H αφήγηση του σεμνού αγωνιστή
της ΕΟΚΑ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ, του ανθρώπου που τοποθέτησε ωρολογιακή
βόμβα κάτω από το κρεβάτι του Κυβερνήτη της Κύπρου Σερ Τζων Χάρντινγκ το 1956.
Με αυτήν εκφράζω τον μεγάλο θαυμασμό μου,
ιδιαίτερα για εκείνους τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ που γνώρισα από κοντά, για το θάρρος,
την αποφασιστικότητα και την πίστη τους στην Ένωση και στην
Ελλάδα.
Ταυτόχρονα, θέλω με αυτή την αποστολή να εκφράσω
την απέχθεια και τον αποτροπιασμό μου για εκείνους τους Κυπρίους που
παριστάνουν σήμερα τους "αγωνιστές", αλλά και για τους διανοούμενους
και τους "πνευματικούς" ανθρώπους, τους λογοτέχνες, τους ποιητές,
τους ιστορικούς "επιστήμονες", τους δημοσιογράφους, τους ερευνητές
και τους διεθνολόγους, οι οποίοι δείχνουν με το έργο τους ότι δεν νιώθουν ούτε
ίχνος της ανθρωπιάς του 55-59, της οποίας η κατάρρευση και η αποσύνθεση άρχισε
αμέσως μετά το 1960, αρχής γενομένης από τη συμπεριφορά της εκκλησιαστικής και
της πολιτικής μας ηγεσίας, η οποία μετέτρεψε το θάρρος σε ΘΡΑΣΟΣ, την
πίστη σε ΑΠΙΣΤΙΑ και κράτησε την αποφασιστικότητα μόνο για το ΤΟΜΑΡΙ
της.
Άντης Ροδίτης
Saint Just
Δεν υπάρχει τίποτα που να μοιάζει τόσο με την αρετή όσο ένα μεγάλο έγκλημα.
Saint Just
Όλες οι τέχνες έχουν δημιουργήσει τα θαύματά τους. Η τέχνη της διακυβέρνησης έχει δημιουργήσει μόνο τέρατα.
Saint Just
Είμαι από την Πέγεια της Πάφου. Γεννήθηκα 18 Μαρτίου 1936. Είμαι 82 χρονών. Το μόνο που θυμούμαι ’που την Πέγειαν είναι πείνα και δυστυχία. Τίποτε άλλο. Ο πατέρας μου ήταν κτίστης, μεροκαματιάρης και πότε είχαμε να φάμε και πότε δεν είχαμε· τις περισσότερες φορές δεν είχαμε. Κι η μάνα μου δούλευε, όπου μπορούσε, όπου υπήρχε ευκαιρία. Ήμαστε πέντε αδέλφια, εγώ ο πιο μικρός. Μια αδελφή και άλλους τρεις αδελφούς. Ο ένας έγινε σιδεράς, ο άλλος ηλεκτρολόγος κι ο τρίτος εργάτης. Μόνο εγώ πήγα σχολείο.
Όταν τέλειωσα το δημοτικό σχολείο της Πέγειας και παρ’ όλην τη φτώχεια μας ο πατέρας μας μ’ έστειλε στο κολλέγιο Πάφου. Δεν ήταν αντίστοιχο του Γυμνασίου, ήταν ιδιωτικό σχολείο. Διευθυντής ήταν ο Κώστας Λιασίδης. Η φοίτηση ήταν έξι χρόνια. Το μόνο που θυμούμαι ήταν που με έδιωχνε ο διευθυντής επειδή δεν είχα να πληρώσω το εισιτήριο. Στα πρώτα τρία χρόνια έμενα σε δωμάτιο στο Κτήμα με ενοίκιο, με κάποιον άλλο. Ύστερα έμενα σε μια θεία μου στα Κονιά. Από εκεί ήταν τρία μίλια περπάτημα ως το κολλέγιο το πρωί και τρία να επιστρέψω το μεσημέρι ή το απόγευμα αν είχαμε μάθημα το απόγευμα. Από το πρωί ως τη νύχτα συνήθως δεν είχα τίποτε για φαγητό.
Στο κολλέγιο, στο μάθημα των αγγλικών είχαμε Άγγλους καθηγητές. Ένας, μάλιστα, ήταν πρώην διοικητής Πάφου. Γράφαμε πάνω στον πίνακα «union», ένωσις, και θύμωναν… Υπήρχε από τότε ο πόθος της Ενώσεως μέσα στη μαθητική νεολαία του σχολείου. Τότε, μεταξύ των μαθητών δεν υπήρχαν καθόλου διαφωνίες… Από τους καθηγητές θυμούμαι τον δικηγόρο Συβιτανίδη και κάποιον Κλεόπα, που μας έκαμνε ελληνικά και λατινικά, τα οποία δεν θέλαμε… Δεν είχα κανένα ειδικό ενδιαφέρον σε κανένα από τα μαθήματα αλλά γενικά ήμουν καλός μαθητής. Όλοι στην τάξη ήμαστε φτωχόπαιδα. Είχαμε κάποιον Σαββίδη, που ήταν ο πρώτος της τάξης, και κάποιον Θεοδώρου… Αυτοί ήταν άσοι, πολύ μελετηροί μαθητές! Ο Σαββίδης τελικά έγινε δάσκαλος και ο Θεοδώρου καθηγητής αγγλικών.
Όταν τέλειωσα το Κολλέγιο το 1954, ήρθα στη Λευκωσία κι έπιασα δουλειά στο Catering της Cyprus Airways, ως Kitchen boy, βοηθός στην κουζίνα. Το Catering ήταν στη Θεμιστοκλή Δέρβη. Ήταν Αύγουστος του 1954. Ετοιμάζαμε τα φαγητά των επιβατών των αεροπλάνων. Τότε είχαν τα δικινητήρια Dakota. Τη δουλειά αυτή μου τη βρήκαν χωριανοί μου από την Πέγεια, που ήδη εργάζονταν εκεί, με την ευκαιρία που υπήρχε θέση κενή. Πέρασα από συνέντευξη με τον Άγγλο διευθυντή και με προσέλαβε, στην αρχή μόνο για να πλένω πιάτα και να σκουπίζω το πάτωμα. Έκανα κανένα χρόνο εκεί. Ο μισθός μου ήταν 8 λίρες τον μήνα.
Στο μεταξύ, στο Κυβερνείο εργαζόταν ένας φίλος μου, ο Μιχαλάκης Άπλας, ο οποίος είχε πρόσκληση από συγγενείς του να πάει στην Αφρική. Οπότε, επειδή ο διευθυντής του προσωπικού ήταν ξάδελφός του, ο Κυριάκος Παπασάββας, με κανόνισε να είμαι υποψήφιος για τη θέση που θα άδειαζε. Αυτός με καθοδήγησε τι να κάνω για να προσληφθώ. Δηλαδή να πάω με κοστούμι, γραβάτα, ντυμένος ευπρεπώς, να σκουπίσω τα πόδια μου πάνω στο χαλί προτού μπω μέσα στο γραφείο, να κτυπήσω την πόρτα, αν είναι ανοιχτή να την αφήσω ανοιχτή, αν είναι κλειστή να την κλείσω και όταν παρουσιαστώ μπροστά στην Κυβερνήταινα, διότι είναι εκείνη που έκαμνε τα interviews, να μείνω κάπου τρία βήματα μακριά από κοντά της, και να κλίνω ελαφρώς τα γόνατά μου, και να τη χαιρετήσω. Να μη δώσω το χέρι μου, εκτός κι αν εκείνη πρότεινε το δικό της για χειραψία.
Τη μέρα του interview υπήρχαν κι άλλοι υποψήφιοι, δύο Τούρκοι κι ένας Αρμένης. Αυτοί πήγαν με τα πουκάμισα έξω, ήταν τότε τα πουκάμισα ριχτά έξω από τα παντελόνια, κοντά παντελόνια μάλιστα, και με περιπαίζαν, «ρε κουμπάρος, γιατί ’εν έβαλεν και καπαρτίναν του;», αλλά ο Αρμένης γυρίζει και τους λέει, «γελάτε αλλά θα είναι τούτος που θα προσληφθεί». Έκοβε το μυαλό του Αρμένη.
Όταν ήρθε η σειρά μου, έκαμα όλες τις κινήσεις όπως με συμβούλεψε ο Παπασάββας, οπότε η Κυβερνήταινα, δεν θυμούμαι το όνομά της, αφού μου έκανε μερικές απλές ερωτήσεις, από πού είμαι, αν μου αρέσει η δουλειά, αν έχω σκοπό να παραμείνω στη δουλειά, είπε: «That’ s the one!», αυτός είναι που θα προσλάβουμε, και προσλήφθηκα ως γκαρσόνι. Ήταν Μάιος του 1955. Είχε ήδη αρχίσει ο Αγώνας της ΕΟΚΑ, επί Armitage, όχι επί Harding. Ο Armitage ήταν ένας εξαιρετικός κύριος, γλυκομίλητος, απλός στους τρόπους, αλλά πάντα, βέβαια, κρατούσε τους τύπους. Είχε δυο γιους, τον Richard και τον Jeremy. Ήταν φοιτητές στην Αγγλία.
Υπηρεσία στο Κυβερνείο
Ο μισθός μου στο Κυβερνείο ήταν 18 λίρες τον μήνα. Μετά πήρα και αύξηση κι έφτασα στις 25 λίρες. Κάποτε, όμως, με τα φιλοδωρήματα έφτανα τις 40. Οι κυβερνητικοί που έρχονταν από την Αγγλία κι έμεναν για λίγο στο Κυβερνείο, είχαμε 6-7 τέτοια δωμάτια, έπαιρναν ένα γράμμα από την Κυβερνήταινα, επειδή η διαμονή ήταν δωρεάν, ν’ αφήνουν, αν ήθελαν, ένα φιλοδώρημα για το προσωπικό. Το μοιραζόμαστε κάθε τέλος του μηνός. Έτσι μπορούσα να βοηθώ και την οικογένεια στο χωριό.
Η δουλειά μου το πρωί στο Κυβερνείο άρχιζε στις 6.30 ακριβώς. Έπαιρνα το τσάι στον υπασπιστή του Κυβερνήτη, στο δωμάτιο του. Ήταν στο κρεβάτι ακόμα. Good morning, sir, your tea sir, thank you Νεοφύτος! Οι Άγγλοι άρχιζαν δουλειά στις 7.00. Πάντως, ήταν δύσκολο για μένα κάθε μέρα να του παίρνω το τσάι στις εξήμιση -έπρεπε να ξυπνώ στις 5.00- και άρχισα να του το παίρνω επτά παρά εικοσιπέντε, παρά είκοσι, παρά τέταρτο, στο τέλος καταλήξαμε να του το παίρνω στις 7.00! Οπότε μια μέρα με ρώτησε «Τι ώρα θέλεις να σου φέρνω το τσάι σου;» Είχε χιούμορ, ήταν καλός άνθρωπος.
Βέβαια, εκεί στο Κυβερνείο είχαν διαμορφώσει κάποια κτήρια, που παλιά ήταν στάβλοι, σε χώρους διαμονής του προσωπικού. Εκεί έμεναν περίπου 8-10 οικογένειες, υπηρετικό προσωπικό, με τα παιδιά τους. Έλληνες και Τούρκοι. Εκεί έμενε και ο Παπασάββας. Μετά η μέρα μου συνέχιζε με καθαριότητα. Σκούπιζα τους διαδρόμους, με κανονική σκούπα αλλά είχε και ηλεκτρική. Μέχρι τις 10.00, όταν στρώναμε και τα κρεβάτια και κάμναμε όλες τις άλλες δουλειές, έπρεπε να δώσουμε τσάι πάλι, στα γραφεία. Τότε δεν ήταν πολλοί στα γραφεία, αλλά όταν ήρθε ο Χάρτινγκ έγιναν πολύ περισσότεροι.
Στην κουζίνα ήταν δυο γυναίκες, η Αντιγόνη και η Ευρυδίκη αλλά μαγείρευαν οτιδήποτε εκτός από κυπριακά φαγητά. Ό,τι έτρωγε ο κυβερνήτης και η γυναίκα του ήταν κατεψυγμένα, κρέας ή ψάρι, ποτέ δεν έτρωγαν φρέσκα, σούπες το βράδυ και γλυκό. Ψώνιζαν από τον Φεραίο. Όταν γίνονταν δεξιώσεις, αρκετά συχνά, ερχόταν κι άλλο προσωπικό, γκαρσόνια από τη Λευκωσία για να βοηθήσουν. Στους προσκεκλημένους ήταν και λίγοι Κύπριοι, όπως ο Νίκος Λανίτης της Κόκα Κόλα, ο Τορναρίτης και άλλοι.
Η στρατολόγηση
Όταν άρχισε ο αγώνας της ΕΟΚΑ ήμουν στην Cyprus Airways. Εκεί είδα το πρώτο φυλλάδιο. Ήταν σαν να το ανέμενα, από καιρό… Φούντωσα όταν το διάβασα! «Με τη βοήθεια του Θεού…» κ.λπ. Αναστατώθηκα και είπα, αν μου δοθεί η ευκαιρία θα πολεμήσω! Αλλά τότε δεν είχα καμιά επαφή με κανέναν, στην ΕΟΚΑ μπήκα όταν πια ήμουν στο Κυβερνείο. Οι φίλοι μου, οι γνωστοί μου τότε ήταν της νεολαίας της ΑΟΝ, του ΑΚΕΛ, και σύχναζα στο σωματείο «Ομόνοια», δεν είχα σχέση με τα παιδιά της ΟΧΕΝ.
Το κτήριο της Ομόνοιας τότε ήταν εκεί στην αρχή της Μακαρίου, που είναι ο χώρος στάθμευσης, ακριβώς πριν το Capital Centre, όπως ανεβαίνεις την Μακαρίου, αριστερά. Αλλά εκεί δεν γίνονταν πολιτικές κουβέντες, ούτε με απασχολούσε το θέμα αριστερός-δεξιός. Δεν γίνονταν τέτοιες συζητήσεις. Ούτε πήγαινα στο ποδόσφαιρο. Μέχρι σήμερα δεν μ’ ενδιαφέρει το ποδόσφαιρο, έχω όμως ακόμα φίλους που γνώρισα εκείνη την εποχή στην Ομόνοια.. Δεν ανακατεύτηκα ποτέ στα κομματικά, τα πολιτικά… Ούτε η οικογένειά μου στην Πέγεια. Η υπόθεση δεξιά-αριστερά δεν μετρούσε στη ζωή μας. Μόνο το φυλλάδιο άγγιξε την καρδιά μου! Είχα, βέβαια, μέσα μου την Ελλάδα, αλλά αυτό ήταν από το σχολείο. Μας εκούρντιζαν οι δάσκαλοι, οι καθηγητές, όπως γινόταν σε όλα τα σχολεία.
Στο Κυβερνείο δούλευε ακόμα ένα παιδί, ο Γιαννάκης Κωνσταντίνου, ο γιος του μηχανικού του Κυβερνείου, του ανθρώπου που φρόντιζε τα ηλεκτρικά, την κεντρική θέρμανση κ.ά. Έμεναν εκεί στο Κυβερνείο, ως οικογένεια. Ο Γιαννάκης, οι γονείς του, ακόμα ένας αδελφός του, ο Γιώργος και μια αδελφή. Ο Γιαννάκης, που ήταν πιο μικρός μου, ήταν ήδη στην ΕΟΚΑ και πάνω στην κουβέντα μού πρότεινε να γίνω κι εγώ μέλος της. «Και τι θα κάμνω;» τον ερώτησα. Όταν μου είπε ότι θα ρίχναμε φυλλάδια, θα γράφαμε συνθήματα στους τοίχους και τέτοια, του είπα «αν είναι έτσι, να πάω φυλακή για τα φυλλάδια, δεν μ’ ενδιαφέρει»! Τότε, ο Γιαννάκης, που ανήκε στην ομάδα του Νίκου Μουσιούττα, από το Καϊμακλί, μου είπε ότι αν ήθελα να μπω πιο βαθιά στην οργάνωση θα έπρεπε να συναντηθώ με τον Νίκο. «Αυτό, μάλιστα», του είπα. Οπότε με πήρε στον Νίκο, στον οποίο είπα ότι μπορώ να κάμω κάτι εντυπωσιακό μέσα στο Κυβερνείο. Πάντως όχι να ρίχνω φυλλάδια. Ο Νίκος μου είπε ότι αυτό ήταν σοβαρή πρόθεση και δεν είχε ο ίδιος τα μέσα ν’ αναλάβει μέσω μου τη δολοφονία του Κυβερνήτη. Αποφάσισε ότι έπρεπε να με πάρει στο εκτελεστικό. Πρώτα όμως με έστειλε στον Λευτέρη Ιωάννου, πάλι στο Καϊμακλί, ο οποίος με πήρε στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας. Εκεί με όρκισε ένας παπάς. Από εκεί με έφερε σε επαφή με τον Ιάκωβο Πατάτσο και τον Λεωνίδα Στεφανίδη.
Στο μεταξύ είχαν ήδη αλλάξει τα πράγματα πλήρως, άρδην! Έφυγε ο Armitage και ήρθε ο Χάρντιγκ! Τον άκουσα μια μέρα που μιλούσε σε μια διμοιρία, τους Grenadier Guards και να τους λέει ήρθατε στην Κύπρο για να υποστηρίξετε τα συμφέροντα της πατρίδας σας και σκέφτηκα «ποια συμφέροντα, βρε παλιάνθρωπε… ήρθες να βασανίσεις και να σκοτώσεις». Ήμουν πια εντελώς σίγουρος γι’ αυτό που σχεδίαζα να κάμω.
Ψυχή τε και σώματι
Όταν ανάφερα στον Πατάτσο ότι μπορούσαμε να εκτελέσουμε τον Κυβερνήτη, «δηλαδή», μου λέει, «θέλεις ν’ αυτοκτονήσεις; Με ποιο τρόπο μπορείς να κατορθώσεις τέτοιο πράγμα;» Του είπα αμέσως ότι μπορούσα να βάλω βόμβα στο υπνοδωμάτιό του. Ήμαστε σ’ ένα παγκάκι, εκεί στο περίπτερο ΟΧΙ. Ήταν το σημείο που συναντιόμαστε. Ο Λεωνίδας δέχτηκε αμέσως. Ο Πατάτσος ήθελε να το σκεφθεί. Του δώσαμε 8 μέρες και ορίσαμε το επόμενο ραντεβού στο ίδιο σημείο. Εγώ πάντως ήμουν αποφασισμένος, ψυχή τε και σώματι. Ήμουν βέβαιος ότι μπορούσε να γίνει, έστω κι αν υπολόγιζα ότι οι πιθανότητες επιτυχίας δεν ήταν περισσότερες από 5%. Υπήρχε πολύς έλεγχος τόσο στην είσοδο και στην έξοδο από το Κυβερνείο αλλά και έλεγχος μέσα στο ίδιο το κτήριο. Βέβαια τα πράγματα εξελίχθηκαν ανάποδα.
Περισσότερα εμπόδια συνάντησα μέσα στο κτήριο. Οπωσδήποτε. Όταν συναντηθήκαμε στο επόμενο ραντεβού, ο Πατάτσος δεν είχε να προτείνει τίποτε καλύτερο και αποφασίσαμε ότι θα έβαζα μιαν ωρολογιακή βόμβα κάτω από το κρεβάτι του Κυβερνήτη. Ενημερώθηκε ο Αρχηγός της οργάνωσης από τον Πατάτσο, που ήταν ο αρχηγός του εκτελεστικού. Το επόμενο βήμα ήταν να ορίσουμε τη μέρα που θα έβαζα τη βόμβα. Ορίστηκε η 19 του Μάρτη 1956 και τους είπα ότι έπρεπε να βρούμε ένα γυναικείο κορσέ για να στερεώσω πάνω μου τη βόμβα. Ο Πατάτσος δεν ήξερε τι ήταν το «κορσέ» (ο κορσές) και γελάσαμε γιατί μπορεί και να πέθαινε χωρίς να μάθει ποτέ τι είναι το κορσέ.
Όταν ήσαν όλα έτοιμα συναντηθήκαμε σε ένα δωμάτιο στην οδό Ξάνθης Ξενιέρου. Ήταν ακόμα ένας νέος εκεί αλλά δεν μου τον σύστησαν, δεν ήξερα ποιος ήταν. Ούτε μου μίλησε καθόλου ούτε ξέρω αν ήταν εκείνος που έφερε τη βόμβα, ούτε ποιος την κατασκεύασε, ούτε τίποτε. Η βόμβα ήταν περίπου στο μέγεθος ενός βιβλίου, πάχος μιάμισης ίντσας. Ήταν πρωί, η ώρα δέκα. Είχα πιάσει δουλειά κανονικά το πρωί στο Κυβερνείο αλλά ζήτησα άδεια να λείψω καμιά ώρα γιατί είχα μια «δουλειά» κάτω στην πόλη. Όταν τοποθέτησα τη βόμβα πάνω μου, πήρα κι ένα καλάθι που είχα έτοιμο με διάφορα φρούτα μέσα και επίσης φρόντισα να έχω μαζί μου επιστολόχαρτα.
Ηθοποιός
Όταν έφτασα στην πρώτη είσοδο του Κυβερνείου, εκεί στην λεωφόρο Προεδρικού Μεγάρου σήμερα, έβγαλα κι έδωσα μανταρίνια στους φρουρούς. Με άφησαν και πέρασα ανενόχλητος, χωρίς να με ερευνήσουν. Στη δεύτερη φρουρά, εκεί που σταματά το ελικόπτερο, μου λέει ο φρουρός, «πού ήσουν;». «Δεν βλέπεις;» του λέω, «πήγα για να φέρω επιστολόχαρτα για τον Κυβερνήτη». Ψέματα, βέβαια, αφού ούτε με ξανάστειλαν για τέτοια δουλειά. Έτσι και ρωτούσε μέσα αν πράγματι μ’ έστειλαν έξω για επιστολόχαρτα θα μ’ έπιαναν αμέσως. «Εντάξει», μου λέει, «πέρασε».
Αμέσως μετά, στα δέκα βήματα, μου φωνάζει «σταμάτα»! Τότε σκέφτηκα πως τέλειωσαν όλα! Τι κρίμα, είπα μέσα μου και γύρισα να πάω κοντά του. Έφερα, όμως, και το ποδήλατο κοντά στη μέση μου, να του το ρίξω αν χρειαστεί, ώστε να τρέξω όσο μπορούσα να μην τον έβλεπα όταν θα με πυροβολούσε. Κρατούσε αυτόματο στεν. «Πού ήσουν;», μου ξαναλέει. Του λέω, «πήγα για φακέλους στο ταχυδρομείο…». «Ξέρεις», μου απαντά, «κάνω συλλογή γραμματοσήμων». Που να σε πάρει ο διάολος, σκέφτηκα, γιατί δεν τό ’λεγες τόση ώρα; «Κάνεις συλλογή γραμματοσήμων; Ε, είσαι τυχερός ρε», του λέω, «εμένα που με βλέπεις είμαι ο υπεύθυνος της συλλογής του Κυβερνήτη. Θέλεις να σου φέρνω γραμματόσημα;», «ναι!», μου λέει. «Θα σου φέρω από την Κύπρο, από την Ελλάδα, από την Ιταλία, από τις σκανδιναβικές χώρες», του λέω, είχα πάρει φόρα και του έλεγα συνέχεια ονόματα χωρών. Με πίστεψε αμέσως, ήμουν ηθοποιός.
Τώρα, όμως, έπρεπε να περάσω τον επόμενο φρουρό για να πάω στο κτήριο που ήταν το δωμάτιό μου και ν’ αφήσω τη βόμβα. Αποφάσισα ν’ αναλάβω πρωτοβουλία και να μην περιμένω να με ρωτούν εκείνοι πρώτοι. Φωνάζω στον επόμενο πριν ακόμα φτάσω κοντά του: «Ρε, καπνίζεις ρε;». «Όχι», μου λέει. «Α, μπράβο», του λέω, «εγώ είμαι μανιώδης καπνιστής και να μου φέρνεις τα τσιγάρα που παίρνεις δωρεάν από την καντίνα κι εγώ θα σου τα πληρώνω. Κι άμα θέλεις τίποτε ποτά από το κελάρι να μου το λες και θα σου φέρνω ό,τι θέλεις!». «ΟΚ», μου λέει, «αλλά γιατί φοράς στολή και καμπαρτίνα;» «Κοίτα», του λέω, «να κατέβω κάτω στην πόλη με τη στολή του προσωπικού του Κυβερνείου είμαι τελειωμένος, θα με καθαρίσει αμέσως η ΕΟΚΑ. Γι’ αυτό την κρύβω κάτω από την καμπαρτίνα». Πέρασα και από εκείνον χωρίς έρευνα, πήγα στο δωμάτιό μου, έκρυψα εκεί τη βόμβα και επέστρεψα στα καθήκοντά μου.
Το βράδυ πριν κοιμηθώ άναψα τη θερμάστρα του δωματίου μου -ήταν Μάρτης και το βράδυ έκανε κρύο- γιατί η βόμβα έπρεπε να είναι στους 67 φάρεναϊτ, δηλαδή μεταξύ 19 και 20 κελσίου. Επίσης έβαλα το ξυπνητήρι να με ξυπνήσει στις 3.00 το πρωί ώστε να ρυθμίσω τη βόμβα να εκραγεί στις 3.00 το πρωί της επομένης. Μου είχαν δείξει πώς να το κάμω. Έτσι κι έγινε. Ξύπνησα, ρύθμισα τη βόμβα και γύρισα πίσω στον ύπνο, σαν να μη συνέβαινε τίποτε. Ξέχασα μάλιστα, αφού ήμουν μισοκοιμισμένος, ν’ αλλάξω το ξυπνητήρι ώστε να μην υπάρχει η ένδειξη ότι το έβαλα να κτυπήσει στις 3.00 το πρωί. Λειτουργούσα σαν να μη συνέβαινε τίποτε το ασυνήθιστο. Ρύθμισα τη βόμβα κι αμέσως ξανακοιμήθηκα του καλού καιρού.
Το πρωί, 19 του Μάρτη, ξύπνησα κανονικά, έβαλα τον κορσέ και στερέωσα τη βόμβα πάνω μου, πήρα ένα σεντόνι, έβαλα κάμποσα άλλα ρούχα μέσα, έκανα έναν μπόγο και τον έριξα στον ώμο. Ξεκίνησα χορεύοντας να μπω στο κτήριο κι από εκεί να πάω στο δωμάτιο του Κυβερνήτη. Μόλις έφτασα στον φρουρό, μου λέει «τι σ’ έπιασε και είσαι τόσο χαρούμενος σήμερα;». Του λέω, «ξέρεις, ρε, τι είναι τούτα;», «όχι», μου λέει, «τι είναι;». «Είναι ρούχα για το πλυντήριο», του λέω. «So what?», μου λέει. «Πού να καταλάβεις εσύ!», του λέω. «Απόψε θα έρθει το κορίτσι μου, ρε, και πρέπει να είναι όλα καθαρά»! Ούτε κορίτσι είχα ούτε τίποτε, ούτε επιτρεπόταν να έρθει κανείς να με επισκεφθεί.
Έμεινε για λίγο να με κοιτάζει. Το έπαιζα πάντα λίγο ελαφρόμυαλος με όλους. Ύστερα έβγαλε από την τσέπη του μια φωτογραφία και μου έδειξε το κορίτσι του. Οπότε, βάσει του σχεδίου που είχα καταστρώσει, έβγαλα κι εγώ τη φωτογραφία ενός κοριτσιού και «ρε», του λέω, «η δική σου είναι πιο όμορφη από τη δική μου». «Νομίζεις;», μου λέει. «Είσαι να τις ανταλλάξουμε καμιά νύχτα;», του λέω. Οπότε, «άντε φεύγε από δω, go away», μου κάνει, κι αυτό ακριβώς ήθελα. Τράβηξα χοροπηδώντας πρώτα για το πλυντήριο, όπου άφησα τον μπόγο κι ύστερα ευθεία για το υπνοδωμάτιο του Κυβερνήτη με τη βόμβα κάτω από τη στολή. Ήταν ο μόνος τρόπος να φέρω εις πέρας την αποστολή.
Οι τρύπιες κάλτσες του Κυβερνήτη
Όταν όμως έφτασα στο δωμάτιο του Κυβερνήτη, εκεί που νόμιζα πως όλα τα δύσκολα είχαν περάσει, βρέθηκα μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη. Η μαντάμ Βικτώρια, η υπηρέτρια της Κυβερνήταινας, καθόταν στο κρεβάτι του Κυβερνήτη και μαντάριζε κάλτσες. Πάγωσα. Που να πάρει ο δαίμονας να πάρει, σκέφτηκα, τι κάνω τώρα; Αυτή δεν ήταν μέσα στο σενάριο. «Τι κάνεις εκεί, μαντάμ Βικτώρια», της λέω. Η μαντάμ Βικτώρια ήταν Αρμεναία πρόσφυγας από τη Μικράν Ασία και τα ελληνικά της τέσσερα. «Ράβω κάλτσες», μου απαντά. Ανάθεμα τις κάλτσες, σκέφτηκα. Της λέω: «‘Κύριε κατουρήσει’, εκαθάρισε;». Έτσι έλεγε το αποχωρητήριο: «Κύριε κατουρήσει». «Εκαθάρισε», μου απαντά. «Θέλεις να σου κάμω χούβερ;» της κάνω.
«Όχι, δεν θέλει», μου απαντά. «Εγώ θα σου κάμω», της λέω. «Μα εσύ πελλό πότε ξανά έκαμες χούβερ;», μου λέει. Είχε δίκιο, ποτέ προηγουμένως δεν την είχα βοηθήσει με τη χούβερ. Τότε μπήκα μέσα στο αποχωρητήριο της Κυβερνήταινας. Το χρώμα της μπανιέρας ήταν μαύρο. Ήταν όλα πεντακάθαρα. Βρήκα όμως εκεί ένα ξεσκονόπανο και το τίναξα μέσα στη μπανιέρα. Έκανα και μερικά «Χ» με το δάχτυλο πάνω στη σκόνη για να φαίνεται καλύτερα και της λέω, «ε, δεν εκαθάρισε ‘κυρία κατουρήσει’!».
Στο μεταξύ είχα κοιτάξει όλες τις λεπτομέρειες στο υπνο-δωμάτιο και πρόσεξα ότι το παράθυρο ήταν ανοικτό. Ο Κυβερ-νήτης κοιμόταν πάντα με ανοικτό παράθυρο. Φοβήθηκα ότι θα έπεφτε η θερμοκρασία και δεν θα έσκαζε η βόμβα. Οπότε άνοι-ξα και το καλοριφέρ.
Κατέβηκα κάτω κι ακολούθησα τη ρουτίνα της ημέρας. Το μεσημέρι σερβίραμε το φαΐ, πήγα στο δωμάτιό μου, ντύθηκα και ξεκίνησα για να φύγω. Ο φρουρός ήθελε να με ερευνήσει. Του λέω «ρε» -στα ελληνικά τώρα- «την ώρα που έπρεπε δεν το έκαμες, τώρα το αποφάσισες;». «Speak in English», μου λέει. Οπότε, «ρε», του λέω, «πρέπει να μας δώσετε κι εμάς όπλα, γιατί θα μας σκοτώσει η ΕΟΚΑ»! «Εγώ», μου λέει «θα σου δώσω όπλο;»
Αντάρτης
Έξω από το Κυβερνείο, στον δρόμο, με περίμεναν ο Λεωνίδας ο Στεφανίδης με τον Τάκη του Ολυμπιακού, με αυτο-κίνητο με σταυρό του γιατρού πάνω, ότι τάχα ήμουν γιατρός και μου είχαν και τσάντα έτοιμη ότι πήγαινα να κάμω γέννα. Για τον κίνδυνο των μπλόκων, που ήταν παντού. Μπήκα στο αυτοκίνητο, δεν μας σταμάτησε κανένας και με πήραν ευθεία στον Αστρομερίτη. Από εκεί ήρθε ένα λεωφορείο, μπήκα μέσα και με πήρε στο Καλό Χωριό της Λεύκας. Με άφησε στο πρατήριο βενζίνας του Σολή. Του Σόλωνα Λοΐζου. Μετά από εκεί, αφού περίμενα δυο-τρεις ώρες ήρθε άλλο αυτοκίνητο και με πήραν στο μοναστήρι του Κύκκου. Από εκεί με παρέλαβε άλλη ομάδα και με πήρε στο Ξυσταρούδι, στο κρησφύγετο του Αντώνη Γεωργιάδη. Οι αντάρτες που ήταν εκεί με τον Γεωργιάδη ήταν ο Χαράλαμπος Φακούρας, ο Αβερκίου κι ο Λοΐζος.
Ύποπτος προδοσίας
Την άλλη μέρα άρχισε το δράμα μου. Δεν έπαιξε η βόμβα. Ο Γεωργιάδης, που ήταν θεολόγος, απόφοιτος της Χάλκης, με ανάκρινε αμέσως. Γιατί δεν εξερράγη η βόμβα, γιατί το ένα, γιατί το άλλο. Του είπα την ιστορία με το νι και με το σίγμα. Δεν με πίστεψε. Θεώρησε ότι δυνατόν να ήμουν σταλμένος από τους Άγγλους. Έγινα αμέσως, επί τόπου, ύποπτος προδοσίας. Όλοι με κοίταζαν υπό γωνία. Η απογοήτευσή μου δεν περιγράφεται. Έπεσα σε μεγάλη λύπη, απογοήτευση, στενοχωρία. Βέβαια η βόμβα, όπως είχαμε μάθει αργότερα, είχε εκραγεί αλλά με μερικές ώρες καθυστέρηση. Την είχαν βάλει οι Άγγλοι σε ένα απομονωμένο φυλάκιό τους, στο περίβολο του Κυβερνείου, πήραν μέτρα ασφάλειας κι εξερράγη στις 10.00 το πρωί.
Τις επόμενες μέρες, σε μια περίπτωση πήγαμε κάτω στον ποταμό, τον Πλατύ, να φέρουμε νερό. Η συμπεριφορά των άλλων απέναντί μου ήταν η ίδια, δεν άλλαξε. Με κοίταζαν συνέχεια με υποψία. Παρά να με υποψιάζονται, έλεγα μέσα μου, καλύτερα να με σκότωναν. Δεν το άντεχα. Εγώ είχα περάσει τέτοια δοκιμασία, θυσίασα τα πάντα για τον Αγώνα κι αυτοί, οι συναγωνιστές μου, με θεωρούσαν… προδότη! Στον ποταμό, εκεί που ο Φακούρας γέμιζε το παγούρι του, πήρα το κυνηγετικό του να το περιεργαστώ. «Άσ’ το όπλο κάτω», μου λέει. Αντέδρασα. «Γιατί συμπεριφέρεστε έτσι;», του λέω. «Γιατί ν’ αφήσω το όπλο κάτω; Δικαιούμαι κι εγώ να έχω όπλο, όσο κι εσείς». «Άκου, φίλε», μου απαντά, «δεν είμαι ’γω που σ’ έβγα-λα προδότη»! «Τι είμαι, ρε;», του λέω. «Δεν είμαι εγώ», μου ξαναλέει, «άλλοι σέ ’βγαλαν. Εμένα η διαταγή μου ήταν να σε δέσω… και δεν σε έδεσα».
Παρέλυσα κυριολεκτικά. Επιστρέψαμε στο κρησφύγετο. Δεν μιλούσα πια σε κανέναν. Έμεινα εντελώς μόνος. Την άλλη μέρα ήρθε ο Μάρκος Δράκος, ειδικά για μένα, να μιλήσει μαζί μου, να βγάλει συμπέρασμα. Πρώτη μου φορά τον έβλεπα. Δεν ήξερα ποιος ήταν. Καθόμουν παράμερα, κοντά σ’ έναν θάμνο και διάβαζα το περιοδικό Ακτίνες. Μου συστήθηκε με το ψευδώνυμό του, «Λυκούργος». Στην αρχή δεν κατάλαβα ότι ήρθε για να με ανακρίνει. Άρχισε να μου μιλά και να με ρωτά, για τη βόμβα, για το ένα και για το άλλο.
Όταν κατάλαβα ότι επρόκειτο για ανάκριση με πήρε κυριολεκτικά ο διάολος. Αντέδρασα και του είπα κάμποσα· ότι μονοπωλούν τον αγώνα, τον πατριωτισμό, ότι με τέτοια συμπεριφορά δεν ήταν άξιοι για τέτοιον αγώνα… Με εξέπληξε αρχικά γιατί δεν αντέδρασε με τον ίδιο τρόπο και είδα πως ήταν ένας μειλίχιος άνθρωπος! Δεν ήταν εχθρικός μαζί μου. Μου έλεγε «ηρέμησε»… «έχεις δίκιο»… «έχε πίστη στον Θεό»… Εγώ του είπα: «Κοίταξε να δεις, αυτό που θέλετε να κάμετε, κάμετέ το όσο πιο γρήγορα μπορείτε… εγώ δεν πρόκειται ν’ αντιδράσω. Όμως, αφού συνεχίσεις την έρευνα που κάμνεις και βρεις ποια πράγματι είναι η αλήθεια, θέλω να σε παρακαλέσω να ενημερώσεις τους δικούς μου, ότι εγώ δεν δέχτηκα ποτέ ότι ήμουν προδότης. Τουλάχιστο εκείνοι θα με πιστέψουν, ότι δεν ήμουν προδότης, και να μου κάμνουν ένα μνημόσυνο! Τώρα, μπορείς να κάμεις ό,τι νομίζεις». Εκείνος μού επανέλαβε να έχω πίστη στον Θεό κι εγώ διερωτόμουν ποιος ήταν. Ύστερα έφυγε.
Πέρασαν τρεις μέρες και μάθαμε ότι έφτασαν στην περιοχή Εγγλέζοι για έρευνες στο Μηλικούρι. Τάχα τους έφερα εγώ! Αποφάσισαν να φύγουν από το κρησφύγετο, κι έστειλαν εμένα στην αντίθετη κατεύθυνση, να πάω να τους περιμένω, είπαν, σε μια κορφή απέναντι. Όταν τέλειωναν οι έρευνες θα επέστρεφαν, μου είπαν, να με πάρουν.
Περνούσαν οι μέρες, κοιμόμουν μες στους θάμνους, έφαγα ό,τι είχα στο σακίδιό μου, πέρασε μια εβδομάδα. Στο μεταξύ άκου-σα εκρήξεις και πυροβολισμούς. Η ομάδα είχε ανατινάξει τα αυτοκίνητα των Άγγλων. Αποφάσισα να φύγω από το σημείο που μου υπέδειξαν και άρχισα να περιπλανιέμαι μέσα στο δάσος. Κατά τύχη, από μακριά, τους είδα. Τους εφώναξα και συναντηθήκαμε. Ο Γεωργιάδης μου έκανε και παρατηρήσεις ότι… εχάθηκα! Τους είπα ότι δεν σήκωνα άλλο την κατάσταση και ότι ήταν καιρός να σταματήσει αυτό το άσχημο παιγνίδι εις βάρος μου. Δεν ήθελαν να το συζητήσουν, αλλά εγώ επέμενα ότι έπρεπε να ξεκαθαρίσει η υπόθεση. Στο τέλος με δέχτηκαν πίσω μαζί τους, αλλά αφού ακόμα δεν είχαν άλλη οδηγία, εξακολουθούσα να είμαι υπό αμφισβήτηση και αμφιβολία.
Μετακινηθήκαμε σε λημέρι σε άλλη πλαγιά. Από εκεί ο Αντωνάκης με τον Φακούρα και τον Αβερκίου πήγαν σε κάποια αποστολή και με άφησαν μόνο με τον Λοΐζο, που ήταν καλό παιδί αλλά κάπως αγαθός. Τον έστειλα κάτω στον ποταμό να φέρει νερό και στο μεταξύ κρύφτηκα μέσα στους θάμνους. Όταν επέστρεψε και είδε ότι έλειπα, άρχισε να με φωνάζει «Πιπίνοοο, Πιπίνοοο!» αλλά εγώ τον παρακολουθούσα κρυμμένος χωρίς ν’ απαντώ. Οπότε άρχισε να φωνάζει: «Έφυγε, σας το έλεγα εγώ ότι είναι προδότης και δεν με ακούατε. Να, που τώρα έφυγε και μ’ άφησε μόνο! Τι θα γίνω τώρα μόνος;»! Τρομοκρατημένος άρχισε να κρύβει ό,τι είχαμε μαζί μας, να τα σκεπάζει με κλαδιά και να ετοιμάζεται να φύγει. Οπότε του φώναξα «Λιάκο, ε, Λιάκο!». Μόλις άκουσε τη φωνή μου και του φανερώθηκα, μου λέει, «γιατί δεν μου απαντούσες τόση ώρα;» «Πώς δεν σου απαντούσα» του λέω, «σου μιλούσα αλλά δεν με άκουες, μόνο να φωνάζεις ξέρεις πως είμαι προδότης! Γιατί, ρε, είμαι προδότης;» «Μα δεν είμαι εγώ, είναι οι άλλοι που έλεγαν πως είσαι προδότης. Εγώ λέω είσαι καλό παιδί».
Στο μεταξύ επέστρεψαν οι άλλοι και την επομένη ο Γεωργιάδης έστειλε τον Φακούρα, τον Λοΐζο και τον Αβερκίου στο παλιό κρησφύγετο να φέρουν κάτι. Εκεί τους είχαν στημένη ενέδρα οι Εγγλέζοι και τους συνέλαβαν. Οπότε εγώ και ο Αντωνάκης ξεκινήσαμε για τον Κύκκο, νύχτα. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Την επομένη φτάσαμε στις Καστανιές, πίσω από το Θρονί, όπου ήταν το κρησφύγετο με την ομάδα του Μάρκου Δράκου. Συνενωθήκαμε μαζί τους. Εκεί ήρθε διαταγή από τον αρχηγό εγώ να μείνω με την ομάδα του Δράκου και ο Αντωνάκης να πάει να βρει τον αρχηγό. Ήταν το τέλος της δοκιμασίας μου ως «υπόπτου προδοσίας». Έγινα πια κανονικός αντάρτης, ίσος με τους άλλους. Αυτό έγινε Απρίλη του 1956.
Με τον Μάρκο Δράκο
Ο Μάρκος Δράκος ήταν ένας φλογερός αντάρτης. Τίμιος, ευθύς, παλικάρι. Νίκησε τον φόβο του θανάτου, δεν τον ένοιαζε αν θα πεθάνει ή όχι. Προσευχόταν. Πίστευε στον Θεό, μας εξηγούσε το Ευαγγέλιο. Ανάμεσά μας ήταν ένας άγιος, το πιστεύαμε. Ήταν πραγματικός ηγέτης, είχε δική του θέληση.
Μας έστειλαν την πληροφορία ότι θα έρχονταν στην περιοχή μας οι Εγγλέζοι για έρευνες. Ο αρχηγός δεν ήταν πολύ μακριά από μας. Έμενε λίγο πιο κάτω από τις Καστανιές, στους Μαύρους Γκρεμούς. Ο αγγελιοφόρος, ο Παύλος Νικήτας, από τα Κονιά Πάφου, είπε στον Δράκο ότι ο Αρχηγός διέταξε να μετακινηθούμε σε άλλο λιμέρι, σε συγκεκριμένη περιοχή στο βουνό. Τότε ο Δράκος τον έστειλε πίσω στον Αρχηγό να επιβεβαιώσει αν ίσχυε ή όχι η παλαιότερη διαταγή του, ότι όταν οι Άγγλοι θ’ ανέβαιναν στο βουνό αναζητώντας μας, εμείς θα έπρεπε να κατεβούμε στην πεδιάδα, στα χωριά.
Ο Νικήτας πήγε κι επέστρεψε κι είπε στον Δράκο, «όχι, να πας εκεί που σε διατάζει ο αρχηγός»! Τότε ο Δράκος τού λέει: «Πες μου τι ακριβώς είπε». «Είπε», λέει ο Νικήτας, «χέστηκε κι ο Λυκούργος;». Αυτό πείραξε πάρα πολύ τον Δράκο. «Εντάξει», του λέει, «να πας πίσω στον Αρχηγό και να του πεις ότι εγώ δεν θα φύγω από δω. Θα μείνω με όσους άνδρες θέλουν και θα αντιμετωπίσουμε με τα όπλα τους Άγγλους». Πάλι πήγε πίσω ο καημένος ο αγγελιοφόρος, είπε στον Αρχηγό τι του είπε ο Δράκος και ο Αρχηγός έγινε θηρίο. Είπε στον αγγελιοφόρο να πάει ξανά πίσω στον Δράκο, να του πει να μετακινηθεί στο σημείο που ήταν η διαταγή, αλλά να πάει κι ο ίδιος στον Αρχηγό. Υπάκουσε ο Δράκος, έστειλε την ομάδα στο λημέρι που ήταν η διαταγή κι ο ίδιος πήγε στον Αρχηγό. Εκεί εξηγήθηκαν μεταξύ τους κι επέστρεψε σε μας.
Από εκείνη την ημέρα εγώ εκτίμησα ιδιαίτερα τον Μάρκο Δράκο γιατί ήταν θαρραλέος άνθρωπος, με μεγάλο φιλότιμο, που δεν ανεχόταν καμιά προσβολή, ούτε από τον ίδιο τον Αρχηγό. Μαζί του ένιωθα τώρα ότι ήμουν ένας αληθινός αντάρτης, μακριά από όσα πέρασα με τους άλλους. Ήμουν περήφανος κι έτοιμος να ακολουθήσω τον Μάρκο Δράκο σε όλες τις αποφάσεις και τις διαταγές του.
Ο στρατός πράγματι ήρθε. Τους βλέπαμε από μακριά, ήταν τόσοι πολλοί που θα έλεγες ήταν ένα πανηγύρι. Είχαμε σκοπιές και παρακολουθούσαμε τις κινήσεις τους. Σε μια περίπτωση που ήρθαν στρατιώτες να πάρουν νερό από τον ποταμό, ήμουν τόσο κοντά τους που έβλεπα ότι η πλάκα του ρολογιού του ενός ήταν μαύρη. Σε μια άλλη περίπτωση, που μετακινηθήκαμε νύχτα και οδηγούσα εγώ από ένα μονοπάτι που ήξερα, ο Μάρκος Δράκος πάτησε ένα στρατιώτη που τυλιγμένος στο αδιάβροχό του κοιμόταν. Φαίνεται ήταν σκοπός και τον είχε πάρει ο ύπνος. Έβαλε τις φωνές κι έριξε κι έναν πυροβολισμό στον αέρα. Εμείς τραβήξαμε πίσω και κρυφτήκαμε στους θάμνους.
Την επομένη μια ομάδα στρατιωτών έρχονταν κατευθείαν προς εμάς. Ξύπνησα τον Δράκο και του λέω, «έχομεν επισκέπτες». «Μην ανησυχείς», μου λέει, «αυτοί θα τραβήξουν για κάτω, δεν θα έρθουν προς τα εδώ». Πράγματι, σε λίγο έστριψαν προς τα κάτω, προς τον ποταμό. Του λέω, «βρε Μάρκο, πώς το κατάλαβες ότι αυτοί θα έστριβαν προς τα κάτω;» Και τι μου απαντά; «Επειδή η γηραιά Αλβιών γέρασε πια και μαζί της και οι στρατιώτες της όλο κατήφορο πηγαίνουν». Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος και δεν του έλειπε ποτέ ούτε το χιούμορ.
Από εκεί τραβήξαμε κάτω προς την πεδιάδα. Οι διαταγές ήταν να διαλυθούμε προσωρινά σαν ομάδα και ο καθένας να πάει σε ορισμένο σπίτι, στα χωριά. Εγώ πήγα σε σπίτι με κρησφύγετο στα Κατύδατα, μετά σε άλλο στη Λινού-Φλάσου,
μετά στην Κοράκου, στο σπίτι του Θεοχάρη και μετά στα Καλιάνα, στο σπίτι του Κυριάκου Κουλέντη. Έμενα στο κάθε σπίτι μια βδομάδα, δεκαπέντε μέρες. Αφού πέρασε το καλοκαίρι, πήρα μήνυμα από τον Δράκο και πήγα στον Καλοπαναγιώτη, όπου συνενώθηκα με όλη την ομάδα στο κρησφύγετο του Τρουλλινού. Εκείνο το κρησφύγετο, έγινε με επίβλεψη ανθρώπου ειδικού στα μεταλλεία. Ήταν μια γαλαρία με ξύλινα υποστυλώματα από κορμούς δέντρων μέσα στο βουνό, κάτω από μια μικρή λίμνη, που χρησιμοποιούσαν οι χωρικοί για σκοπούς άρδευσης. Η είσοδος του κρησφυγέτου ήταν σε μια «δόμη» (ξερολιθιά). Ήταν αδύνατο να εντοπισθεί. Μετακινούσες δυο-τρεις πέτρες για να μπεις και μετά τις έβαζες από μέσα πίσω στη θέση τους. Ήταν αδύνατο να εντοπισθεί χωρίς προδοσία. Εκεί περάσαμε καλύτερα από πριν γιατί δεν είχαμε πια τις κακουχίες των μετακινήσεων από λημέρι σε λημέρι.
Η ενέδρα της Ξεραρκάκας
Η πρώτη μας δράση από το κρυσφήγετο του Τρουλλινού ήταν η ενέδρα της Ξεραρκάκας, στον Καλοπαναγιώτη. Εκεί είχαμε ζητήσει, όλοι, να μείνουμε και να πολεμήσουμε, γιατί συνήθως στην ενέδρα κτυπούσαμε και φεύγαμε. Ήταν μετρη-μένα και τα πυρομαχικά που χρησιμοποιούσαμε. Ο Δράκος συμφωνούσε μαζί μας αλλά, «ποιος θα μας γλιτώσει από τον Αρχηγό», είπε, «που θα παρακούσουμε και θα ξοδέψουμε περισσότερα πυρομαχικά;». Τελικά, όμως, τον πείσαμε και η απόφαση ήταν να το κάνουμε.
Εκείνην την ενέδρα την κάναμε με την ομάδα του Πολύ-καρπου Γιωρκάτζη, που ήταν βοηθός, δεύτερος του Δράκου, αλλά διατηρούσε δική του ομάδα σε άλλο κρησφύγετο, στην ίδια περιοχή, 3-4 μίλια μακριά από μας. Στην ενέδρα ο Γιωρκάτζης χρησιμοποίησε μπαζούκα.
Ήταν ένα τεθωρακισμένο και τρία αυτοκίνητα με στρατιώτες. Αφήσαμε το τεθωρακισμένο να περάσει κι αρχίσαμε να βάλλουμε στα αυτοκίνητα με τους στρατιώτες. Τους καθηλώσαμε. Η ενέδρα διήρκεσε περίπου είκοσι λεπτά. Το όπλο μου, μια ιταλική αραβίδα, είχε πάθει εμπλοκή. Η τέταρτη σφαίρα δεν εκπυρσοκρότησε κι έμεινε μέσα στη θαλάμη. Οπότε έκατσα κι έβλεπα τους άλλους. Είδα τον Μάρκο Δράκο, αυτό το παιδί που προσευχόταν κάθε μέρα, να πολεμά σαν λιοντάρι. Σε μια στιγμή έγιναν εκρήξεις ακριβώς μπροστά μας. Γυρίζω στον διπλανό μου και του λέω: «Ρε, γιατί ρίχνεις χειροβομβίδες, δεν βλέπεις ότι είναι μακριά και δεν τους φτάνουν;». Οπότε μου λέει ο Δράκος, «δεν είναι χειροβομβίδες, είναι όλμοι. Πέσε κάτω, πέσε κάτω»! Έκανα ό,τι μου είπε, αλλά τι ήταν οι όλμοι δεν ήξερα. Κάθισα στο σημείο που ήμουν και ρωτούσα τον Δράκο να μου πει. Εκείνος έσκασε στα γέλια. Μου λέει, «περιμένεις τέτοια στιγμή να σου κάνω μάθημα τι είναι οι όλμοι; Πέσε κάτω γρήγορα».
Στο μεταξύ ο Γιωρκάτζης δεν βρήκε στόχο με την μπαζούκα. Η έκρηξη έγινε κοντά και πίσω στα αυτοκίνητα, με αποτέλεσμα να νομίσουν ότι βάλλονταν και από αλλού κι έμειναν καθηλωμένοι. Μετά που φύγαμε από εκεί ακολούθησαν μεγάλες έρευνες στην περιοχή. Είχαν κυριολεκτικά λυσσάξει. Αλλά το κρησφύγετό μας ήταν τόσο τέλειο, που δεν υπήρχε περίπτωση να το ανακαλύψουν. Βέβαια, αφού πέρασε κάποιος χρόνος συνελήφθη ένας από τους αντάρτες του Γιωρκάτζη και μαρτύρησε πού ήταν και τα δυο κρησφύγετα.
Ο θάνατος του Μάρκου Δράκου
Ο Δράκος αποφάσισε να μην πάμε σε εφεδρικό κρησφύγετο στην ίδια περιοχή, αλλά πιο μακριά σε λημέρι, στην περιοχή Σολέας. Ήταν στα μέσα του Γενάρη, του 1957. Υπήρχε πολύ κρύο και συνεχείς βροχές, όπως φέτος. Σε κάποιο χρόνο ήρθαμε σ’ επαφή με τον τομεάρχη της περιοχής, τον Φρίξο Δημητριάδη, ο οποίος ανέλαβε την τροφοδότησή μας.
Στις 19 του Γενάρη άρχισαν έρευνες. Ο Δράκος με έστειλε να κάμω αναγνώριση και εκτίμηση της κατάστασης. Είδα ότι οι έρευνες γίνονταν από τον δρόμο προς τα πάνω, προς το Σινά Όρος. Η Ευρύχου ήταν εκτός, ίσως μόνο ένα μέρος της ήταν μέσα στην περιοχή των ερευνών. Αν καταφέρναμε να διασταυρώσουμε τον δρόμο θα μπαίναμε σε ασφαλή περιοχή.
Ο Δράκος δέχτηκε την εισήγησή μου αλλά ήθελε πρώτα να περάσει από την Κοράκου, όπου ήταν ο Δημητριάδης, για να τον ευχαριστήσει για όλη τη βοήθεια που μας είχε δώσει. Ξεκινήσαμε νύχτα. Στο μονοπάτι που πήραμε προχωρούσα μπροστά. Οπότε άκουσα θόρυβο από όπλο που ετοιμάζεται να ρίξει. Σταμάτησα. Μερικά βήματα πίσω μου ήταν ο Δράκος. Μου λέει, «τι συμβαίνει;». «Άκουσα κάποιον μπροστά μου να οπλίζει», του είπα, «αλλά δεν τον είδα». «Κάτι άκουσα κι εγώ», μου λέει, «καλύτερα να επιστρέψουμε». Πιο πίσω έρχονταν ο Κώστας Λοΐζου κι ακόμα τρεις. Επιστρέψαμε από εκεί που ξεκινήσαμε κι ετοιμαστήκαμε για αναχώρηση. Εγώ εισηγήθηκα να διασταυρώσουμε τον δρόμο με κατεύθυνση τα Κατύδατα, όπου είχαμε μια κρύπτη. Ο Δράκος ήθελε να πάει προς το μεταλλείο της Φουκάσας. Και αυτό κάναμε. Εκείνος αποφάσιζε. Κάναμε την προσευχή που συνηθίζαμε πριν από κάθε επιχείρηση και ξεκίνησα πρώτος εγώ.
Ο Δράκος προχωρούσε σχεδόν παράλληλα αλλά πιο ψηλά, στην πλαγιά. Σε κάποια στιγμή μου έκαμε σήμα με τις πέτρες. Σε τέτοιες περιπτώσεις συνεννοούμασταν συνθηματικά κτυπώντας δυο πέτρες. Το σήμα που μου έστειλε ήταν ν’ ανέβω προς την κατεύθυνσή του. Μέχρι να το κάμω είχε προχωρήσει πιο μπροστά από μένα. Πίσω του ακολουθούσαν οι άλλοι τρεις. Μέχρι ν’ ανέβω βρέθηκα τελευταίος. Προσπέρασα τους δύο και πλησίαζα τον Κώστα Λοΐζου. Τότε ακούστηκαν πολύ κοντά μας οι πυροβολισμοί. Πολλοί πυροβολισμοί, λες και είχαμε μπει σε στρατόπεδο.
Είδα τον Κώστα Λοΐζου να κυλά κάτω προς εμένα. «Τους πατήσαμε», μου λέει. «Μα πόσοι είναι;», του λέω. Μου απαντά, «είναι πολλοί. Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, δεν ξέρω. Πολλοί στρατιώτες. Ο Δράκος είναι νεκρός. Έπεσε δίπλα μου».
Όσες σφαίρες δεν βρήκαν τον Δράκο, είχαν βρει τον Λοΐζου στα πόδια. Μου λέει, «στήσε μου το μπρεν και φύγε να γλιτώσεις». Του λέω, «δεν πάω πουθενά. Θα σε πάρω μαζί μου». Όμως, δεν ήθελε ν’ ακούσει. Επέμενε να μείνει εκεί να πολεμήσει. Εγώ του είπα να ξεφορτωθεί ό,τι κουβαλούσε για να μπορέσω να τον μεταφέρω στην πλάτη μου, αλλά πάλι αρνιόταν. Οπότε, αναγκάστηκα να ξεφορτωθώ εγώ τα δικά μου, γυλιό κ.ά., να τον φορτωθώ και να τον μεταφέρω εκτός ενέδρας, όπου συναντήσαμε και τους άλλους. Τότε στάθηκε στα πόδια του κι έβριζε τους Εγγλέζους.
Είχε φάει έξι σφαίρες στα πόδια, αλλά δεν έσπασαν κόκαλο. Δυο διαπέρασαν τα πόδια κι οι άλλες τέσσερις είχαν σφηνωθεί μέσα. Όλως παραδόξως δεν έχανε αίμα. Πονούσε βέβαια αλλά περισσότερο ήταν θυμωμένος που μας είχαν στήσει ενέδρα οι Εγγλέζοι. Τότε του είπα «γιατί διαμαρτύρεσαι; Κι εμείς τα ίδια δεν κάνουμε; Αυτή τη φορά μάς την έστησαν εκείνοι». Ανάλαβα πρωτοβουλία και τους είπα ότι από εκείνη τη στιγμή θα ήμουν εγώ υπεύθυνος για την ομάδα, αφού ήμουν ο μόνος που ήξερε την κρυψώνα στα Κατύδατα. Δέσαμε το πόδι του Λοΐζου με το κασκόλ του κι όταν του είπα ότι μπορούσε να περπατήσει ενθουσιάστηκε και αγκαλιασμένοι προχωρήσαμε όλοι μαζί προς τα Κατύδατα. Περπατήσαμε τεσσερισήμιση ώρες κι όταν φτάσαμε στον προορισμό μας, στο σπίτι του Δημοσθένη Κυριάκου, φέραμε τον γιατρό Φοίβο Χατζηιωάννου και περιποιήθηκε τον Κώστα. Ενώ ανάρρωνε γράψαμε στον αρχηγό κι εκείνος διόρισε τον Τεύκρο Λοΐζου υπεύθυνο τομεάρχη της περιοχής.
29 μέρες νηστικοί
Στο μεταξύ συνεχίζονταν οι έρευνες, έφτασαν ως στα Κατύδατα αλλά δεν μας βρήκαν. Η επιμονή των Άγγλων να συνεχίσουν να ψάχνουν στην περιοχή με έκανε να σκεφτώ ότι έπρεπε να μετακινηθούμε. Το εισηγήθηκα στους άλλους και όλοι συμφώνησαν εκτός από τον νέο τομεάρχη. Τότε του είπα, «εσύ άμα θέλεις να μείνεις, μείνε, εμείς θα φύγουμε» κι ας ήταν τομεάρχης. Από την αρχή δεν υπάκουα εύκολα σε διαταγές αν δεν έκρινα πως ήταν σωστές, αν δεν συμφωνούσα κι εγώ μαζί τους. Αυτό είχε να κάνει με τη δοκιμασία που πέρασα όταν με είχαν για «προδότη».
Τους είχα πάρει τον αέρα τρόπον τινά και δεν υπάκουα τυφλά. Ούτε καν στον Αρχηγό. Έτσι και τώρα εξήγησα στον τομεάρχη ότι διατρέχαμε μεγάλο κίνδυνο να πιαστούμε. «Οπότε», του είπα, «εσύ απλώς θα πας φυλακή, εμείς ολόισια στην κρεμάλα». Ήμαστε, εγώ και ο Κώστας Λοΐζου επικηρυγμένοι για πέντε χιλιάδες λίρες, οι άλλοι όχι. Βέβαια δεν είναι αυτό που μετρούσε αλλά ότι ήμουν βέβαιος
πως θα μας έπιαναν αν μέναμε εκεί. Σηκωθήκαμε και φύγαμε. Μέχρι να φτάσουμε εμείς στον Κάμπο της Τσακίστρας, όπου ήταν ο προορισμός μας, τρεις ημέρες περπάτημα, έγιναν όλα όσα είχα προβλέψει. Ο Τεύκρος Λοΐζου συνελήφθη. Αμέσως κατάλαβα ότι θα ήξεραν επίσης και για μας, ότι πηγαίναμε για την Τσακίστρα, όχι γιατί θα τους το έλεγε ο τομεάρχης, αλλά γιατί αυτός που πρόδωσε τον τομεάρχη (αργότερα τον εκτελέσαμε, ήταν μέλος της οργάνωσης από τα Κατύδατα) ήξερε και για την Τσακίστρα.
Όταν φτάσαμε εκεί -μόλις που τα καταφέραμε με το πληγωμένο πόδι του Κώστα Λοΐζου- είπα στην ομάδα που μας υποδέχτηκε ότι αν έρθουν Εγγλέζοι εμείς θα τραβούσαμε προς το βουνό· και τους έδειξα μια ψηλή κορφή πέρα. Επέλεξα έναν από εκείνους, που ενστικτωδώς έκρινα ότι ήταν ο πιο σοβαρός και έμπιστος της ομάδας και του είπα να μείνει πίσω. Όταν έφυγαν οι άλλοι τού ζήτησα να μας φέρει έναν κασμά και ένα φτυάρι και να μας υποδείξει ένα σημείο πιο χαμηλά από την κορφή που έδειξα προηγουμένως, που να έχει κοντά νερό. Έτσι κι έγινε. Μόλις που προφτάσαμε να βγάλουμε μια τρύπα να μας χωρά όλους και την άλλη μέρα ήρθαν οι Εγγλέζοι. Έκαναν κάποιες έρευνες αλλά μετά τράβηξαν πιο ψηλά, στην κατεύθυνση που είχα πει ότι θα πηγαίναμε.
Έτσι μείναμε σε εκείνο το κρησφύγετο αλλά είχαμε πρόβλημα με τα τρόφιμα. Έπρεπε να υποβάλουμε αίτημα πρώτα στον Αρχηγό και να πάρουμε έγκριση για να μπορέσουμε ν’ αγοράσουμε ό,τι χρειαζόμαστε. Χρήματα είχαμε. Μας χορηγούνταν πέντε λίρες τον μήνα στον καθένα για τη διατροφή μας. Επίσης για οτιδήποτε άλλο χρειαζόμαστε, π.χ. υλικά για την κατασκευή ενός κρησφυγέτου, έπρεπε πάλι να υποβάλουμε αίτηση και να πάρουμε άδεια. Ένα κρησφύγετο κόστιζε τότε γύρω στις 25 λίρες.
Οπωσδήποτε το μεγάλο κέρφιου που έγινε στο Μηλικούρι, 54 ημέρες, έπιασε και την περιοχή του Κάμπου όπου ήταν το κρησφύγετό μας. Τρία άτομα περάσαμε 29 μέρες νηστικοί. Τρώγαμε ο κάθε ένας μια πατάτα ωμή, ένα κρεμμύδι και μισό ποτήρι νερό. Επίσης είχαμε κάποια μπισκότα και τρώγαμε ένα μπισκότο την ημέρα ο καθένας.
Ο Άγγλος ταγματάρχης
Μετά ήρθε διαταγή από τον Αρχηγό να φύγω από εκεί και να πάω να αναλάβω τον τομέα Μαραθάσας, του Δράκου. Πήγα στον Καλοπαναγιώτη, στο παλιό εφεδρικό μας κρησφύγετο με σύνδεσμο τον ίδιο που είχε και ο Δράκος, τον Ανδρέα Παυλίδη. Όλους τους άλλους παλιούς συνδέσμους στα άλλα χωριά (Πρόδρομο, Πεδουλά, Μουτουλά, Τρεις ελιές, Οίκο, Καμινάρια) τους αντικατέστησα με νέους. Επειδή οι Άγγλοι μπορούσαν πιο εύκολα να πιάσουν έναν παλιό και με τα βασανιστήρια να τον αναγκάσουν να μιλήσει. Έτσι πέρασα αρκετό καιρό μετακινούμενος σε κρησφύγετα από το ένα χωριό στο άλλο, χωρίς έρευνες και χωρίς συλλήψεις. Ο Αρχηγός, λόγω των εξόδων, έλεγε να έχουμε μόνο ένα κρησφύγετο. Εγώ έκαμα πέντε.
Επίσης τον ειδοποίησα ότι θα έκανα ενέδρα στον Πεδουλά αλλά την έκανα στον Πρόδρομο, για ασφάλεια. Μια άλλη ενέδρα που οργάνωσα στον Πρόδρομο ήταν εκείνη εναντίον των λεγόμενων UK sergeants. Ήταν ένα τζιπ με δύο μέσα. Μάθαμε από το ραδιόφωνο ότι σκοτώσαμε τον ένα. Ήμαστε τέσσερις. Εγώ είχα ένα τόμσον και οι άλλοι στεν. Στην ίδια περιοχή είχα οργανώσει και εκτελέσει άλλες δυο ενέδρες.
Στη συνέχεια παρέλαβε τον τομέα μου ο Νίκος Ψωμάς κι εγώ μετακινήθηκα ως τομεάρχης Μηλικουρίου, σε κρησφύγετο εκτός του χωριού με άλλους τρεις, ως το τέλος του Αγώνος.
Ένας από τους λόγους τώρα, πώς τα κατάφερα από τον Μάρτη του 1956 μέχρι τον Μάρτη του 1959 να μείνω ασύλληπτος, είναι και η ιστορία με τον Άγγλο ταγματάρχη. Εγώ δεν ήξερα ότι υπήρχε αυτός ο άνθρωπος. Εργαζόμουν τότε, μετά τον Αγώνα, ως διευθυντής στο γκαράζ Καραντώκη και μια μέρα ήρθε στο γραφείο μου -από την Αγγλία με δικά του έξοδα, όπως μου είπε- να με επισκεφθεί, να με γνωρίσει από κοντά, όπως είπε. «Μπορείς να μου εξηγήσεις», με ρώτησε, «πώς γίνεται εγώ που είχα όλες τις πληροφορίες για τις κινήσεις σου να μην είχα καταφέρει να σε συλλάβω;».
Τότε θυμήθηκα την υπόθεση με τον Αστραίο. «Πολλές από τις πληροφορίες που είχες», του λέω, «εγώ σου τις έστελλα. Δεν έπαιρνες με το ταχυδρομείο πληροφορίες από κάποιον Αστραίο;». «Ναι», μου λέει, «ναι. Αυτό ήταν το όνομα». «Εγώ ήμουν ο Αστραίος», του λέω, «εγώ σου έδινα τις πληροφορίες!».
Σε κάθε επαρχία είχαμε δικό μας άνθρωπο στα ταχυδρομεία των χωριών, ο οποίος έλεγχε τις επιστολές που έφευγαν για να ξέρουμε πού απευθύνονταν. Όσες κρίναμε ύποπτες από τη διεύθυνση τις ανοίγαμε. Έτσι ανακαλύψαμε πως κάποιος «Αστραίος», από τον Οίκο Μαραθάσας (έγραφε μέσα «εν Οίκω Μαραθάσης»), ταχυδρομούσε επιστολές από τη Μόρφου στον Άγγλο Διοικητή της επαρχίας με πληροφορίες για την ΕΟΚΑ. Ο Διοικητής έστελλε τις πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές κατοχής. Για ν’ ανακαλύψουμε ποιος ήταν ο «Αστραίος» βρήκαμε μια δικαιολογία και μαζέψαμε υπογραφές από όλους τους κατοίκους του χωριού κι από τον γραφικό χαρακτήρα του εντοπίσαμε τον «Αστραίο». Πήγαμε και τον βρήκαμε και τον απειλήσαμε για τη ζωή του. Φοβήθηκε κι έφυγε για την Αγγλία. Οπότε σκέφθηκα να γίνω εγώ ο «Αστραίος» και να στέλλω εγώ επιστολές με «πληροφορίες» στον Διοικητή Μόρφου. Έγραφα λόγου χάρη ότι η ομάδα θα μετακινείτο στην τάδε περιοχή, ενώ πηγαίναμε σε άλλη. Έτσι παραπλανιόταν και ο ταγματάρχης χωρίς να ξέρουμε καν ότι είχε ειδική αποστολή να συλλάβει εμένα. Δεν θυμούμαι αν έγραψα το όνομά του τότε, δεν το έχω, δεν το θυμούμαι.
