Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Ο Σεπτέμβρης ξεψυχούσε γλυκά γλυκά σαν ράθυμο κύμα επάνω στην άμμο. Θα ήθελε να έχει ένα προκρούστειο κρεβάτι, να απλώσει εκεί τις μέρες του και να τις επιμηκύνει τόσο όσο να φτάσουνε τις πεθυμιές του. Μα ο χρόνος, αδέκαστος, ανεπηρέαστος, συνέχισε να καταπίνει λαίμαργα στιγμές. Κι εκείνος, πρώτη φορά αισθανόταν τόσο περίεργα χαρούμενος και λυπημένος ταυτόχρονα. Μα είναι η χαρά και η θλίψη κάποτε αδερφές.
Αύριο έφευγε, πετούσε σε μια ξένη χώρα. Αφού η δική του δεν είχε πια φτερά να τον αγκαλιάσει, λέξεις να τον παρηγορήσει για τα τόσα χρόνια σπουδών και τα άλλα τόσα στη φθορά της ανεργίας. Αυτή η πατρίδα που τον ανάστησε, τώρα ανάδρομα τον σταύρωνε και τον απόδιωχνε. Ξάφνου κάθισε κατάχαμα λες και ήθελε να αντλήσει δύναμη από τη γη, τη γη του. Να νιώσει τα βαθύτερά της συναισθήματα, να σμίξει τα έγκατα της σκέψης του με τα δικά της. Να κυλιστεί και να γίνει ένα με τούτο το χώμα που δεν καρπίζει πια τα όνειρά του, όσο κι αν φυτεύει, όσο κι αν λιπαίνει με ελπίδες κάθε μέρα τους ορίζοντες.
Πότε επιτέλους θα ξημερώσει μια μέρα με καινούριο φως; Πότε θα δει μια μικρή πατρίδα να γίνεται μεγάλη μάνα για τα παιδιά της; Πήρε να παίζει μηχανικά με τους σβόλους από χώμα, να τους λιώνει έναν έναν στη χούφτα του λες και έλιωνε έτσι την ατυχία και την αναποδιά. Κάποτε τούτος ο τόπος ήτανε ανάσταση. Τώρα βογγούσε στο σταυρό του επάνω, ενώ μοίρες κακές έπαιζαν την τύχη του στα ζάρια. Κι ένας μακρύς, κατακόκκινος χιτώνας από αίμα και δάκρυα, σημαία τόσων αγώνων, γινόταν έρμαιο στα νύχια μιας νύχτας που φαινόταν αξημέρωτη.
Σηκώθηκε, περπάτησε ως την άκρη της σκέψης του. Ακούμπησε βαθιά τα πέλματά του στην άμμο, βύθισε εκεί μέσα όλο τον πόνο του. ΄Ενιωθε τα χέρια του να ασφυκτιούν από την απραξία. Κυρίως, όμως, ένιωθε τα όνειρά του να πνίγονται από την αδικία, να προσπαθούν απεγνωσμένα να βγουν στην επιφάνεια της ζωής για λίγο οξυγόνο και πάλι να βουλιάζουν καθώς η ανάγκη πίεζε ανελέητα το κεφάλι τους προς το βυθό. Λίγο πιο πέρα, στον παραλιακό δρόμο, μια αστραφτερή λιμουζίνα σταμάτησε.
Ο παχουλός καλοντυμένος κύριος κατέβηκε κορδωτός, άναψε το πούρο του κι έγνεψε νωχελικά στην ξανθιά, νεαρή συνοδό του να σταθεί στο πλάι του σαν τρόπαιο , να κρεμαστεί στο λαιμό του σαν μετάλλιο –αλήθεια για ποιους αγώνες- και να καταλήξει εν τέλει διακοσμητικό άνθος στα χέρια του. Κι αυτός o παχουλός καλοντυμένος κύριος ,σαν οποιοσδήποτε άλλος παχουλός, καλοβαλμένος κύριος, φαινόταν ήσυχος μες στη δική του ανησυχία, φαινόταν τόσο προκλητικά ευτυχισμένος και καλοζωισμένος μες στη δυστυχία ενός πρόωρα γερασμένου πρωινού.
Τον κοίταξε τόσο όσο κοιτάζει κανείς αυτό το οποίο θα ήθελε να αλλάξει, μα δεν μπορεί .΄Υστερα στύλωσε αποφασιστικά τα μάτια στον ουρανό.
«Θα ξανάρθω», είπε. « Όταν η μικρή μου χώρα, η μικρή μου προοπτική γίνει ξανά μεγάλη, εγώ θα είμαι εδώ, δίπλα της, μέσα της, για να θεριεύουμε μαζί»
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment