Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Διακοπές τέλος, καλοκαίρι τέλος, χαλάρωση τέρμα και… τέρμα τα γκάζια για τα συνήθη, για τα ρουτινιάρικα. Τ΄είχες Γιάννη, τ΄είχα πάντα, σκέφτηκε και κλότσησε με δύναμη το μικρό άσπρο βότσαλο που έτυχε να βρεθεί στο πέρασμά του. ΄Επνιξε μια μικρή κραυγή πόνου- τι το΄θελε το κλότσημα ξυπόλυτος στις πέτρες του γιαλού-και κατέβασε με βουλιμία το περιεχόμενο από το τενεκεδάκι μπίρας μέχρι που ένιωσε νε εισπνέει αέρα παρά υγρό. Τρεις μέρες όλες κι όλες στο εξοχικό ενός φίλου, διακοπές… πολυτελείας δηλαδή. Και μέχρι να τις σκεφτείς και να τις προγραμματίσεις αυτές τις μέρες είχαν κιόλας γίνει φτερά στον άνεμο κι άντε να τις μαζέψεις!
Μα είναι νόμος φαίνεται στο σύμπαν, τα ωραία, τα βολικά, τα θαυμάσια να τελειώνουνε νωρίς προτού γίνουν λιγότερο ωραία, λιγότερο βολικά, λιγότερο θαυμάσια, στο γρανάζι κι αυτά της συνήθειας και του δεδομένου. Από αύριο , λοιπόν, τα κεφάλια μέσα, οι αντοχές μέσα , τα όνειρα… ακόμα πιο μέσα, σαν πολύτιμη ψύχα σπάνιου καρπού. Αποφάσισε να αναβάλει για λίγο ακόμα το πακετάρισμα, βάλθηκε να περπατά κατά μήκος της παραλίας προσπαθώντας να κατευνάσει όσο γινότανε την πίκρα της αναχώρησης.
Κάθισε ύστερα σταυροπόδι στην άμμο και άφησε ένα μικρό κυματάκι να έρχεται και να του χαϊδεύει κάθε τόσο την πατούσα. Και λες και τούτο το κύμα απέκτησε φωνή κι έγινε μάνα γλυκιά και τον νανούρισε κι είδε στο όνειρό του και στο ξύπνιο του αντάμα όλο τον κόσμο που αφέθηκε στα λιγότερα, στα μικρότερα, στα πενιχρά. Κι είδε τη θάλασσα από γαλάζια να γίνεται αίμα για όλους τους άμαχους και όλους τους αθώους που θυσιάζονται κάθε μέρα σαν αμνοί σε ανίερους βωμούς αντιπαλότητας και συμφερόντων.
Και τη γη είδε, με τις μάνες να περιφέρονται γύρω από τον πόνο , να περιστρέφονται γύρω από μιαν ελπίδα. Κι ανθρώπους είδε να ψάχνουν στα σκουπίδια για ένα υπόλοιπο επιβίωσης. Και στις γωνιές των δρόμων ετοιμόρροποι άστεγοι να΄χουν για στέγη εν τέλει έναν γκρίζο ουρανό και για παράθυρο μονάχα το θολό τους βλέμμα. Και μουσικοί πλανόδιοι με κιθάρες , βιολιά και ακορντεόν σε πλατείες , σε δρόμους, σε σταθμούς να βγάζουνε τις νότες και την καλλιτεχνική τους περηφάνια σε επαιτεία γιατί είναι σκληρές οι μέρες και άγριες οι νύχτες.
Και παιδιά είδε να κοιμούνται με ανοικτά τα μάτια γιατί είναι γεμάτο εφιάλτες το σκοτάδι και το πρωί σαν έρχεται δεν φέρνει ήλιο πια, μόνο νεκρούς. Κι ύστερα μια ακόμα αυλαία από το θέατρο του παραλόγου τραβήχτηκε κι είδε γη ερημική, δέντρα στεγνά από δροσιά κι ανθρώπους να μετράνε τα στερνά αποθέματα αντοχής τους καθώς η ανέχεια και η δίψα θερίζουν και ο κόσμος χάνεται πεινασμένος για ψωμί και ελπίδα. Κι ύστερα…. λες και το κύμα πνίγηκε και σώπασε κι ο τελευταίος περίπατος του ήλιου μες στη μέρα τού ανακίνησε τα βλέφαρα και ξύπνησε.
Γύρω του η γαλήνη της θάλασσας συνομιλούσε ακόμα με μια μικρή γεύση από παράδεισο. «Ευχαριστώ σε, Κύριε», μουρμούρισε , πήρε βαθιά ανάσα κι ανάλαφρος βάλθηκε να συμμαζεύει τις αναμνήσεις απ΄το γαλάζιο, καθάριο καλοκαίρι του.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment