Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Είδε ψες ένα αλλόκοτο όνειρο. Ζούσε , λέει, σε μια χώρα απαράλλακτη με τη δική του. Ίδια ψηλά βουνά, παρόμοιες γαλάζιες θάλασσες, αμπέλι, ελιά και στάρι κατευθείαν βγαλμένα από τον κάματο των ανθρώπων. Μύριζε ο πεύκος όταν φύσαγε ελαφρύ το αεράκι, μύριζε και το ψωμί που ψήνανε ακόμα οι γιαγιάδες σε φούρνους παλιούς σαν ιστορία και σαν αστείρευτη αγάπη.
Οι άνθρωποι τρέχανε όλοι κάθε μέρα στη δουλειά με ένα χαμόγελο σαν ήλιο στην άκρη των χειλιών. Κανείς δεν έσμιγε τη νύχτα με τον αναστεναγμό του, κανείς δεν κοίταγε τα άπραγά του χέρια. Τα νιάτα σκαρφαλώνανε κάθε πρωί σε κάποιο ορίζοντα κι ανοίγανε τα κύματα για νέα ταξίδια. Και τα χαιρόντουσαν οι γονιοί που είχαν μοχθήσει να αναστήσουνε σωστά το σώμα τους και την ψυχή τους. Στους δρόμους άνθιζε κάθε μέρα μια ελπίδα.
Σαν ένα μεγάλο, πράσινο λουλούδι φύτρωνε μέσα στις ώρες και μοσχομύριζε ηλιόλουστο Αύριο. Γιατί οι άρχοντες μιλούσανε με τρόπο μεστό, προσγειωμένο. Καμιά κοκορομαχία σε αλάνες και τηλεοπτικούς δέκτες. Καμιά παραπληροφόρηση, κανένας λαϊκισμός, μηδενικό παρασκήνιο εις βάρος ανυποψίαστων πολιτών. Σοβαρότητα μόνο και αξιοπρέπεια. Ευγένεια και πραγματική έγνοια για τον συνάνθρωπο. Το ήθος είχε αναδειχτεί σε ύψιστη αξία και η δικαιοσύνη περιφερότανε με τα καλά της σ΄αρχοντικά μα και σε φτωχόσπιτα.
Οι άξιοι καταλάμβαναν τα καίρια πόστα και ποτέ κανείς μέτριος ή κάτω του μετρίου με μπάρμπα στην Κορώνη και εξαιρετική δεινότητα στο ρουσφέτι δεν πατούσε επί πτωμάτων για να αναρριχηθεί σε δώματα που δεν του ανήκανε και δεν του αξίζανε. Η ηθική αμειβόταν και η ανηθικότητα τιμωρείτο παραδειγματικά για να μη γίνει φαινόμενο επανάληψης και σήψης.
Στα δελτία ειδήσεων παρέλαυναν κάθε βράδυ τα λαμπρά παραδείγματα ανθρωπισμού και αλτρουισμού. Επιστήμονες, λογοτέχνες, καλλιτέχνες, βάφανε τον πίνακα της ειρήνης και της ωραιότητας και ανύψωναν με το παράδειγμά τους την ιδιότητα του Ανθρώπου. Και στα σχολεία οι δάσκαλοι μιλούσαν περί αγώνων για ελευθερία χωρίς τα δεσμά μιας κοινωνίας που αφοπλίζει με τις μικρές τακτικές της, τις ακόμα μικρότερες προοπτικές της.
Ήτανε, λέει, μια χώρα ίδια και απαράλλακτη με τη δική του. Μα χωρίς ένα πενταδάκτυλο βουνό να κλαίει για τον ακρωτηριασμό του. Χωρίς ένα κάμπο μεσαρίτικο να ζητιανεύει φως μέσα στη νύχτα του. Και δίχως μια καρπασίτικη καμπάνα να σιγοψιθυρίζει τον καημό εγκλωβισμένων αγίων και αιχμάλωτων θνητών. Και το φεγγάρι ολόκληρο, ποτέ μισό, ποτέ χαραγμένο σε μνήμες, μπάλα πανσέληνος να επικρέμεται σαν λαμπερός Αύγουστος επάνω από της ζωής τα ταξίδια.
Είδε ψες ένα αλλόκοτο όνειρο. Ζούσε, λέει, σε μια χώρα απαράλλακτη με τη δική του. Σε μια χώρα που θα ήθελε να ήταν η δική του. Μα ο χάρτης του μυαλού δεν ταίριαξε με τις πυξίδες των ισχυρών και το όνειρο παρέμεινε αιχμάλωτο της νύχτας χωρίς καμιά περιήγηση στο πέλαγο με ούριο τον άνεμο της αλλαγής.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment