Επί τη βάσει κειμένων του Σίμου Μενάρδου*
που παρουσίασε ο Γεώργιος Μενάρδος
στο Θ΄ Διεθνές Συμπόσιο Αιγαίου στη Ρόδο
1-4 Νοεμβρίου 1984
Κυρίαι και Κύριοι
Προ τριετίας, εις τα 1981 εις την νήσον Κω, είχα την τιμήν να σας ομιλήσω δια τους δημοσιογραφικούς αγώνας του Σίμου Μενάρδου υπέρ της Δωδεκανήσου και με αυτήν την ευκαιρίαν σας ανέφερα και τας επί του Δωδεκανησιακού αντιλήψεις του Ελευθερίου Βενιζέλου, όπως τας διεμήνυσεν εις τον Μενάρδον. Παρακαλώ λοιπόν να επιτρέψετε και σήμερα με την ιδίαν καλωσύνην να σας συμπληρώσω με λίγα λόγια που δεν είχα προλάβει να είπω τότε και να σας εκθέσω και τας επί του Κυπριακού γνώμας του μεγάλου πολιτικού.
Ό,τι προπάντων δεν επρόλαβα να επεξηγήσω τότε επί του Δωδεκανησιακού είναι οι γνώμες του Ελευθερίου Βενιζέλου περί του προώρου αφοπλισμού.
* Ο Σίμος Μενάρδος (1871-1933) νομικός και φιλόλογος, διετέλεσε διευθυντής της Σχολής Λάρνακας, και δικηγόρος στην Κύπρο. Υπήρξε Καθηγητής και Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, δίδαξε στο King’s College Λονδίνου και στο Cambridge, ήταν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, υπήρξε επόπτης της παιδείας της Κύπρου, ίδρυσε το Κυπριακό Αρχαιολογικό Μουσείο στη Λευκωσία, μετέφρασε πολλά έργα Ελλήνων συγγραφέων, έγραψε ποιήματα και μελέτες σχετικά με την Κυπριακή διάλεκτο και τα τοπωνύμια της Κύπρου και μετέφρασε την Ιστορία της Ελληνικής λογοτεχνίας του Gilbert Murray. Από το 1926 ήταν μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από την οποία και βραβεύτηκε στις 25 Μαρτίου 1929.
«Είμεθα διπλωματικώς απομονωμένοι διότι οι παλαιοί μας σύμμαχοι δεν έχουν πλέον την διάθεσιν και φοβούμαι ούτε και την δύναμιν να μας βοηθήσουν. Τώρα επικρατούν στους λαούς εκείνους άλλα ιδανικά, ανώτερα, υψηλότερα, χριστιανικά ιδανικά, φιλειρηνισμός και αφοπλισμός. Si vis pacem, para pacem, αν θέλεις ειρήνη προετοίμαζε ειρήνη. Αυτό βέβαια είναι θαυμάσιο, μόνο που μ’ αυτό τον ευγενικό συλλογισμό, δηλαδή μ’ ένα εντελώς θεωρητικό κατασκεύασμα ανατρέπουμε τελείως και περιφρονούμε διδάγματα της πείρας ενός λαού τόσο δυναμικού και πολεμικού όσοι οι Ρωμαίοι. Κι εγώ αυτά τα φοβούμαι, γιατί υπάρχουν λαοί με άλλες σκέψεις που ακριβώς επωφελούνται από την αδράνεια των Αγγλογάλλων για να εξοπλίζονται συνεχώς εκείνοι, κι αυτό θα καταλήξει να ξεπεράσουν σε δύναμι τους φίλους μας. Η ισχυροτέρα δύναμις στη Μεσόγειο είναι σήμερα η Ιταλία, αυτή ακριβώς που εσύ μου λες να την αψηφήσω».
Εδώ εμίλησε σαν Πυθία, γιατί σε λίγα χρόνια ο Μουσολίνι, με την κατάληψι της Αλβανίας έκαμε κάτι πρωτάκουστο, αδιανόητο ως τότε, προτεκτοράτο στην Ευρώπη!