Η ημέρα της «Ανεξαρτησίας»
19 Μαρτίου του ’56 είχα ανεβεί στο βουνό, 19 του Μάρτη του ’59, μετά την ειδοποίηση του Διγενή ότι έληξε ο Αγώνας, παραδώσαμε τον οπλισμό και κατεβήκαμε στη Λευκωσία. Είχαν περάσει από τότε τρία χρόνια ακριβώς, ούτε λεπτό λιγότερο ή περισσότερο. Τη νύχτα έμεινα στο σπίτι του Γεώργιου Οικονο-μίδη, στην Παλλουριώτισσα. Την επομένη παρελάσαμε οι αντάρτες στη Λευκωσία, μας υποδέχτηκε ο κόσμος με τόσο ενθουσιασμό, μερσίνια, φιλιά, αγκαλιές και καταλήξαμε στην Αρχιεπισκοπή. Συναντηθήκαμε με τον Μακάριο στις 12.00 και μετά θα τραβούσε ο καθένας για το σπίτι του, κι εγώ στο χωριό μου, στην Πέγεια, όπου η μάνα μου με είχε για χαμένο και μου έκαμνε μνημόσυνο. Βέβαια τώρα ήξεραν πως ήμουν ζωντανός και με περίμεναν. Λέω στον Οικονομίδη, «πάμε να πάρουμε τη τσάντα μου, να ξεκινήσω για Πάφο το συντομότερο». Μου λέει, «η τσάντα σου δεν είναι στο σπίτι μου, είναι στην Κοκκίνου»! Του λέω, «μα γιατί να είναι στην Κοκκίνου, εγώ σπίτι σου την άφησα»! «Δεν ξέρω», μου λέει. «Και ποια είναι αυτή η Κοκ-κίνου;», τον ρωτώ. «Μα δεν ξέρεις την Κοκκίνου;», μου απαντά. «Όχι», του λέω, «δεν την ξέρω. Ποια είναι;». «Θα τη γνωρίσεις», μου λέει και τραβήξαμε για το σπίτι της, να πάρω την τσάντα μου.
Θέλεις να γίνεις υπουργός;
Το σπίτι ήταν κάπου στο τέρμα Λήδρας αριστερά, σε μια πάροδο. Μπήκαμε μέσα. Ήταν δυο κοπέλες. Μου τις σύστησε ο Οικονομίδης, η μια ήταν η Ουρανία και η άλλη η αδελφή της. Πρέπει να ήταν η Μαρούλλα. Το σπίτι ήταν του Μαρκίδη της Κ.Ε.Μ. Μου λέει η Ουρανία: «Καλώς τον αντάρτη των ανταρτών, καλώς τον αετό των βουνών, καλώς τον έτσι, καλώς τον αλλιώς»! Της λέω, «σταμάτα βρε Ουρανία, σε λίγο θα πεις πως είμαι κι ο ίδιος ο Γρίβας»! «Και ποιος είναι αυτός;», μου λέει. Σκέφτηκα αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι κακό προ-μηνυόταν, δεν ήταν σωστά πράγματα αυτά να διερωτάται ποιος ήταν ο Γρίβας. Εγώ είχα πάει για τη τσάντα μου και βιαζόμουν να πάω στο χωριό μου.
Σκεφτόμουν τι να κάμω, πώς ν’ αντιδράσω. Στο τέλος τους είπα ορθά-κοφτά να μου δώσουν τη τσάντα μου να φεύγω γιατί δεν είχα κανένα ενδιαφέρον για όλ’ αυτά. Έφυγα και πήγα κατ’ ευθείαν στον Γιωρκάτζη. «Ρε Πόλυ», του λέω, «το και το, για όνομα του Θεού, τι πράματα είναι αυτά, δεν πάμε καλά!». Μου λέει, «εν πελλάρες που λαλείς». Του λέω, «σίγουρα εν πελλάρες αλλά δεν είναι εγώ που τες είπα! Και στο κάτω-κάτω ποια εν τούτη ρε, να διορίζει υπουργούς, να διανέμει ανώτατες θέσεις, να στήνει οργανώσεις, να προστατεύει τον Μακάριο, ΠΟΙΑ ένι;».
Στο C.I.D.
Τώρα, ένα από τα πολλά ελαττώματα του Μακαρίου ήταν ότι ήθελε να είσαι απόλυτα δικός του. Δεν επέτρεπε να τον αμφιβάλλει κανένας από τους δικούς του ή να έχει δική του άποψη. Εγώ, από την άλλη, ήμουν ένα φτωχόπαιδο, που απλώς ήθελα μια δουλειά για να ζήσω. Τίποτε περισσότερο. Μια δουλειά τη δικαιούμουν και τυπικά γιατί στο κάτω-κάτω ήμουν κυβερνητικός υπάλληλος όταν έφυγα από το Κυβερνείο και βγήκα αντάρτης.
Όμως, με διάφορες δικαιολογίες δεν με διόριζαν σε κυβερνητική θέση. Τότε γνώρισα τον Τάσσο Παπαδόπουλο και του ζήτησα αν μπορούσε να μου βρει μια δουλειά. «Τάσσο μου», του είπα, «χρειάζομαι να δουλέψω. Αυτή τη στιγμή πεινώ». Ο Τάσσος φρόντισε και μου έδωσαν μια θέση στον Καραντώκη. Γραφειακή δουλειά στην αρχή και μετά με διόρισαν διευθυντή του Γκαράζ, στην Παλλουριώτισσα. Μετά με έστειλε ο Καραντώκης διευθυντή στο λατομείο του, στο Σταυροβούνι.
Εκεί που θα γίνομουν… υπουργός, έψαχναν τώρα να με πετάξουν στους πέντε δρόμους! Αναγκάστηκα να κινήσω αγωγή, αφού δικαιούμουν κυβερνητική εργασία. Τελικά τα κατάφερα, μέσω της Δικαιοσύνης, να πάρω και αποζημίωση και να διοριστώ και αστυνομικός. Όλοι οι πρώην υπάλληλοι της αποικιοκρατικής Κυβέρνησης, που δεν είχαν πάρει θέση στη νέα Κυβέρνηση πήραν αποζημίωση. Κατά τη διάρκεια του Αγώνος, ο Σάββας Αντωνίου, που τώρα ήταν Αρχηγός της Αστυνομίας, ήταν ο σύνδεσμος του Μάρκου Δράκου.
Την εποχή που ανέλαβα τομεάρχης ήρθε μαζί μου αντάρτης ο Ανδρέας Γιαννάκης, κουνιάδος του Σάββα Αντωνίου. Για τους σκοπούς του Αγώνα συνεργάστηκα τότε και με τον Σάββα Αντωνίου. Έτσι στην Αστυνομία μπόρεσα να πάω εκεί που ήθελα, στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων. Δούλεψα σκληρά, παρουσίαζα υποθέσεις στο δικαστήριο και είχα το ρεκόρ ότι δεν έχασα ποτέ ούτε μια υπόθεση. Με είχαν στείλει για εκπαίδευση και στην Αμερική, στο FBI. Τελικά αφυπηρέτησα το 1992 ως Βοηθός Αρχηγός.
Το 1963, όταν άρχισαν οι συγκρούσεις με τους Τούρκους, εγώ ήμουν στο Τ.Α.Ε., αλλά και στο Προεδρείο της Ένωσης Αγωνιστών Λευκωσίας. Συνεννοήθηκα με τον Πρόεδρο της Ε.Α.Λ., τον Ιωσήφ Στεφανίδη και τον Γιωρκάτζη, να μην περιμένουμε πολλά από τον Μακάριο και την οργάνωση «Ακρίτας», αλλά να φέρουμε τον Γρίβα στην Κύπρο. Πήγα εγώ στην Αθήνα, μίλησα με τον Αρχηγό και δέχτηκε να έρθει. Ο Γιωρκάτζης δεν τα πήγαινε τότε καλά με τον Μακάριο, αλλά ξαφνικά τα βρήκαν και μετάνιωσε που είχε συμφωνήσει μαζί μας. Ήθελε να πάει στον Μακάριο και να του πει για την επικείμενη άφιξη του Γρίβα. Του λέω, «γιατί ρε Πόλυ να πάεις να του το πεις;». «Διότι είμαι υπουργός του», μου λέει, «κι όταν το μάθει από αλλού θα με διώξει». «Καλά», του λέω, «εμένα δεν θα με διώξει;». Τα έβαλε μαζί μου ότι δεν του κάνω το χατίρι, ποτέ δεν συμφωνώ μαζί του, ότι πάντα τον απογοητεύω και τέτοια.
Οπότε του είπα να πάει να πάρει και τη γνώμη του Ιωσήφ κι αν συμφωνούσε κι εκείνος ας πήγαινε να τα πει του Μακαρίου. Μπήκε μέσα στο γραφείο του Ιωσήφ και το μόνο που άκουγα μέσα ήταν τον Ιωσήφ να του φωνάζει, «έξω ρε παλιόπαιδο, αλήτη, έξω ρε άθλιε!». Τον πέταξε έξω κι ας ήταν Υπουργός Εσωτερικών και Αμύνης! Τελικά ο Αρχηγός ήρθε στην Κύπρο, τον συμφιλιώσαμε με τον Μακάριο, έκαναν και μια κοινή εκδήλωση στη Λευκωσία και… όλα καλά!
Ο Γρίβας με ήθελε να πάω διευθυντής στο γραφείο του. Εγώ αρνήθηκα. Τότε μού άρχισε, «με έφερες στην Κύπρο να με ρεζιλέψεις, με έφερες και δεν με ακούς» και τέτοια. Του λέω, «Αρχηγέ, αφού το ξέρεις πως δεν ταιριάζουμε εμείς οι δυο, δεν συμφωνούμε, πώς θα το κάνουμε;». Τίποτε αυτός. Φωνές και πάλι φωνές, τι να κάμω, δέχτηκα. Έγινα διευθυντής του γραφείου του για κυπριακά θέματα. Όποιος ήθελε να δει τον Γρίβα έπρεπε να περάσει από μένα, να μου πει για ποιο λόγο τον ήθελε, τι ήθελε κ.λπ.
Σαν να μην υπάρχει αύριο
Όταν ήρθε ο Γαρουφαλιάς, τον Αύγουστο του 1964, επειδή στις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις του με τον Αρχηγό τύχαινε να παρεμβάλλομαι, γιατί καμιά φορά οι γραμμές δεν ήταν καθαρές, μιλούσα με τον Γαρουφαλιά και τα μετέφερα στον Διγενή και αντίθετα, ζήτησε να με γνωρίσει. Συναντηθήκαμε. «Βρε Νεόφυτε», μου λέει, «μιλάμε μαζί και δεν γνωριζόμαστε. Θέλω να μου πεις τη γνώμη σου για τον Μακάριο». Τώρα τι να του έλεγα; Σκέφτηκα λίγο και του απάντησα: «Ενεργεί σαν να μην υπάρχει αύριο». «Ε, αυτό είναι», μου λέει, «αυτός είναι ο Μακάριος. Δεν χρειάζεται τίποτε άλλο να μου πεις»!
Η βόμβα στο αεροπλάνο του Διγενή
Ένα πρωί μου κατεβαίνει ο Γιωρκάτζης. «Τι θέλεις;», του λέω. «Δεν μου ακούει ο Αρχηγός…», μου λέει. «Και ποιου ακούει ο Αρχηγός», του λέω, «για να ακούσει και σένα; Τι ξέρεις εσύ για να σου δώσει την προσοχή του ο Αρχηγός;». Τελικά ήθελε από μένα να τον ενημερώνω για τις κινήσεις του Αρχηγού! «Ρε παλιόπαιδο», του λέω, «ν’ αφήσεις τα μασκαραλίκια που ξέρεις, δεν τ’ αγοράζω εγώ. Τι ‘κινήσεις’ θέλεις του Αρχηγού;». Απάντηση: «Παρασύρεται». «Ε, θα του τραβήξεις εσύ το αυτί του;». Τον έδιωξα και κάθισα να σκεφτώ. Ο Αρχηγός πήγαινε συχνά στην Αθήνα για συνεννοήσεις και ενημέρωση. Από την Αθήνα ήταν εύκολο να μαθαίνει ο Γιωρκάτζης τις κινήσεις του. Ακόμα και από τις εφημερίδες τις μάθαινε οποιοσδήποτε ενδιαφερόταν, ενώ στην Κύπρο κανένας δεν μάθαινε τίποτε αν δεν μιλούσα εγώ.
