Είναι μία από τις πραγματικές ιστορίες, που μέχρι τώρα δεν είδαν το φως της δημοσιότητας. Ευνοήθηκα από το Θεό να την ακούσω, μετά από διάλογο που είχαμε για τα θέματα της προσφυγιάς του 1974, με την πεθερά μου Παρασκευή Κοκκινογένη-Ζορπά, από την Κοινότητα Ορά της Επαρχίας Λάρνακας.
Αυτή η ιστορία, είναι από εκείνα τα γεγονότα που θεωρώ
ότι δεν αφήνουν ασυγκίνητο τον κάθε πρόσφυγα αλλά και τον κάθε ευαίσθητο
άνθρωπο για τα τραγικά πρόσωπα που τα έζησαν, που τα ζουν και δυστυχώς θα τα
ζουν αφού ο άνθρωπος είναι το πλέον αρπακτικό ζώο πάνω στον πλανήτη.
Η νομοτέλεια τονίζει ότι ο εκάστοτε ισχυρός αρπάζει από
τον αδύναμο ανεξάρτητα από τις ηθικές αρχές, αφού η ισχύς είναι αδηφάγο Ον μέσα
στη νοημοσύνη των ανθρώπων, των Κρατών, των εξουσιών.
Οι διεθνείς νόμοι περί δικαίου είναι η παρηγοριά των
αδύναμων, οι οποίοι αγωνίζονται να τους εφαρμόζουν αλλά ταυτόχρονα φτιάχνονται
για να δύνανται οι ισχυροί να τους παραβιάζουν εντός της ισχύς τους,
ανενόχλητοι και ανεμπόδιστοι.
Ο Ηράκλειτος το έχει καθορίσει: Πόλεμος Πάντων Πατήρ
Εστί.
Ο Θουκυδίδης το έχει συγκεκριμενοποιήσει: Τέτοια
γίνονται και τέτοια θα γίνονται έως ότου η Φύσις των ανθρώπων παραμένει η Ίδια.
Ο Κικέρωνας το έχει ορίσει στις πραγματικές του
διαστάσεις: Homo Hominy Lupus.
Τονίζω και πάλι ότι η ιστορία αυτή είναι πραγματική, όπως
και τα ονόματα των προσώπων τα οποία θα καταγραφούν.
Την ιστορία της μακαριστής Αργυρώς την κατέγραψα όπως
ακριβώς μου τη διηγήθηκε.
Η Αργυρώ την Ιστορία της ζωής της τη διηγήθηκε στην
πεθερά μου Παρασκευή Κοκκινογένη-Ζορπά, όταν η ίδια βρισκόταν σε σχεδόν
προχωρημένη ηλικία, ενώ η Παρασκευή ήταν τότε μαθήτρια του δημοτικού σχολείου
Οράς, στην Τετάρτη Τάξη. Ένα ιστορικό δημοτικό σχολείο, το οποίο δυστυχώς
θυματοποιήθηκε όπως και άλλα για τον Μολόν όχι της ασφάλτου αλλά του χρήματος
και ας ταλαιπωρούνται και ας χάνουν γνώσεις τα παιδιά των κοινοτήτων αυτών και
ας υποχρεώνονται οι νέες οικογένειες να εγκαθίστανται στις πόλεις για να έχουν
πρόσβαση τα παιδιά τους στο μέλλον στα σχολεία και ας ερημώνεται από νέες οικογένειες
η ύπαιθρος.
Η διήγηση αρχίζει από τη στιγμή που η τότε μαθήτρια Παρασκευή
διάβαζε μεγαλόφωνα στα πλαίσια του μαθήματός της, τα τραγικά γεγονότα της
Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922.
Όταν η τότε μαθήτρια Παρασκευή-το 1948-τελείωσε τη
μεγαλόφωνη ανάγνωση των τραγικών εκείνων γεγονότων, σήκωσε τα μάτια της από το
βιβλίο και τότε είδε την Κυρία Αργυρώ, όπως από σεβασμό την αποκαλούσε,
λουσμένη στα κλάματα.
Η μικρή τότε Παρασκευή τη ρώτησε γιατί κλαίει, αυτή της
απάντησε αρχίζοντας και ολοκληρώνοντας τη διήγησή της την οποία καταγράφω, όπως
ακριβώς την άκουσα:
«Εμείς τα περάσαμε αυτά, όταν μπήκαν οι Τούρκοι στη Μικρά
Ασία. Έσφαζαν δολοφονούσαν μπροστά στα μάτια μας. Εμείς είμασταν μικρά παιδιά.
Είδαμε να σφάζουν τον πατέρα μας μπροστά μας. Τίποτα από τα παλαμωμένα από
χρυσάφι, από σταφίδες, σπίτια μας δεν προλάβαμε να πάρουμε. Όλα γίνονταν με
τέτοια ταχύτητα που πολλοί, κυρίως γυναίκες, που έσφαζαν τους συζύγους, τα
παιδιά τους, μπροστά τους, τρελαίνονταν.
Εμάς μας πετούσαν από εδώ και από εκεί. Πέσαμε, για καλή
μας τύχη, σε πλοίο, εγώ μαζί με τη μητέρα μου.
Τον αδελφό μου τον χάσαμε, δεν γνωρίζαμε τι απέγινε.
Το πλοίο μας πήγε, όλους τους πρόσφυγες, που πρόλαβαν και ανέβηκαν σ` αυτό, στην Αίγυπτο. Εκεί, στην Αλεξάνδρεια, μία μητέρα με ένα κοριτσάκι, δεκαέξι-δεκαεπτά ετών, σε αυτή την επικίνδυνη ηλικία. Φοβισμένες καθίσαμε στη γωνία των σκαλοπατιών ενός σπιτιού. Το βράδυ, έφτασε ο σπιτονοικοκύρης. Μας είδε. Μας ρώτησε: Από που είστε;
Η μητέρα μου του απάντησε ότι είμαστε πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και φοβόμαστε για τη ζωή μας εδώ στο άγνωστο. Ο κύριος αυτός μας διαβεβαίωσε ότι δεν κινδυνεύουμε πια. Μας ενημέρωσε ότι είναι κι αυτός Έλληνας από την Κύπρο. Συγκεκριμένα η καταγωγή του ήταν από την Κοινότητα Ορά της Επαρχίας Λάρνακας. Λόγω της έλλειψης εργασιών και της διαφαινόμενης και γι` αυτόν φτώχειας, αν έμενε στη γενέτειρά του, ξενιτεύτηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου είχε, όπως είναι γνωστό, δυνατή παροικία Ελλήνων, οικονομικώς και πνευματικώς αναπτυγμένη. Έκτοτε ζούσε και εργαζόταν εκεί.
Μας διαβεβαίωσε, όπως και το έπραξε, ότι είμαστε πλέον ασφαλείς στο σπίτι του. Πέρασε αρκετός καιρός, ηρεμήσαμε, κάπως, νιώθοντας πλέον σιγουριά για τη ζωή μας, από όσα τραγικά περάσαμε. Βέβαια τα τραγικά αυτά γεγονότα δε φεύγουν ούτε από τη μνήμη μας την ημέρα, ούτε τις νύκτες από τον ύπνο μας, δεν ξεχνιούνται ούτε στιγμή.
Ένα απόγευμα, παρακάλεσε τη μητέρα μου, ο κύριος Ανδρέας Πιρικκής, ο σπιτονοικοκύρης μας, ότι το βράδυ ήθελε να μιλήσουν. Η μητέρα μου συμφώνησε. Το ίδιο εκείνο βράδυ, έκανε στη μητέρα μου την πρόταση, εάν τόσο η μητέρα μου, όσο κι εγώ είμασταν δεκτές, να με παντρευτεί, δηλαδή με ζητούσε σε γάμο. Ο ίδιος δεν είχε κάνει προηγουμένως άλλο γάμο και δεν είχε παιδιά. Αν αποδεχόμασταν, το σπίτι και όλη η περιουσία του στην Αλεξάνδρεια θα ήταν δικά μας.
Η μητέρα μου, μου το ανακοίνωσε. Αμέσως το αποφασίσαμε, αφού διαπιστώναμε ότι ήταν ένας εξαίρετος χαρακτήρας, έντιμος που έχαιρε εκτιμήσεως στον κόσμο της Αλεξάνδρειας. Ανεξαρτήτως από τα χρόνια που μας χώριζαν διαφαινόταν ότι θα είμασταν και ευτυχισμένες και προστατευμένες. Έγινε ο γάμος μας, με τον Ανδρέα, με κάθε ωραιότητα.
Δυστυχώς, όμως, κάθε ωραίο έχει και τέλος. Ο Νάσερ έδιωξε, ως γνωστό όλους τους Ευρωπαίους από την Αίγυπτο, φυσικά διωχθήκαμε κι εμείς. Η εκδίωξή μας έγινε εξαιτίας της λεγόμενης εκμετάλλευσης των ντόπιων πληθυσμών από Ευρωπαίους. Φυσικά οι άνθρωποι αυτοί, με τις επιχειρηματικές και με τις εμπορικές τους δραστηριότητες ανέπτυξαν την Αίγυπτο. Δε λέω ότι δεν υπήρχε και η εκμετάλλευση ντόπιων, ως εργατών και η άσχημη συμπεριφορά, αυτά εντάσσονται στους χαρακτήρες των ανθρώπων, τα συναισθήματα, όπως η κακία, η εκμετάλλευση, η ανθρωπιά, η καλοσύνη.