Και τώρα επιτρέψετε κύριοι παρακαλώ, εις ένα τέκνον της Κύπρου να σας αναφέρει και τα επί του Κυπριακού παλαιάς γνώμας του Ελευθερίου Βενιζέλου, επειδή είναι πάλιν γνώμαι του ίδιου μεγάλου πολιτικού πάλιν επί αλυτρωτικού μας ζητήματος και πάλιν κατ’ εξομολόγησίν του προς τον ίδιο θαυμαστήν του. Και ούτε πρέπει να χαθούν, γιατί αφού είναι γνώμες του Ελευθερίου Βενιζέλου ανήκουν εις την Ιστορίαν.
Και δια να γίνουν περισσότερον κατανοητές οι αντιλήψεις εκείνες νομίζω χρήσιμον να υπενθυμίσω κάτι που πολύ σπανίως αναφέρεται ότι από τα τρία αλυτρωτικά ζητήματα που είχαμεν τότε, το δωδεκανησιακόν, το βορειοηπειρωτικόν και το κυπριακόν, εντελώς διάφορα μεταξύ των, το πλέον ιδιόμορφον είναι το κυπριακόν. Διότι η Κύπρος δεν είναι μία νήσος μας όπως η Ρόδος, η Άνδρος ή η Ζάκυνθος. Διότι εις την Κύπρον υπάρχουν πολλές χιλιάδες Τούρκων εγκατεστημένων εκεί από τεσσάρων αιώνων, 14-15 αδιάκοπες γενεές γεννημένες εκεί, που βλέπουν τα χώματα που πατούν πατρικά των χώματα. Και φυσικά δε θα μπορούσαμε να τους διώξωμε, ακόμα κι αν είχαμε την πολιτική δύναμι που χρειάζεται, λοιπόν πρέπει να ζήσωμε μαζί τους, και όσο το δυνατόν φίλοι, όπως ήμεθα τότε.
Το γεγονός αυτό, εν συνδυασμώ και με το ότι το ιδικόν των κράτος, η Τουρκία, ευρίσκεται πλησιέστερα της Κύπρου, και ακόμη με το ότι η κατέχουσα Αγγλία δεν την είχε κατακτήσει αλλ’ αποκτήσει διά συμφωνίας από αυτήν πάλιν την Τουρκίαν, θα ομολογήσετε ότι απαρτίζουν μίαν εντελώς ιδιόμορφον εικόνα του κυπριακού ζητήματος.
Ας έλθωμεν τώρα εις τα γεγονότα του Οκτωβρίου 1931.
Ο λαός της Λευκωσίας, παρασυρθείς από πύρινον πατριωτικόν κήρυγμα του Μητροπολίτου Κιτίου Νικοδήμου*, εξεχύθη και επυρπόλησε το κυβερνείον. Μόλις αυτό έγινε γνωστόν στας Αθήνας, ο κόσμος έτρεχε … στους δρόμους … και ο Μενάρδος μαζί τους. Και την επομένην … εις τους αγωνιζομένους η «Πανελλήνιος Επιτροπή … Αγώνος, … φέροντας ένδοξα ονόματα ηρώων του 1821 … Κανάρην, Μαυροκορδάτον, κλπ υπό την προεδρία … των Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτου, πρώην Προέδρου ...
* Κηρύσσω ανυπακοήν και συμβουλεύω απείθειαν εις τους ανόμους νόμους του φαύλου, ατίμου και ανηθίκου καθεστώτος το οποίον ως βραχνάς επικάθεται επί πενήντα ολόκληρα έτη εις τα στήθη των τέκνων της Κύπρου. Η υπομονή και του υπομονικώτερου Κυπρίου εξηντλήθη. Το ποτήριον εξεχείλισεν. Νέα παράτασις της δουλείας μας δεν είναι ανεκτή. Κτλ.
Αλλα ευτυχώς, φρονώ, δια την Ελλάδα ήτον ακόμη η τετραετία της πρωθυπουργίας του Βενιζέλου, ο οποίος επεδοκίμασεν αδιστάκτως αυτοστιγμεί το κυπριακόν κίνημα και ανεκάλεσε τηλεγραφικώς τον εκεί πρεσβευτήν μας Αλέξην Κύρου. Νομίζω δε ότι η στάσις του αυτή είναι από τας καλυτέρας της σταδιοδρομίας του και πρέπει να εκτιμηθεί όσον της αξίζει. Κανείς άλλος πρωθυπουργός μας δεν θα είχε το σθένος ν’ αντιταχθή τόσον κατά μέτωπον προς το λαϊκόν αίσθημα, από φόβον μη χαρακτηρισθή προδότης, πουλημένος, προσκυνημένος κλπ. Ενώ εκείνος δεν εδίστασε ούτε στιγμήν.
Το ίδιο απόγευμα συνεκεντρώθηκαν εις το σπίτι του Μενάρδου διάφοροι εν Αθήναις Κύπριοι δια ν’ αποφασίσουν πώς να ενισχύεται το κυπριακόν κίνημα και από την Ελλάδα. Όμως ο Μενάρδος, ίσως και κατόπιν της πείρας που είχεν αποκτήσει από το Δωδεκανησιακόν, τους είπε στο τέλος ότι δεν θα έπρεπε να κάμουν τίποτε πριν συμβουλευθούν και τον Βενιζέλον. Διότι ναι μεν ως πρωθυπουργός είχεν αποδοκιμάσει, αλλά ήθελαν και την προσωπικήν του γνώμην. Και δια να μη τυχόν γνωσθή ότι θα ενεργούσαν του λοιπού κατά παραγγελίας του Βενιζέλου τον ηύρε την επομένην όχι εις πολιτικόν γραφείον, αλλά πολύ πρωί στο σπίτι του. Εκείνος όμως, που κατάλαβε βέβαια τον σκοπόν του ερχομού του, αμέσως «τον πήρε από τα μούτρα».
- Δε μου λές Σίμο, ετρελλάθηκαν οι πατριώτες σου; Τι είναι αυτά που μάθαμε πως έκαμαν εκεί κάτω;
Ο αποσβολωμένος καθηγητής εδοκίμασε να ψελλίσει
- Μα ξέρετε … τώρα είναι αγών … και για πρώτη φορά …
- Όχι, τίποτε, τίποτε, κάθησε και άκουσέ με. Ξέρεις ότι είμεθα διπλωματικώς απομονωμένοι και μάταια προσπαθώ να πείσω τους Άγγλους να ενδιαφερθούν για τη Μεσόγειο και για μας. Κι εσείς τώρα ζητάτε να τους μεταβάλω σε εχθρούς μας για ένα ζήτημα για το οποίον δεν υπάρχει και η παραμικρή διπλωματική προπαρασκευή. Μα ποιοι τα αποφάσισαν αυτά τα πράγματα; Δεν έπρεπε να με ρωτούσαν προηγουμένως αν είναι καιρός τώρα για τέτοια και τι βοήθεια θα μπορούσα να τους δώσω; Γιατί δεν εζήτησαν τη γνώμη μου; Είμαι ξένος; *
