Γράφει από τη Λευκωσία
katoomba@cytanet.com.cy
Υπάρχει ένας μακρύς δεσμός ανάμεσα στην Κύπρο και τους Αρμένιους, που ανάγεται τουλάχιστον στο 578 μ.Χ., όταν ο Στρατηγός Μαυρίκιος ο Καππαδόκης μετέφερε εδώ 3.350 Αρμένιους από την Αρζανήνη, που ίδρυσαν αποικίες (Αρμενοχώρι, Αρμίνου, Κορνόκηπος, Πατρίκι, Πλατάνι, Σπαθαρικό και ίσως το Μούσερε) και υπηρέτησαν το Βυζάντιο ως στρατιώτες και ακρίτες. Στους επόμενους αιώνες, περισσότεροι Αρμένιοι κατέφθασαν στην Κύπρο για πολιτικούς, εμπορικούς και στρατιωτικούς λόγους, ενώ εδώ υπηρέτησαν Αρμένιοι στρατηγοί και κυβερνήτες, όπως ο Λέων (910-911), ο οποίος ανέλαβε την ανέγερση της βασιλικής του Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα. Οι πολυάριθμοι Αρμένιοι απαιτούσαν την ανάλογη πνευματική ποιμαντορία, γι’ αυτό το 973 ο Καθόλικος (Πατριάρχης) Χατσίκ Α’ ίδρυσε την Αρμενική Επισκοπή στη Λευκωσία.
Μετά την αγορά της Κύπρου το 1192 από το Βασιλιά της Ιερουσαλήμ, Γκυ ντε Λουζινιάν, μεγάλος αριθμός Αρμενίων και άλλων λαών από τη Δυτική Ευρώπη, την Κιλικία και το Λεβάντε μετανάστευσαν στην Κύπρο. Λόγω της εγγύτητας, των εμπορικών τους δεσμών και μιας σειράς βασιλικών και αριστοκρατικών γάμων, τα Βασίλεια Κύπρου και Κιλικίας συνδέθηκαν αλληλένδετα μεταξύ τους• χιλιάδες Κιλικιοαρμένιοι αναζήτησαν καταφύγιο στο νησί μας ξεφεύγοντας από τις μουσουλμανικές ορδές και επιθέσεις, ενώ το 13ο αιώνα Ελληνοκύπριοι ιεράρχες κατέφυγαν στην Κιλικία για να γλυτώσουν από την αφόρητη πίεση για εκλατινισμό τους. Κατά τη Φραγκοκρατία και την Ενετοκρατία (1192-1489 και 1489-1570), υπήρχαν αρμένικες εκκλησίες σε Λευκωσία, Αμμόχωστο, Σπαθαρικό, Πλατάνι και Κορνόκηπο, δύο Επισκοπές (Λευκωσία και Αμμόχωστος) και η Αρμενική ήταν μία από τις επίσημες γλώσσες• επιπλέον, το άλλοτε κοπτικό μοναστήρι του Αγίου Μακαρίου (Αρμενομονάστηρο) στη Χαλεύκα περιήλθε στα χέρια των Αρμενίων, όπως και το βενεδικτινό μοναστήρι της Παναγίας της Τύρου στην περιτειχισμένη Λευκωσία.
Κατά την κατάκτηση της νήσου από τους Οθωμανούς (1570-1571), στρατολογήθηκαν υποχρεωτικά περίπου 40.000 Οθωμανοαρμένιοι τεχνίτες. Πολλοί απ’ όσους επέζησαν παρέμειναν, κυρίως στη Λευκωσία, όπου η Αρμενική Μητρόπολη αναγνωρίστηκε ως Εθναρχία (θεσμός των μιλλέτ)• παράλληλα, έσβησε η κοινότητα της Αμμοχώστου, όταν έγινε απαγορευμένη για τους μη-Μουσουλμάνους. Προικισμένοι με το δαιμόνιο της εργατικότητας, οι Αρμένιοι εξασκούσαν επικερδή επαγγέλματα. Στις αρχές του 17ου αιώνα Περσοαρμένιοι έμποροι μεταξιού εγκαταστάθηκαν εδώ, όπως έκαμαν το 18ο και 19ο αιώνα εύπορες οθωμανοαρμενικές οικογένειες. Ωστόσο, με τη νέα τάξη πραγμάτων ο αριθμός των Αρμενίων στην Κύπρο μειώθηκε δραματικά λόγω της δυσβάστακτης φορολογίας και της σκληρότητας της διοίκησης, εξαναγκάζοντας πολλούς Χριστιανούς να γίνουν Λινοβάμβακοι ή να ασπαστούν το Ισλάμ. Μικρή βελτίωση παρατηρήθηκε μόνο κατά την περίοδο του Τανζιμάτ (1839-1876), με τη συμμετοχή του Αρμένιου Επισκόπου στο μετζλίς ιταρέ (διοικητικό συμβούλιο) και την εργοδότηση Αρμενίων στη δημόσια υπηρεσία.
Η άφιξη των Βρετανών τον Ιούλιο του 1878 και η προοδευτική τους διοίκηση βελτίωσε σημαντικά την κατάσταση της μικρής αρμενικής κοινότητας• παράλληλα, κατέφθασαν αρκετοί Αρμένιοι διερμηνείς για εργασία στα κονσουλάτα και τη βρετανική διοίκηση. Ο αριθμός των Αρμενίων στην Κύπρο αυξήθηκε σημαντικά μετά από τις μαζικές απελάσεις, τις τρομερές σφαγές και την Αρμενική Γενοκτονία που διέπραξαν οι Οθωμανοί και οι Νεότουρκοι (1894-1896, 1909 και 1915-1923): η Κύπρος άνοιξε απλόχερα την αγκαλιά της για να υποδεχθεί πάνω από 10.000 κατατρεγμένους πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Κιλικία, εκ των οποίων περίπου 1.500 έκαμαν το νησί μας καινούργια τους πατρίδα. Εργατικοί, καλλιεργημένοι και φιλοπρόοδοι, έφεραν μια νέα πνοή στην παλιά κοινότητα, εισήγαγαν νέες τέχνες, εδέσματα και γλυκά, και δεν άργησαν να ορθοποδήσουν και να καθιερωθούν ως άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, ικανοί έμποροι και επιχειρηματίες, αξεπέραστοι τεχνίτες και φωτογράφοι, οδοντίατροι, ευσυνείδητοι δημόσιοι υπάλληλοι και πειθαρχημένοι αστυνομικοί, ενώ κάποιοι εργάστηκαν ως μεταλλωρύχοι. Αρμενοκύπριοι συμμετείχαν στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο (1897), τον Α’ & Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918 και 1939-1945), τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959), καθώς και στην περίφημη Ανατολική Λεγεώνα, που εκπαιδεύτηκε το 1917 κοντά στο χωριό Μπογάζι. Μικρός αριθμός Αρμενίων προσφύγων ήρθαν στην Κύπρο από την Παλαιστίνη (1947-1949) και την Αίγυπτο (1956-1957).
Μοναδικό σε ολόκληρη την Αρμενική Διασπορά, το Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο Μελκονιάν κτίστηκε στην Αγλαντζιά μεταξύ 1924-1926 με τη γενναιόδωρη και φιλάνθρωπη δωρεά των καπνεμπόρων αδελφών Κρικόρ και Καραμπέτ Μελκονιάν. Αρχικά υπήρξε ορφανοτροφείο για τα ορφανά της Γενοκτονίας (1926-1940), τα οποία φύτεψαν τα δέντρα μπροστά από το σχολείο εις μνήμην των σφαγιασθέντων συγγενών τους. Από το 1934 λειτουργούσε ως δευτεροβάθμιο σχολείο, που μέχρι και το άδικο κλείσιμό του το 2005 είχε διεθνή ακτινοβολία, με μαθητές από πολλές χώρες, πρεσβευτής της Κύπρου ανά την υφήλιο. Το Μελκονιάν επηρέασε πολλαπλά την κοινότητα, αφού εκεί δίδασκαν γνωστοί Αρμένιοι διανοούμενοι και συγγραφείς, διέθετε οικοτροφείο και υπήρξε φάρος ελπίδας για την απανταχού αρμενοφωνία και φυτώριο πολιτισμού για τον αρμενισμό.
Με την Ανεξαρτησία του 1960, το Σύνταγμα (Άρθρο 2 § 3) αναγνώρισε τους Αρμένιους, Μαρωνίτες και Λατίνους ως «θρησκευτικές ομάδες», που με το δημοψήφισμα της 13/11/1960 επέλεξαν να ανήκουν στην ομόθρησκη ελληνοκυπριακή κοινότητα. Με βάση το Άρθρο 109, εκπροσωπούνται από έναν εκλελεγμένο Εκπρόσωπο: μέχρι το 1965 ήταν πλήρες μέλος της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης• έκτοτε, συμμετέχει στη Βουλή των Αντιπροσώπων, χωρίς ωστόσο δικαίωμα ψήφου. Κατά την τουρκοκυπριακή ανταρσία του 1963-1964, 231 τουρκόπληκτες αρμενοκυπριακές οικογένειες εκδιώχθηκαν από τον Αρμενομαχαλλά της Λευκωσίας και εξτρεμιστές Τουρκοκύπριοι κατέλαβαν τη Μητρόπολη, την εκκλησία της Παναγίας, το σχολείο Μελικιάν-Ουζουνιάν, το ιστορικό μνημείο της Γενοκτονίας και τα οικήματα των τριών συλλόγων• απροσπέλαστη κατέστη και η εκκλησία της Παναγίας του Καντσβώρ στην περιτειχισμένη Αμμόχωστο. Ως αποτέλεσμα, αρκετοί Αρμενοκύπριοι μετανάστευσαν στη Μεγάλη Βρετανία, τη σοβιετική Αρμενία και αλλού.