Ο Αρχηγός άκουγε τι του έλεγα. Αν του έλεγα «μην πας στο τάδε σπίτι», με άκουγε, δεν πήγαινε. Στην Αθήνα, μέσω των δημοσιογράφων μάθαιναν οι πάντες τα πάντα, ποιους θα έβλεπε ο Αρχηγός, πού θα πήγαινε, πότε θα αναχωρούσε κ.λπ. Τηλεφώνησα στον σύγαμπρό του τον Γιώργο Γαζουλέα και του εξήγησα ότι για λόγους ασφάλειας θα έπρεπε να γίνεται μια ‘παραπλάνηση’ όταν επρόκειτο να ταξιδέψει ο Αρχηγός. Δηλαδή να βγαίνει μια επίσημη ανακοίνωση ότι ο Αρχηγός θα ταξίδευε την τάδε μέρα, αλλά αυτό να μην ακολουθείται με ακρίβεια. Να κρατά κρυφή την ακριβή ώρα και μέρα. Λες και είχα μήνυμα από τον Θεό. Την επόμενη φορά που πήγε ο Αρχηγός στην Αθήνα, τηλεφώνησα ξανά στον Γαζουλέα να εφαρμόσουμε το σχέδιο και ν’ αλλάξει την ημερομηνία αναχώρησής του χωρίς να το ανακοινώσει. Κι έγινε η έκρηξη, 12 του Οκτώβρη του 1967, στο αεροπλάνο της Cyprus Airways, με το οποίο βάσει της επίσημης ανακοίνωσης θα ήταν μέσα και ο Αρχηγός.
Το 1970 πήρα την πληροφορία από τον Λοΐζο Χατζηλοΐζου ότι θα γινόταν απόπειρα εναντίον του Μακαρίου. Επειδή ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τον Μακάριο, σκέφτηκα αντί να πάω κατ’ ευθείαν στον ίδιο να του μιλήσω, να δώσω την πληροφορία στον Αρχηγό της Αστυνομίας, τον Σάββα Αντωνίου, που του είχα και εμπιστοσύνη. Έτσι κι έκαμα. Η προειδοποίηση ήταν να μην πάει στον Μαχαιρά για το μνημόσυνο του Αυξεντίου επειδή εκεί θα γινόταν η απόπειρα. Είπα, όμως, στον Σάββα να μην αποκαλύψει από ποιον πήρε την πληροφορία. Του λέει ο Μακάριος: «Ποιος το είπε;». «Ο Σοφοκλέους», του λέει ο Σάββας. Απάντηση: «Ανοησίες». Λέω του Σάββα: «Κάμε τι θα κάμεις, λάβε τα μέτρα σου, γιατί αν γίνει η απόπειρα και γλιτώσει ο Μακάριος, δεν πρόκειται να παραδεχτεί ότι έκαμε λάθος. Ο φταίχτης θα είσαι εσύ». Ούτω και εγένετο. Οπότε ο Μακάριος άρχισε τις φωνές: «Φύυυγετε από μπροστααά μου άθλιοιοιοι… τους αφήηησατε να με δολοφονήηησουν…».
Πέρασε από τότε ένας ολόκληρος χρόνος και αποφάσισε να με φωνάξει στην Αρχιεπισκοπή, να πάω που με θέλει. Πήγα. Ήθελε να μάθει από πού πήρα την πληροφορία για την απόπειρα. Του λέω, «δεν θα σου πω». Οπότε, εκεί που μου γλυκομιλούσε, σηκώνεται πάνω και μου αρχίζει, «σε μέεενανε δεν θα πεις μωρέεε…;». Του λέω, «ναι, σε σένανε. Έχει άλλον μέσα στο δωμάτιο; Σε σένα δεν θα πω! Όταν σου μήνυσα ότι θα σε δολοφονήσουν γιατί δεν με πίστεψες;». «Νόμιζα ότι ήθελες οφέλη», μου λέει. Εκεί ήταν το μυαλό του. Στα οφέλη. «Τι οφέλη να ήθελα;» του λέω. «Όταν όλα όσα σε προειδοποίησα συνέβησαν, εσύ τι έκανες;». «Ε, είναι γεγονός ότι δεν έκαμα τίποτε», μου λέει. «Όχι», του λέω, «έκαμες. Και μάλιστα σοβαρά. Με έδιωξες από τις ανακρίσεις».
Ήμουν υπεύθυνος των ανακρίσεων, εγώ και ο Φανής ο Δημητρίου. Μας έδιωξε και του δύο. Έβαλε δικούς του ανθρώπους να εξετάσουν την υπόθεση. «Γιατί», του λέω, «Μακαριώτατε τα έκαμες αυτά;». Και τι μου λέει; «Μα κι αυτές οι άθλιες με τρελάνανε. Ετούτο ο Σοφοκλέους, εκείνο ο Σοφοκλέους!». «Μα ποιες άθλιες;», του λέω. «Η Ουρανία και η Βάσω». «Κι εσύ τις πίστεψες», του λέω. «Όμως», μου λέει, «κι εσύ γιατί νομίζεις ότι δεν φταις;». «Σε τι φταίω εγώ;», του λέω. «Δεν ερχόσουνα να με βλέπεις», μου λέει. «Α, Μακαριώτατε», του λέω, «αν έρθει κανένας να σου πει ότι είμαι Μακαριακός, μην τον πιστέψεις, θα σου λέει ψέματα». «Βρε άθλιε», μου λέει, «μπροστά μου το λες;». «Για να είμαστε ξηγημένοι», του λέω. Όταν σηκώθηκα να φύγω, μου λέει, «ξέχασα να σε ρωτήσω και κάτι άλλο: Όταν πήγες να δεις τον Γιωρκάτζη, τι είχε πάνω στο γραφείο του;». Εγώ δεν θυμόμουν να είχε τίποτε ιδιαίτερο. «Είχε», μου λέει, «τίποτε μαγνητοταινίες;». Τότε θυμήθηκα, «ναι», του λέω, «είχε». «Και τι τις έκανες;» «Για να είχα κάνει κάτι με αυτές έπρεπε πρώτα να της είχα πάρει», του λέω, «μα δεν τις πήρα». «Ξέρεις ποιος τις πήρε;». Ήθελε τις μαγνητοταινίες. Ο Γιωρκάτζης τον ηχογραφούσε συνέχεια. Αλλά δεν ήξερα πράγματι γιατί ή πού να υπήρχαν οι μαγνητοταινίες.
Το ζωάκι
Ήταν γεγονός ότι πριν την απόπειρα, μια μέρα που ήμουν στο γραφείο του Γιωρκάτζη, μου έβαλε ν’ ακούσω, χωρίς να το ζητήσω, μια μαγνητοταινία. Ήταν η φωνή του Μακαρίου. Της έλεγε «ζωάκι» μου: «Τι κάνεις ζωάκι μου;», «Βρε φουκαρά Μακαριώτατε, είμαι άρρωστη…», «και δεν θα έρθεις απάνω το Σαββατοκυρίακο;», «Μα αφού σου λέω, είμαι άρρωστη, πώς θα ’ρθώ;», «Μα αρρωσταίνουν και τα ζώα;», της λέει. «Ε, ναι…», του λέει. «Δεν το ’ξερα αυτό», της λέει, «ότι αρρωσταίνουν και τα ζώα!». «Προς Θεού Μακαριώτατε», του λέει, «μπορεί να μας ακούνε». «Ε, καλύτερα να μας ακούνε», της λέει, «παρά να μας βλέπουν»! Έτσι.
Μια μαρτυρία ενισχυτική των γεγονότων είναι εκείνη της πολύ θρησκευόμενης κυρίας Ελένης Φεραίου, η οποία όπως καθόταν έξω από το σπίτι της στην πλατεία Τροόδους κι έπλεκε το παραδοσιακό «σμιλί» ή καθάριζε φασολάκι, απόγευμα Παρασκευής, έβλεπε την προεδρική λιμουζίνα να περνά από μπροστά της βολίδα με κατεύθυνση την εξοχική, προεδρική κατοικία. Δεν περνούσε πολλή ώρα κι ακολουθούσε αγκομα-χώντας στην ίδια κατεύθυνση το Austin 1100 της Ουρανίας Κοκκίνου με συνοδηγό την αχώριστη φίλη και συνεργάτιδά της, λοχία της Αστυνομίας Βάσω Λοϊζιά. Έκανε τότε τον σταυρό της η κυρία Ελένη, κοίταζε ψηλά στον ουρανό κι έλεγε: «Ήμαρτον Θεέ μου, πάλι κολάστηκα»!
Επίσης, ο Λευτέρης Βασιλείου, αξιωματικός της Αστυνομίας, υπεύθυνος της φρουράς στην Αρχιεπισκοπή, ένα βράδυ, τρεις μετά τα μεσάνυχτα, πήγε να κάμει έλεγχο της φρουράς. Όπως πλησίαζε τα πλαϊνά σκαλοπάτια της παλιάς Αρχιεπισκοπής άκουσε ένα τακουνάκι να κατεβαίνει. Ο αστυ-νομικός που ήταν καθήκον εκεί, τραβήχτηκε στο σκοτάδι και του έκανε νόημα ν’ απομακρυνθεί. Να μην παρουσιαστεί. Ο ίδιος έμεινε στο σκοτάδι. Ο Βασιλείου δεν κατάλαβε. Περίμενε να δει. Είδε μια κοπέλα να κατεβαίνει. Της λέει: «Μα πού ήσουν, δεσποινίς;». Εκείνη δεν του απάντησε. Της κόβει τον δρόμο και τη ρωτά ξανά: «Πού ήσουν δεσποινίς;». «Φύγε από μπροστά μου, Χριστιανέ μου», του λέει και τον αφήνει σύξυλο. Ρωτά τότε ο αξιωματικός τον φρουρό, «μα τι έγινε;». «Τι θα γίνει να λες», του λέει, «αύριο να δεις». Μέχρι να ξημερώσει ο Βασιλείου βρέθηκε μετάθεση στην Αμμόχωστο.
Την ιστορία μου την είπε ο Αντώνης Ηλία, όταν ήρθε από τις Γερακιές, που ήταν φίλος του Βασιλείου. Εγώ δεν ήξερα προσωπικά τον Βασιλείου. Πήγα στον Σάββα Αντωνίου, του είπα ότι ήταν καλό παιδί ο Βασιλείου, ευσυνείδητος αστυνομικός, να μην τον αδικήσουμε με την εξορία και τον φέραμε πίσω, υπεύθυνο του C.I.D.
Όταν έφυγε ο Γρίβας από την Κύπρο και η Μεραρχία το τέλος του 1967 επέστρεψα κι εγώ στα αστυνομικά μου καθήκοντα.
Το 1971 μού έγραψε ζητώντας τη γνώμη μου κατά πόσο θα έπρεπε να έλθει ξανά στην Κύπρο για ν’ αρχίσει νέο αγώνα εναντίον του Μακαρίου, για την Ένωση. Του έγραψα να μην έρθει.
Μαγνητοφώνηση 09 και 16. 01. 2019
No comments:
Post a Comment