* Ήτο πράγματι η χειρότερη περίστασις. Η πρώτη εργατική κυβέρνησις υπό τον Ράμισιν Μακντόναλδ είχε σπάσει τη λίρα, πολλοί βουλευταί τού είχαν φύγει και εκυβερνούσε με ψήφον ανοχής των Συντηρητικών που δεν εβιάζοντο ν’ αναλάβουν χρεωκοπημένην εξουσίαν. Λοιπόν κι άλλα μπλεξίματα δεν εχρειάζετο ο πρωθυπουργός. Αλλά και αν ακόμη επείθετο και εφλέγετο πότε να παραχωρήση την Κύπρον, θα έπρεπε να πείση και τους Συντηρητικούς. Και τι παράδειγμα θα έδιδαν και στες άλλες αποικίες! Κλπ. Αλλά για να μη νομίσης ότι θυσιάζω την Κύπρο για τα ελληνικά συμφέροντα, ας κάμωμε μια μικρή υπόθεσι. Στην Κύπρο ας πούμε δεν έγινε τίποτε. Αντίθετα είχαμε σήμερα τηλεγραφήματα από το Λονδίνο ότι οι Άγγλοι εντελώς … αυτοπροαίρετα μας προσφέρουν την Κύπρο. Θα ήταν βέβαια μια πολύ ευτυχισμένη ημέρα και για μένα και για τους Κυπρίους που αμέσως θα ελευθερώνοντο. Αλλά νομίζεις πως θα μπορούσα να το δεχθώ αμέσως; Θα διαπραγματευόμουν με κάθε τρόπο και με κάθε αντάλλαγμα να μου την εγγυηθούν συγχρόνως, όπως τότε που μας έδωσαν τα Επτάνησα, διότι χωρίς αυτήν την εγγύησι πολύ λίγο καιρό θα εχαίρονταν οι Κύπριοι την ελευθερία τους. Γιατί εκεί που βρίσκεται η Κύπρος εγώ δεν μπορώ να την προστατεύσω. Με τι; Με την Κοινωνία των Εθνών; Ή με τον «Αβέρωφ»; Κι έχουν γύρω τόσους εχθρούς, οι Τούρκοι είναι δίπλα, οι Ιταλοί στα Δωδεκάνησα. Ίσως και άλλοι γείτονες, ποιος ξέρει; Αλήθεια αν μου την επρόσφεραν χωρίς εγγύησι θα με έβαζαν στο σκληρότερο δίλημμα της ζωής μου. Ν΄ αρνηθώ τέτοια προσφορά θα ήταν αδιανόητο. Μα πώς να τη δεχθώ; Είναι 300-400 χιλιάδες άνθρωποι, μπορώ να τους πάρω στο λαιμό μου ασυλλόγιστα; Είναι παίξε-γέλασε αυτά τα πράγματα;
Λοιπόν άκουσε με. Ενόσω η Ελλάς δεν ενδυναμώνεται τόσο ώστε να μπορεί να τους προστατεύση όσο προστατεύει τα άλλα τμήματα της ελληνικής γης, δηλαδή με τες δικές της δυνάμεις, οι Κύπριοι πρέπει να σκεφθούν πως είναι καλά εξασφαλισμένοι. Φυσικά κανένας ξένος ζυγός δεν είναι ευχάριστος αλλά πρέπει να κάμουν υπομονή ως τότε και να μη δοκιμάσουν να αλλάξουν τη σημερινή κατάστασι, γιατί θα πέσουν σε χειρότερα. Αυτή είναι η γνώμη μου και σε παρακαλώ Μενάρδε να χρησιμοποιείς το όνομά μου και όπου μπορείς να λες για το συμφέρον των συμπατριωτών σου, ότι με είδες και ότι και η προσωπική μου γνώμη είν΄ ακριβώς εκείνη που εδήλωσα και δημοσία. Και αυτή είναι η συμβουλή μου.
Εννοείται ότι ύστερα από αυτά που άκουσε και αμέσως διεβίβασεν εις τους φίλους του, ο Μενάρδος δεν εκινήθη καθόλου, θα ήτον άνω ποταμών. Η μόνη ανάμιξίς του ήτο μετά ολίγους μήνας, κατ΄ εντολήν του ιδίου του Βενιζέλου, η παράδοσις εις την Ελλάδα εκ μέρους της Κύπρου της Βίβλου της Ενώσεως.
