Αυτό το κείμενο είναι αφιερωμένο στις γιαγιάδες όλου του κόσμου.
Στις γυναίκες εκείνες που μας μεγάλωσαν όταν οι γονείς μας δούλευαν μέρα και νύχτα για το μεροκάματο. Σ' αυτές που μας έκαναν τηγανιτές πατάτες κι αυγά ομελέτα ακόμα και τις περασμένες ώρες της νύχτας, φορώντας το νυχτικό και τα πασούμια τους, αγουροξυπνημένες απ' τον βαθύ ύπνο, μα πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, μονάχα για να ευχαριστήσουν τα εγγονάκια τους.
Σ' αυτές που μας αγόραζαν γαριδάκια και γλυκά, όταν οι γονείς το απαγόρευαν. Που μας γλίτωναν από την τιμωρία του μπαμπά και της μαμάς όταν κάναμε σκανταλιές. Που μας δικαιολογούσαν πάντοτε για την όποια άσχημη συμπεριφορά που μπορεί να είχαμε και που δεν μας χαλούσανε χατίρι ποτέ, ακόμα και τώρα που μεγαλώσαμε. Σ' αυτές που μας έδιναν χαρτζιλίκι, ενώ ενδεχομένως, να μην είχαν χρήματα για να περάσουν τον υπόλοιπο μήνα και που το μόνο αντάλλαγμα που ζητούσανε από εμάς, ήταν ένα τρυφερό φιλί στο ταλαιπωρημένο τους προσωπάκι.
Θα σας μιλήσω για γιαγιάδες, θα σας μιλήσω για ήρωες. Για γυναίκες που είναι στυλοβάτες των οικογενειών τους. Οι γιαγιάδες είναι οι Παναγίες της κάθε ελληνικής οικογένειας. Είναι οι άνθρωποι της απόλυτης προσφοράς και της μηδαμινής απαίτησης. Πλένουν, σκουπίζουν, μαγειρεύουν, ανατρέφουν τα εγγόνια κι όλα αυτά για να βοηθήσουν το γιο ή την κόρη τους. Για να ξαλαφρώσουν κάπως το βαρύ φορτίο των παιδιών τους, που γι' αυτές παραμένουν πάντοτε τα μικρά τους βλαστάρια που μπήκαν από νωρίς στα βάσανα και που δεν ξέρουν τίποτε απ' τη σκληράδα της ζωής.
Πώς να μην δακρύζω όταν θυμούμαι τα γεμάτα γλυκιά ενοχή βλέμματά τους, όταν ζητούσαν από εμάς τους νέους μια αγκαλιά και ένα φιλί στο γερασμένο τους μάγουλο; Ένοχα γιατί θαρρούσαν πως τα γηρατειά τους είναι ντροπή κι ασχήμια, ένας μπελάς για τα παιδιά και τα εγγόνια.
«Μη με φιλάς, εγώ είμαι γριά, εσύ είσαι ένα λουλούδι!» άκουγα τη γιαγιά μου να λέει και να ξαναλέει κάθε που πήγαινα να τη φιλήσω ή να την αγκαλιάσω. Κι όμως, της άρεσε να δέχεται τη θαλπωρή μου, να νιώθει τη ζεστή μου ανάσα πάνω στο κέρινο μέτωπό της, να σφίγγει τη δυνατή μου παλάμη μέσα στη φούχτα της, νιώθοντας την ψευδαίσθηση ότι παίρνει λίγο από το σφρίγος της νιότης και την αλκή των είκοσι χρόνων.
Μα αλήθεια, σάμπως και το διπλωμένο χαρτονόμισμα που λαθραία περνούνε στα χέρια των παιδιών δεν κρύβει μέσα του κι αυτό τη λαχτάρα της αποδοχής από τους νεότερους; να τις φιλήσουμε, να τις αγκαλιάσουμε, να τις αγαπήσουμε λιγάκι παραπάνω; Μια αθώα εξαγορά για πρόσκαιρη νιότη κι αιώνια αγάπη που νιώθαμε για εκείνες ούτως ή άλλως, με ή χωρίς τον οβολό στο χέρι.
Πώς πέρασαν τα χρόνια; Η γυναίκα που κάποτε σε πήγαινε βόλτα στην παιδική χαρά της γειτονιάς σου, φορώντας τις παντόφλες και τα πλεχτά της σοσόνια, τώρα πια λαχανιάζει για να ανέβει τα δυο σκαλιά στην αυλή του σπιτιού.
Σε γραπώνει από το μπράτσο σφιχτά, για να μην πέσει και σε βλέπει σαν σωτήρα της. Ζηλεύει όταν βγαίνεις έξω με φίλους, όχι γιατί αυτή δεν μπορεί, αλλά γιατί σε θέλει συνεχώς δίπλα της, κοντά της, να αισθάνεται την παρουσία σου στο χώρο, να μη φοβάται μήπως πεθάνει μόνη της και να σου λέει τον καφέ, έχοντάς σε, να κρέμεσαι απ' τα χείλη της, για να μάθεις τα μελλούμενα. Μα κι αυτή με τη σειρά της για να μάθει τα τωρινά σου και τα περασμένα σου. Γιατί μη νομίζεις, κόλπο είναι ο καφές, αφορμή για να της πεις τι σε απασχολεί και τι συμβαίνει στη ζωή σου.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο άσπρα κι αν γίνουν τα μαλλιά σου απ' της ζωής το πέρας και της πείρας το σκληρό χαράτσι, πάλι και για πάντα θα θυμάσαι τη γιαγιά σου. Κουβαλάς τη σκέψη της σαν φυλαχτό μες στην καρδιά σου κι η τόση αγάπη που σου είχε δεν χάθηκε, μα παραμένει φύλακας άγγελος για να σε προστατεύει σε κάθε παραστράτημα και δυσκολία της ζωής.
Πηνελόπη Γιώσα
*Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από το ομώνυμο παιδικό βιβλίο της κ. Ελένης Τσιάλτα, εκδόσεις Πατάκη.
Στις γυναίκες εκείνες που μας μεγάλωσαν όταν οι γονείς μας δούλευαν μέρα και νύχτα για το μεροκάματο. Σ' αυτές που μας έκαναν τηγανιτές πατάτες κι αυγά ομελέτα ακόμα και τις περασμένες ώρες της νύχτας, φορώντας το νυχτικό και τα πασούμια τους, αγουροξυπνημένες απ' τον βαθύ ύπνο, μα πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, μονάχα για να ευχαριστήσουν τα εγγονάκια τους.
Σ' αυτές που μας αγόραζαν γαριδάκια και γλυκά, όταν οι γονείς το απαγόρευαν. Που μας γλίτωναν από την τιμωρία του μπαμπά και της μαμάς όταν κάναμε σκανταλιές. Που μας δικαιολογούσαν πάντοτε για την όποια άσχημη συμπεριφορά που μπορεί να είχαμε και που δεν μας χαλούσανε χατίρι ποτέ, ακόμα και τώρα που μεγαλώσαμε. Σ' αυτές που μας έδιναν χαρτζιλίκι, ενώ ενδεχομένως, να μην είχαν χρήματα για να περάσουν τον υπόλοιπο μήνα και που το μόνο αντάλλαγμα που ζητούσανε από εμάς, ήταν ένα τρυφερό φιλί στο ταλαιπωρημένο τους προσωπάκι.
Θα σας μιλήσω για γιαγιάδες, θα σας μιλήσω για ήρωες. Για γυναίκες που είναι στυλοβάτες των οικογενειών τους. Οι γιαγιάδες είναι οι Παναγίες της κάθε ελληνικής οικογένειας. Είναι οι άνθρωποι της απόλυτης προσφοράς και της μηδαμινής απαίτησης. Πλένουν, σκουπίζουν, μαγειρεύουν, ανατρέφουν τα εγγόνια κι όλα αυτά για να βοηθήσουν το γιο ή την κόρη τους. Για να ξαλαφρώσουν κάπως το βαρύ φορτίο των παιδιών τους, που γι' αυτές παραμένουν πάντοτε τα μικρά τους βλαστάρια που μπήκαν από νωρίς στα βάσανα και που δεν ξέρουν τίποτε απ' τη σκληράδα της ζωής.
Πώς να μην δακρύζω όταν θυμούμαι τα γεμάτα γλυκιά ενοχή βλέμματά τους, όταν ζητούσαν από εμάς τους νέους μια αγκαλιά και ένα φιλί στο γερασμένο τους μάγουλο; Ένοχα γιατί θαρρούσαν πως τα γηρατειά τους είναι ντροπή κι ασχήμια, ένας μπελάς για τα παιδιά και τα εγγόνια.
«Μη με φιλάς, εγώ είμαι γριά, εσύ είσαι ένα λουλούδι!» άκουγα τη γιαγιά μου να λέει και να ξαναλέει κάθε που πήγαινα να τη φιλήσω ή να την αγκαλιάσω. Κι όμως, της άρεσε να δέχεται τη θαλπωρή μου, να νιώθει τη ζεστή μου ανάσα πάνω στο κέρινο μέτωπό της, να σφίγγει τη δυνατή μου παλάμη μέσα στη φούχτα της, νιώθοντας την ψευδαίσθηση ότι παίρνει λίγο από το σφρίγος της νιότης και την αλκή των είκοσι χρόνων.
Μα αλήθεια, σάμπως και το διπλωμένο χαρτονόμισμα που λαθραία περνούνε στα χέρια των παιδιών δεν κρύβει μέσα του κι αυτό τη λαχτάρα της αποδοχής από τους νεότερους; να τις φιλήσουμε, να τις αγκαλιάσουμε, να τις αγαπήσουμε λιγάκι παραπάνω; Μια αθώα εξαγορά για πρόσκαιρη νιότη κι αιώνια αγάπη που νιώθαμε για εκείνες ούτως ή άλλως, με ή χωρίς τον οβολό στο χέρι.
Πώς πέρασαν τα χρόνια; Η γυναίκα που κάποτε σε πήγαινε βόλτα στην παιδική χαρά της γειτονιάς σου, φορώντας τις παντόφλες και τα πλεχτά της σοσόνια, τώρα πια λαχανιάζει για να ανέβει τα δυο σκαλιά στην αυλή του σπιτιού.
Σε γραπώνει από το μπράτσο σφιχτά, για να μην πέσει και σε βλέπει σαν σωτήρα της. Ζηλεύει όταν βγαίνεις έξω με φίλους, όχι γιατί αυτή δεν μπορεί, αλλά γιατί σε θέλει συνεχώς δίπλα της, κοντά της, να αισθάνεται την παρουσία σου στο χώρο, να μη φοβάται μήπως πεθάνει μόνη της και να σου λέει τον καφέ, έχοντάς σε, να κρέμεσαι απ' τα χείλη της, για να μάθεις τα μελλούμενα. Μα κι αυτή με τη σειρά της για να μάθει τα τωρινά σου και τα περασμένα σου. Γιατί μη νομίζεις, κόλπο είναι ο καφές, αφορμή για να της πεις τι σε απασχολεί και τι συμβαίνει στη ζωή σου.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο άσπρα κι αν γίνουν τα μαλλιά σου απ' της ζωής το πέρας και της πείρας το σκληρό χαράτσι, πάλι και για πάντα θα θυμάσαι τη γιαγιά σου. Κουβαλάς τη σκέψη της σαν φυλαχτό μες στην καρδιά σου κι η τόση αγάπη που σου είχε δεν χάθηκε, μα παραμένει φύλακας άγγελος για να σε προστατεύει σε κάθε παραστράτημα και δυσκολία της ζωής.
Πηνελόπη Γιώσα
*Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από το ομώνυμο παιδικό βιβλίο της κ. Ελένης Τσιάλτα, εκδόσεις Πατάκη.
1 comment:
Πρεπει να ειναι πολυ καλο!!!!Σιγουρα τυχεροι οσοι μεγαλωσαν με γιαγια και παππου ♫══♫══♫══♫ ♫══♫══♫══♫ ♫══♫══♫══♫ ♫═.♫══♫══♫══♫ (●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)Καιρο ειχα να περασω απο τη μπλοκογειτονια ,αλλα τωρα ηρθα αφηνοντας τις καλυτερες ευχες μου για ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ και ΚΑΛΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ!!Να εισαι παντα καλα και να βρισκω ανοιχτο το σπιτικο σου!!♫══♫══♫══♫ ♫══♫══♫══♫ ♫══♫══♫══♫ ♫═.♫══♫══♫══♫ (●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)(●◡●)
Post a Comment