίνει και με τη
Συμφωνία της Τρίτης Βιέννης για την Καρπασία, πλην του Μακαρίτη Γλαύκου
Κληρίδη, ουδείς άλλος μίλησε ή επέμεινε, μάλλον ούτε καν αναφορά ως επίσημο
κυβερνητικό ανακοινωθέν δεν έγινε, εύχομαι και για τα δύο να έχω λάθος. Συνεπώς
με αυτή τη μέθοδο έκλεισε ο κύκλος των χιλιάδων εγκλωβισμένων και άρχισε ο
κύκλος των δεκάδων εγκλωβισμένων, με ημερομηνία λήξεως, όπως ήδη τόνισα. Φυσικά,
στις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ισχύει το αντίθετο, δηλαδή
ισχύει η προοδευτική αύξηση του αριθμού των Τούρκων Κυπρίων, οι οποίοι παίρνουν
πίσω τις περιουσίες τους, εγκαθίστανται σε αυτές είτε ένας αριθμός τις πουλά,
ενώ οι πρόσφυγες εκτοπισμένοι γίνονται και πάλι πρόσφυγες εκτοπισμένοι από το
δικό τους το Κράτος, τραγική ειρωνεία. Υπήρξαν, πιθανώς, γι` αυτό
το θέμα αποφάσεις που οδήγησαν εδώ σε αυτές τις συνέπειες και βέβαια οι
επιδερμικές πολιτικές δικαιολογίες στην εποχή των πολλαπλών και άμεσων γνώσεων
και πληροφοριών δεν ευσταθούν, μάλλον ούτε ως αστείο, όπως και πολλές άλλες
δικαιολογίες που αφορούν περιουσίες που έχουν δοθεί σε πρόσφυγες εκτοπισμένους,
τις οποίες χάνουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους για διάφορους ευτελείς και
λογικώς μη ευσταθούντες λόγους.
Φεύγαμε με τη σειρά, η οικογένεια
και η γειτονιά μου, φύγαμε στις 24/12/1976, μεταφέροντας, όπως ήδη έγραψα, τα
οικογενειακά έπιπλα και κειμήλια, όσα ήταν δυνατό να μεταφερθούν. Οι Τούρκοι
Κύπριοι μας φόρτωναν τα πράγματα στα φορτηγά με ιδιαίτερη προσοχή (αυτό είναι
στοιχείο που θα γίνει σύγκριση με γραφόμενα που ακολουθούν).
Θυμάμαι, η ημέρα και η νύκτα,
ανήμερα των Χριστουγέννων και το βράδυ των Χριστουγέννων του Δεκεμβρίου του
1974, ήταν βροχερές. Όταν μας φόρτωσαν τα πράγματα, οι γονείς μου έκαναν τον
Σταυρό τους, με πόθο και με πίστη για την επιστροφή. Αγνοί άνθρωποι, απλοί, της
γης και του κάματου, όπως το σύνολο των ανθρώπων της Χερσονήσου των Αγίων, δεν
είχαν ιδέα από στυγνά συμφέροντα. Αξίζει να σημειώσω στο σημείο αυτό ότι ο
πατέρας μου, όταν ήλθαμε πια εκτοπισμένοι πρόσφυγες, στην περιοχή του Αγίου
Λαζάρου, πήγαινε στοιχήματα ότι σε λίγες ημέρες θα επιστρέφαμε, πίστευε στα
Ηνωμένα Έθνη και στους Ισχυρούς της Γης, όπως πιστεύουν πολλοί μέχρι σήμερα. Οι
άλλοι τον λυπούνταν, κάποιοι τον έβγαζαν τρελό και δεν δέχονταν τα στοιχήματά
του.
Όταν μπήκαμε στο φορτηγό-αυτό που
γράφω τώρα ως τεκμηρίωση του προηγούμενου και όποιος το πιστεύει-ο πατέρας μου
κάθισε δίπλα στον Τούρκο Κύπριο οδηγό, εμένα με έβαλαν στη μέση και η μητέρα
μου στην πόρτα, όπως λέμε.
Όταν ξεκίνησε, εγώ, έντεκα ετών
και κάποιων μηνών, προς τα δώδεκα, είπα με θυμό και με παράπονο:
-
Που ννα πάτε ρε εννά μεν γυρίσει ο
τροχός;
Οι γονείς μου τα έχασαν.
-
Συγχώρα τον εν μωρό, είπε ο πατέρας μου.
-
Μεν φοάσαι κύριε Νικόλα, καταλαβαίνω τον
πόνο.
Γύρισε προς εμένα και μου είπε:
-
Γιε μου, είσαι μιτσής τζαι εν
καταλαβαίνεις. Σε σαράντα χρόνια εννάρκεσταν ποδά τουρίστες».
Αυτό το θυμήθηκα και το έλεγα
όταν μας έφεραν το γνωστό σχέδιο «Ανάν». Στα τριάντα χρόνια μας κουβάλησαν,
αυτοί που υποτίθεται είναι οι θεματοθέτες του Δικαίου το Σχέδιο λύσης «Ανάν»
και αμέσως μετά την απόφαση απόρριψής του από τους Έλληνες Κύπριους-δεν εξετάζω
το ορθό ή το λάθος-καταγράφω τα γεγονότα, ως συνέχεια της εγκυρότητας των λόγων
του Οδηγού-μας έφεραν το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, περίπου ως δικαίωμα, μάλιστα
βιαζόμασταν να πάμε να δούμε, πιέζαμε για πολλά ανοίγματα. Ας δούμε με κριτικό
ιστορικό μάτι του τώρα και του μετά τα όσα συμβαίνουν ίσως μας ωφελήσει. Ο Έχων
μάτια κατανοεί, ο Έχων νουν νοεί!
Φθάσαμε, γύρω στις έξι το
βράδυ, στο ουδέτερο σημείο στο Λήδρας
Πάλας, όπως είναι γνωστό.
Οι Έλληνες Κύπριοι-εδώ σας θυμίζω
την παρένθεση- κατά τα άλλα συμπατριώτες μας- για να μη βρέχονται και για να
μην κουράζονται, πετούσαν τα πράγματα από τα φορτηγά των Τούρκων Κυπρίων κάτω
και τα πετούσαν πάνω στα φορτηγά των Ελλήνων Κυπρίων. Όταν το είδαν αυτό οι
συγγενείς και οι γείτονες, τους απαγόρευσαν να αγγίξουν στα δικά μας και
αλληλοβοηθούμενοι τα μετέφεραν οι ίδιοι. Αυτό, εκτιμώ, λέει κάτι.
Εκεί στο Λήδρας Πάλας, μας
παρέλαβαν τα ξαδέλφια μου, ο Ανδρέας, ο Σοφόκλης και ο αδελφικός φίλος της
οικογένειάς μας ο Γεώργιος Στεργίδης, οι οποίοι ως αιχμάλωτοι στο προαύλιο της
Εκκλησίας του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, που ελευθερώθηκαν, παρέμειναν στις ελεύθερες
περιοχές. Αυτοί εντόπισαν το μισό κτισμένο σχολείο, που προοριζόταν για
Τούρκους Κύπριους μαθητές, στην περιοχή Μακένζι στη Λάρνακα, σημερινή Τεχνική
Σχολή Αγίου Λαζάρου, που μπορούσαμε να στεγαστούμε προσωρινά. Αυτό έγινε,
βέβαια πόρτες, παράθυρα δεν υπήρχαν. Βρήκαμε, όμως ισχυρή συμπαράσταση από
οικογένειες εκτοπισμένων προσφύγων από την Αμμόχωστο, χαρακτηριστικό παράδειγμα
είναι η οικογένεια του μακαρίτη Οκκά και της συζύγου του Νίκης, για την
οικογένεια αυτή, ισχύει η διαχρονική μου αγάπη και εκτίμηση.
Μας επισκέφθηκε, μετά από λίγες
ημέρες, η επιτροπή για τους εκτοπισμένους πρόσφυγες, ήταν τότε υπεύθυνος ο
κύριος Μικελλίδης. Ίσως απεβίωσε, ίσως όχι.
Ο κύριος Μικελλίδης πρότεινε σε
όλους να μας μεταφέρουν στις τουρκοκυπριακές οικίες στην Τόχνη. Τότε συνέβη το εξής περιστατικό:
-
Είμαστε από την Γιαλούσα, εν θα μας
πετάξετε. Τζικάτω ήμασταν βασιλιάες (είπε ο πατέρας μου)
-
Έτσι λαλείτε ούλλοι. Ο κύριος Μικελλίδης
ήταν Λαρνακέας και μάλλον δεν είχε ιδέα τι σήμαινε Καρπασίτες, Κερυνιώτες,
Αμμοχωστιανοί, Μορφίτες.
Ο πατέρας μου, απομακρύνθηκε,
πήγε στο σεντούκι, άνοιξε την κρύπτη, πήρε τους τίτλους ιδιοκτησίας (δηλαδή τα
κοτσάνια), επέστρεψε, κτύπησε ελαφριά τον κύριο Μικελλίδη στον ώμο. Αυτός
γύρισε.
-
Τούτα θωρείς τα; Κανούν σε; Και του τα
έβαλε στο χέρι. Συνέχισε, ξεσκεπάζοντας τις τέσσερεις γυάλινες λαμιντζάνες και
το βαρέλι με λάδι, τους κούζους με χαλούμια, με λουκάνικα, στο λίπος και άλλα:
-
Τζαι τούτα είες τα; Ήντα μπου σιεις να
πεις; Κανούν σε ή να πω τζαι των αερκιών μου να φέρουν τζαι τα δικά τους;
Αυτός τα έχασε.
-
Συγνώμη κύριε Νικόλα, πρέπει να με
καταλάβεις, ούλλοι έτσι μας λαλούν. Να σου κάνω μιαν πρόταση. Να σας πάρουμε
στο Κυβισίλι, να σας δώσουμε καλά τουρκοκυπριακά σπίτια και αρκετή γη. Εσείς
που ξέρετε τη γη θα βοηθήσετε και στην οικονομία.