Είχαν δηλαδή υπογράψει εις ένα βιβλίον όλοι οι Κύπριοι δήμαρχοι και οι πρόεδροι των χωριών «ο πόθος ημών ο αναλλοίωτος είναι η ένωσις μετά της μητρός Ελλάδος» και το έστειλαν εις τας Αθήνας δια να επιδοθή από κάποιον εκπρόσωπον της Κύπρου εις την ελληνικήν κυβέρνησιν. Εζητήθη φυσικά η άδεια του Βενιζέλου ο οποίος και θα έπρεπε να την παραλάβη. Εκείνος όμως ανησυχών από το τι θα «έσουρνεν» ο προσφωνών «κατά των
Άγγλων ιμπεριαλιστών, αποικιοκρατών, κλπ» ενώ ο ίδιος θα έπρεπε να τον ακούει εις μίαν κάπως επίσημον τελετήν, έδωσε άλλην λύσιν. Η «Βίβλος» να δοθή εις την «Πανελλήνιον Επιτροπήν», άλλως θα ήτο περιφρόνησις δια τον Κουντουριώτην. Και επέτρεπε την παράδοσιν υπό τον όρον να δοθή από τον Κύπριον Μενάρδον. Η καλύτερη λύσις. Η σεμνή τελετή έγινε συντομωτάτη εις τον σύλλογον «Παρνασσόν» την 11ην Νοεμβρίου 1931, όπου ο Μενάρδος, γνωρίζων το πνεύμα του Βενιζέλου, έκαμε προσφώνησιν γεμάτην επαίνους διά το πατριωτικόν πνεύμα του Κυπριακού λαού, αλλά και διά το φιλοδίκαιον του Βρεττανικού. Τόσον ώστε ο πρωθυπουργός του διεμήνυσε συγχαρητήρια. (Ιδού η προσφώνησις, παρ΄ ότι ελλείψει χρόνου δεν εξεφωνήθη, ως και άλλα μέρη του τέλους).
Επιδίδων την Εθνικήν Βίβλον, ο εκπρόσωπος των Κυπρίων καθηγητής κ Σίμος Μενάρδος εξεφώνησε τον εξής λόγον:
«Κύριε Ναύαρχε,
Η Βίβλος αύτη περιέχει δημοψήφισμα, συγκλονούν πάσαν Ελληνικήν ψυχήν. Υπεγράφη πέρσυσι από όλας τα Κοινότητας της μεγίστης των Ελληνίδων νήσων, της ποθητής μας Κύπρου, και επρόκειτο να επιδοθή προ μηνός υπό των βουλευτών της εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, ως αρραβών της ενώσεώς της. Είνε πλήρης εκ των προτέρων διάψευσις του αλλοκότου ισχυρισμού των Λεβαντίνων, ότι Έλληνες αυτονομάζονται εις την Κύπρον μόνον οι Επίσκοποι, οι πολιτευόμενοι και οι τοκογλύφοι. «Ο πόθος ημών ο αναλλοίωτος είνε η ένωσις και μόνον η ένωσις μετά της μητρός Ελλάδος!», κραυγάζουν από των πόλεων και των επτακοσίων κωμών οι Κύπριοι: - λαός κατά την ομολογίαν του Άγγλου Κυβερνήτου «ευγενέστατος και πολιτισμένος, όσον οιοσδήποτε άλλος λαός. Και την κραυγήν ταύτην απηχεί από πάσης γωνίας της ερατεινής νήσου συνεχής αντίλαλος τρισχιλιετούς ιστορίας και καθαγιάζει Αποστολική Εκκλησία πολλάκις μαρτυρήσασα υπέρ του Ελληνικού ποιμνίου. Αλλά ήτο, επί τέλους, μοιραίον, να επισφραγίση το δημοψήφισμα τούτο, κατ΄ αυτάς, το αίμα και το δάκρυ των Κυπρίων …
Ευτυχώς προς την Βίβλον ταύτην απήντησεν ήδη άλλο δημοψήφισμα – το δημοψήφισμα του ελευθέρου Ελληνικού λαού, συμμεριζομένου τα δάκρυα και τους πόνους, τας αναμνήσεις και τα ελπίδας των αδελφών, τους οποίους η απόστασις καθιστά προσφιλεστέρους. Ευχαριστούμεν, ευχαριστούμεν!
Σεις, Κύριε Ναύαρχε, και η όλη Επιτροπή, της οποίας προεδρεύετε, περιλαμβάνουσα πρώτα τα ενδοξότατα ονόματα της Ελληνικής ανεξαρτησίας, γνωρίζετε ποίοι είνε οι Ελληνικοί παλμοί και των παρόντων και των επισήμως απόντων.
Σας ευγνωμονούμεν, Κύριοι, εκ τους βάθους της Κυπριακής ψυχής. Από της ημέρας της συστάσεως της Επιτροπής σας, η αγωνιζομένη νήσος δεν είνε απωρφανισμένη. Ανελάβετε έργον όχι μόνον φιλοκύπριον, αλλά και φιλαγγλικόν: του διαφωτισμού της αγγλικής κοινής γνώμης … Πάντες σχεδόν οι Έλληνες είμεθα εκ παραδόσεως φίλαγγλοι. Ουδείς δε είνε περισσότερον εμού ευγνώμων προς τα μεγάλα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης, της Κανταβρυγίας και του Λονδίνου, όπου εδίδαξα και των οποίων σοφοί καθηγηταί πολλάκις υπερήσπισαν τα Ελληνικά δίκαια. Πρύτανις δε τους Κίγκς-Κόλλετζ ήτον ο αοίδιμος Ρόναλδ Μπάρρως, ο προτείνας την γενομένην προσφοράν της Κύπρου εις την Ελλάδα. Ιδού χειρονομία αξία της Αγγλίας.
Σήμερον είνε η επέτειος της λήξεως του φοβερού εκείνου πολέμου, καθ’ όν η Ελλάς, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου, συνεπολέμησε μετά της μεγάλης Βρεττανίας υπέρ της αυτοδιαθέσεως των λαών. Ημέρα σκληρώς ειρωνική διά τους Κυπρίους, αλλ’ οπωσδήποτε ευοίωνος ημέρα!
Προ πάντων, όμως, ευοίωνον είνε το ένδοξον όνομά σας, Κύριε Ναύαρχε. Εις τας νίκας της ζωής σας ας προστεθή μία νέα νίκη – νίκη ειρηνική, αλλά και αυτή υπέρ της ελευθερίας. Η Ελληνική Κύπρος θα επιζήσει Ελληνική. Δεν υπάρχει δύναμις υπερτέρα της ιδέας!»
Είναι βεβαίως περιττόν να διευκρινίσω ότι οι γνώμες εκείνες αναφέρονται εις κατάστασιν της τότε αγγλοκρατουμένης Κύπρου και δεν εφαρμόζονται εις το σημερινόν κυπριακόν πρόβλημα, αφού όλα άλλαξαν από τότε. Δυστυχώς τας επί της σημερινής καταστάσεως ανεκτιμήτους γνώμας του Ελευθερίου Βενιζέλου δεν ημπορούμε να τας γνωρίζομεν. Αν και είμαι βέβαιος ότι εις τας νήσους των Μακάρων όπου και οι δύο τώρα ευρίσκονται, ο Σίμος Μενάρδος θα τες έχει πληροφορηθεί και αυτές. Αλλά για να τες μάθωμε κι εμείς οι ταπεινοί θνητοί πρέπει να περιμένωμε ωσότου πάμε να τους συναντήσωμε, όποτε πάμε και όσοι πάμε.
Αν θέλετε τώρα να παραβάλωμε την γνώμην του εξόχου Έλληνος πολιτικού προς την γνώμην ενός λαμπρού Κυπρίου πολιτευομένου, ημπορεί ο Μενάρδος να μας την παρουσιάση και αυτήν.
Δικηγορούσε ακόμα τότε στη Λευκωσία, παρ’ όλα τα γερατειά του (πέθανε ακμαίος μετά επτά χρόνια 98 ετών) ο τότε καλούμενος γέρο-Πασχάλης, άλλοτε βουλευτής εις την Κυπριακήν βουλήν. (Οι Άγγλοι είχαν εξ αρχής παραχωρήσει βουλήν με έξη Έλληνες και τρεις Τούρκους εκλεγομένους ελεύθερα και τρεις Άγγλους διοριζομένους). Η πολιτική γραμμή του Πασχάλη ήταν όσο μπορούσε στενώτερη φιλία με τους Τούρκους, με το επιχείρημα «Έλληνες και Τούρκοι δεν έχομε τώρα τίποτε να μοιράσωμε. Και οι δύο λαοί συμπασχομεν υπό τον αγγλικόν ζυγόν». Και τόσον το επετύγχανε ώστε οι πιστότεροι πολιτικοί φίλοι του ήσαν Τούρκοι, τον δε δήμαρχον Κίκην Δέρβην εκείνος κατώρθωσε να πρωτοεκλέξη με την βοήθειαν τουρκικών ψήφων.
Διατί τόσον περί Πασχάλη Κωνσταντινίδη; Διότι πολλοί επιφανείς άνθρωποι όπως πχ (αναφέρω μόνο τους δύο γνωστοτέρους εις την Ελλάδα) ο θέιος μου παλαίμαχος αγωνιστής Νικόλας Λανίτης και ο Σίμος Μενάρδος, οι οποίοι λόγω των ασχολιών των είχαν γνωρίσει εκατοντάδα εξεχόντων ανθρώπων, επίστευαν ότι ο ευφυέστερος γνώριμός των ήτο εκείνος. Συνεδύαζε σπανίαν οξύνοιαν με βαθείαν σωφροσύνην.
Λοιπόν οκτώ μήνες μετλά τον κίνημα, το καλοκαίρι του 1932 που πήγαμε στην Κύπρο, ο Μενάρδος ζήτησε αμέσως τη γνώμη του γέρο Πασχάλη που ήταν πενθερός του και παππούς μου, για να την διασταυρώση με του Βενιζέλου.
- Πελλάρα, Σίμο (μεγάλη τρέλα). Επαίξαμεν το παιχνίδι των Τούρκων (που συμφέρει στους Τούρκους). Ο πατριωτισμός είναι ιερόν καθήκον. Μα οι θερμοκέφαλοι πατριώτες λησμονούν πάντοτε ότι στην Κύπρο υπάρχουν και Τούρκοι, οι οποίοι είναι πολλοί και είμεθα υποχρεωμένοι να ζούμε μαζί τους. Οι Άγγλοι είναι λίγοι, δεν είν’ εδώ πατρίδα τους και μόλις λάβουν μια διαταγή θα φύγουν. Επομένως η απομάκρυνσίς τους είναι θέμα διαπραγματεύσεων με το Λονδίνο και αυτές μπορούν να γίνουν μόνον όταν οι διεθνείς συνθήκες το επιτρέψουν (όπως το 1916) όχι όποτε το θέλουμ’ εμείς. Τι γίνεται όμως με τους Τούρκους που ήταν πριν η Κύπρος δική τους και η Τουρκία είναι δίπλα τους; Πώς τα βγάζουμε πέρα μαζί τους; Λοιπόν πρόσεξε.
Όλοι σχεδόν οι Άγγλοι είναι φιλότουρκοι, αλλά η διοίκησις τους και η δικαιοσύνη είναι εντελώς αμερόληπτες όπως ξέρεις. Και όλος ο πληθυσμός ευημερεί. Και εντούτοις. Όταν ήρθαν οι Άγγλοι στην Κύπρο πριν από πενήντα χρόνια, οι Τούρκοι ήσαν περίπου το ένα τρίτον του πληθυσμού και σήμερα είναι το ένα πέμπτον ή το ένα έκτον, και διαρκώς η αναλογία τους λίγο λίγο μικραίνει. Τι μας λέει αυτό, Σίμο; Να βάζουμε εμείς οι Έλληνες το σταυρό μας να συνεχισθή η ίδια κατάστασις πραγμάτων πολλά πολλά χρόνια ακόμη, αφού με αυτήν το ελληνικόν στοιχείον αυξάνεται, και όχι να δίνουμε αφορμές στους Άγγλους να το μεταβάλουν, μήπως αυτό γυρίσει εις βάρος μας.
Και το να διώξουμε τους Άγγλους με τα όπλα είναι η πιο μεγάλη τρέλα. Γιατί κρατούν δυο ατού και σίγουρα θα τα μεταχειριστούν. Και ξέρεις τι μνησίκακος λαός είναι άμα τους πειράξεις.
Το πρώτο είναι το «διαίρει και βασίλευε» που τόσο καλά γνωρίζει η πανούργα Αλβιών. Τώρα οι σχέσεις Ελλήνων και τούρκων είναι φιλικές, μα με καμιά δυο δολοφονίες Τούρκων που θα μας τες φορτώσουν εμάς μπορούν σε τρεις ημέρες να ξυπνήσουν το προαιώνιον μίσος των δύο λαών. Κι αν αρχίσουν στα χωριά κρυφές δολοφονίες με βεντέτες και αντεκδικήσεις, δεν σταματούν πια, θα υποφέρωμε τα πάνδεινα.
Να και το δεύτερο, ακόμα χειρότερο. Αν ύστερα από χρόνια υπούλων αγώνων και δολοφονιών τους, τους αναγκάσωμε ν’ αποφασίσουν να φύγουν, τότε για να κρύψουν την ήττα τους και στο κάτω κάτω κι από πείσμα και εκδίκησι θα συνεννοηθούν με την Τουρκία και την άλλη μέρα θα μας πουν: «Αφού δεν μας θέλετε φεύγουμε. Με σας όμως δεν είχαμε ποτέ πάρε-δόσε. Την Κύπρο την πήραμε από τους Τούρκους και φυσικά σε κείνους θα την επιστρέψωμε». Και σε λίγες ώρες οι Κύπρος θα γεμίση χιλιάδες τουρκικό στρατό ενώ οι Άγγλοι θα φεύγουν. Και τι θα γίνωμε τότε εμείς; Θα έχωμε ξανά τουρκοκρατία όπως πριν; Ή θα περιμένωμε πότε θα μπορέση η Ελλάς να κάμη πόλεμο να μας ελευθερώση αν μπορέση; Και υπάρχουνε για την Κύπρο μεγαλύτερες συμφορές απ΄ αυτές; Και γιατί να τες ρίξωμε εμείς μόνοι μας στο κεφάλι μας στα καλά καθούμενα;
Το πρόβλημα δεν είναι πώς θα φύγουν οι Άγγλοι, αλλά πώς θα μπορέσομε οι Έλληνες να ωφεληθούμε όσο το δυνατό περισσότερο από την εδώ παρουσία τους. Αυτό είναι η τέχνη κι η εξυπνάδα».
Άμποτε!
Γεώργιος Σ. Μενάρδος
Από το Θ΄ Διεθνές Συμπόσιο Αιγαίου στη Ρόδο
1-4 Νοεμβρίου 1984
Ο Κύπριος φιλόλογος Σίμος Μενάρδος, γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1871 και πέθανε στην Αθήνα το 1933. Καθηγητής της κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, κατείχε την έδρα της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας από το 1911 ως το 1933 ενώ κατά το ακαδημαϊκό έτος 1925-1926 χρημάτισε Πρύτανης του Ιδρύματος.
No comments:
Post a Comment