Το βέβαιο είναι ότι με την εκδίωξή μας οι περιουσίες, το βιός,
οι επιχειρήσεις, τα σπίτια, τα καταστήματα, με όλα όσα περιείχαν, που
χρειάστηκαν κόποι, βάσανα, κίνδυνοι για να γίνουν, πέρασαν διά της βίας στα
χέρια των ντόπιων, με τον ίδιο τρόπο, διά της ταχύτητας, διά της βίαιης
εκδίωξης.
Καταφύγαμε, και πάλι εκδιωγμένοι φυγάδες, στο Λονδίνο. Ο Ανδρέας, εκεί είχε αδέλφια και συγγενείς, οι οποίοι ως οικογένεια ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους. Με τη βοήθεια των συγγενών του, και λόγω των δικών του επαγγελματικών ικανοτήτων, γρήγορα επαναδραστηριοποιήθηκε στο Λονδίνο.
Μετά από λίγο χρονικό διάστημα ζούσαμε σχετικά άνετα. Αποφασίσαμε να κάνουμε ένα ταξίδι στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα επισκεφθήκαμε την Αθήνα. Την επόμενη ημέρα της διαμονής μας στην Αθήνα, αφού περπατήσαμε λίγο, καθίσαμε σ` ένα εστιατόριο για φαγητό.
Απέναντί μας καθόταν ένα ζευγάρι, ο άνδρας ήταν νέος, στην ηλικία μου περίπου, η σύζυγός του σε κάποια ηλικία σχετικά προχωρημένη. Μου φάνηκε πως μοιάζαμε, ως προς τα χαρακτηριστικά. Το είπα στον Ανδρέα και τους χαιρετήσαμε.
Τους ρωτήσαμε από που είναι. Η κυρία μας απάντησε, από την Αθήνα. Ο σύζυγός της από τη Μικρά Ασία. Μας διηγήθηκε τα τραγικά γεγονότα, όπως τα θυμόταν, ακριβώς τα ίδια με τα δικά μου και της μητέρας μου. Δεν αργήσαμε να αναγνωρίσουμε, λουσμένοι στα κλάματα, όπως και οι σύζυγοί μας, ο ένας τον άλλο.
Για εμένα ήταν ο χαμένος αδελφός, για εκείνων ήμουν η χαμένη αδελφή και η μητέρα μας του ήταν η χαμένη μητέρα. Η χαρά και η ευτυχία μας δεν περιγράφονταν.
Τόσο ο αδελφός μου όσο κι εγώ παντρευτήκαμε δύο εξαίρετους ανθρώπους, ειλικρινείς και έντιμους, που μας προστάτευσαν, που τους αγαπήσαμε από ευγνωμοσύνη, όμως μεγάλους στην ηλικία, χωρίς να αποκτήσουμε δικά μας παιδιά. Ήρθαμε εδώ στην Ορά για να επισκεφθούμε την Κουνιάδα μου την Ορθοδοξία Σιμεού και τους χωριανούς του Ανδρέα, αφού όλοι οι άλλοι συγγενείς του μένουν μόνιμα στο Λονδίνο».
Την Ιστορία αυτή της μακαριστής Αργυρώς, την γράφω, επειδή είναι από εκείνες τις μαρτυρίες που εκτιμώ ότι δεν πρέπει να σβηστούν στην αφάνεια και στη λήθη. Αποτελεί μέρος της τραγικής Ιστορίας του Ελληνισμού της Μικρασιατικής Καταστροφής και όχι του συνοστισμού. Της εκδίωξης από την Αίγυπτο των Ευρωπαίων, φυσικά και των Ελλήνων, λόγω οικονομικών συμφερόντων και όχι λόγω συναισθημάτων.
Αυτές τις διηγήσεις οφείλουμε να τις σώζουμε, ως κτήμα, ως ιστορικά παραδείγματα, για να γνωρίζουν οι επόμενες γενεές Ελλήνων και ευρύτερα ανθρώπων, ώστε να αποφεύγουν τραγικά σφάλματα διχόνοιας των προγόνων τους. Να γνωρίζουν ότι οι εχθροί δεν κάνουν διαλείμματα, αλλά συνεχώς αυξάνονται με γεννήσεις, συνεχώς εκσυγχρονίζονται με σύγχρονο οπλισμό και με στρατιωτικές τακτικές. Να γνωρίζουν ότι οι εχθροί αναμένουν και αδημονούν για νέες κατακτήσεις, που τις μετατρέπουν, με το πέρασμα του χρόνου σε δικές τους περιοχές.
Να γνωρίζουν ότι ο εχθρός σέβεται μόνο όταν φοβάται, αφού η πηγή του σεβασμού είναι ο φόβος και σέβεται όταν το εθνικό μέτωπο είναι συμπαγές, αποφασισμένο, οργανωμένο, πληθυσμιακά με γεννήσεις, οικονομικώς, στρατιωτικώς.
Δρ. Ανδρέας Σοφόκλης
Ερευνητής, Αρθρογράφος, Δοκιμιογράφος
No comments:
Post a Comment