-
Όι, θέλουμε να μείνουμε στη Σκάλα, που έσιει
δουλειές, να δουλέψουμε για να ζήσουμε τζαι να σπουδάσουμε τα παιθκιά μας.
Σημειώνω ότι στη συνέχεια ο
πατέρας μου και οι συγγενείς έγιναν φίλοι με τον κύριο Μικελλίδη. Κατανόησε την
επιθυμία και διευθετήθηκε. Κάποιοι από τους συγγενείς κατοίκησαν αμέσως στο
Συνοικισμό των Αγίων Αναργύρων στη Λάρνακα. Εμείς πήγαμε για ένα χρόνο περίπου
στην Τόχνη. Εκεί μια άλλη αξιαγάπητη οικογένεια, ντόπιων, οι οικογένεια του
μακαρίτη του Σωτήρη, μας συμπαραστάθηκε με αδελφικό τρόπο. Μετά μετεγκατασταθήκαμε
στο Συνοικισμό των Αγίων Αναργύρων Β΄ στη Λάρνακα.
Ολοκληρώνοντας αυτό το μέρος της
ζωής μου και της οικογένειας, αναφέρω ότι ένα μέρος πληροφοριών για την εποχή
υπάρχουν σε διάφορα άρθρα μου, όπως τα άρθρα:
*Οι των προσφύγων παράγκες.
*Παγκόσμια ημέρα προσφύγων.
*Τουρκική εισβολή.
Προανακρούσματα.
*Πρόσφυγες, προϊόντα προς
κατανάλωση.
*Ίδρυση του Γυμνασίου Αιγιαλούσας.
*Πέτρος Μιξίδης. Με κύρια πηγή
πληροφόρησης την κόρη του Παναγιώτα Μιξίδη-Βαρδαξή.
Ελπίζω κι εύχομαι αυτές οι πληροφορίες,
στα πλαίσια και της ζώσας Ιστορίας, να αποδειχτούν χρήσιμες πηγές, για τους
μελετητές της τραγικής εκείνης εποχής με όλες τις διαχρονικές συνέπειες, όπως και
τα γεγονότα που περιγράφω.
Όπως εντόπισα αρχικά, μέσα από τη
διήγησή μου, διακρίνονται τρεις παράμετροι:
è Η
στρατιωτική βία, με όλες τις συνέπειες.
è Τα
πολιτικά και οικονομικά στυγνά συμφέροντα.
è Ο
ανθρώπινος παράγοντας.
Σημαντικά συμπεράσματα είναι ότι:
ð Τα
ισχυρά οικονομικά συμφέροντα είναι ανυπέρβλητα.
ð Οργανισμοί,
ταγμένοι να προστατεύουν τους λαούς, αποτελούνται από ανθρώπους με αδυναμίες,
με εξαρτήσεις.
Τελικά συμπεράσματα: «Ο ισχυρός
προχωρεί ως εκεί που του επιτρέπει η ισχύς του και ο αδύναμος υποχωρεί έως εκεί
που του επιτρέπει η αδυναμία του», Θουκυδίδη, Διάλογος Μηλίων-Αθηναίων, κατά τη
διάρκεια του Δεύτερου Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, του Πελοποννησιακού.
Προηγήθηκε ο Πρώτος Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος, με την Ονομασία Ομήρου Ιλιάδα,
που ήταν η Εκστρατεία των Αχαιών-Μυκηναίων-Δαναών-Ελλήνων κατά της Χώρας του
Ιλίου (Ελλήνων), με Πρωτεύουσα την Τροία. Όσοι θέλουν να ανατρέψουν αυτή τη
διαπίστωση εφαρμόζουν το:
«Αν λαχταράς τη λευτεριά, μόνος
σου παρ` την, αν μπορείς, αλλιώς δεν την
αξίζεις». Ως Ελληνικό Έθνος οφείλουμε στα παιδιά μας να συνεχίσουμε με αλλαγές
στην Κουλτούρα, στην Παιδεία, να επαναφέρουμε το ηρωικό στοιχείο ως κορωνίδα
της Παιδείας μας και όχι νερόβραστα και ισοπεδωτικά, να ενισχύσουμε τη δυνατότητα αύξησης των γεννήσεων, με δεκαεξάμηνη άδεια τέσσερις
μήνες στη διάρκεια της εγκυμοσύνης και το πρώτο έτος της κάθε γέννησης για τις
μητέρες με πλήρεις απολαβές, ακόμα και οι μη εργαζόμενες μητέρες να αμοίβονται
αυτούς τους δεκαέξι μήνες ως και να εργάζονται, με την ενίσχυση της άμυνας. Να
πάψουμε να πιστεύουμε στα χαμόγελα, στα συμπόσια και σε άλλα παρεμφερή και
ευτελή!
Σε αντίθετη περίπτωση ο
Ελληνισμός θα εξακολουθήσει την πορεία του, ως πνεύμα και ως ουσία αλλά με
συνεπίκουρους άλλους λαούς που τον σέβονται και τον ακολουθούν. Αξίζει και αυτό
να το μελετήσουμε!
Ερευνητής, Αρθρογράφος,
Δοκιμιογράφος
No comments:
Post a Comment