Η βάρβαρη και άνομη τουρκική εισβολή του 1974 έπληξε και την αρμενοκυπριακή κοινότητα: προσφυγοποιήθηκε ολόκληρη η κοινότητα της Αμμοχώστου, καθώς και κάποιες οικογένειες που διέμεναν στην Κερύνεια και τη Λευκωσία, βομβαρδίστηκε ο κοιτώνας των αγοριών του Μελκονιάν, μία Αρμενοκύπρια είναι έκτοτε αγνοούμενη και καταλήφθηκε το ιστορικό Αρμενομονάστηρο, που είναι σήμερα βουβό, λεηλατημένο και ημι-ερειπωμένο• με πρωτοβουλία του Εκπροσώπου Βαρτκές Μαχτεσιάν, έγιναν τρία προσκυνήματα σε αυτό (2007, 2009, 2010). Με τη στήριξη των εκάστοτε κυβερνήσεων, η κοινότητα ευτύχησε να αποκτήσει νέο κτίριο σχολείου (1972), εκκλησίας (1981) και Μητρόπολης (1984) στη Λευκωσία, καθώς και νέα κτίρια σχολείων σε Λάρνακα (1996) και Λεμεσό (2008). Επίσης, ανεγέρθηκαν Μνημεία Γενοκτονίας στη Λευκωσία (1992, 2001) και τη Λάρνακα (2008)
Το 1975 η Κύπρος έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα (και η δεύτερη στον κόσμο, μετά την Ουρουγουάη) που αναγνώρισε την Αρμενική Γενοκτονία, με το Ψήφισμα 36, το οποίο κατέθεσε ο Εκπρόσωπος Δρ. Αντρανίκ Λ. Αστζιάν και ενέκρινε ομόφωνα η Βουλή• άλλα δύο ομόφωνα εγκεκριμένα ψηφίσματα (74/1982 και 103/1990) κατέθεσε ο Εκπρόσωπος Αράμ Καλαϊτζιάν. Παρά τα δικά της προβλήματα, η Κύπρος αποτέλεσε καταφύγιο για Αρμένιους πολιτικούς και οικονομικούς πρόσφυγες που κατέφθασαν κατά την περίοδο 1975-1988 από το Λίβανο, τη Συρία, το Ιράν και το Ιράκ, καθώς και (μετά το 1991) από την Αρμενία, τη Γεωργία και άλλες χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Οι Αρμένιοι στην Κύπρο σήμερα αριθμούν γύρω στους 3.500, οι οποίοι ζουν κυρίως στην αστική Λευκωσία, Λάρνακα και Λεμεσό και έχουν ως μητρική γλώσσα την Αρμενική (από το 2002 μειονοτική γλώσσα της Κύπρου). Διαθέτουν τα τρία Δημοτικά Σχολεία Ναρέκ και το Γυμνάσιο Ναρέκ, τις αρμενορθόδοξες εκκλησίες Παναγίας (Ακρόπολη), Αγίου Στεφάνου (Λάρνακα) και Αγίου Γεωργίου (Λεμεσός), τις εφημερίδες Αρτσακάνκ και Αζάτ Τσάιν, τα δελτία Κεγάρτ και Λρατού, καθημερινό ραδιοφωνικό πρόγραμμα στο ΡΙΚ, την επίσημη ιστοσελίδα cyprusarmenians.com, το δελτίο gibrahayer.com και την πύλη hayem.org. Από το 1997 πνευματικός ηγέτης της κοινότητας είναι ο Αρχιεπίσκοπος Βαρουζάν Χεργκελιάν, ενώ από το 2006 Εκπρόσωπος είναι ο κος Βαρτκές Μαχτεσιάν. Η κοινότητα διαθέτει σωματεία και συλλόγους, αθλητικές ομάδες, χορευτικό σχήμα και θεατρικό θίασο, καθώς και το Μέλαθρο Ευγηρίας Καλαϊτζιάν. Διοργανώνονται διάφορες κοινωνικές, πολιτιστικές, θρησκευτικές και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, χορευτικές και θεατρικές παραστάσεις, κατασκηνώσεις και εκδρομές, καθώς και εκδηλώσεις μνήμης για την Αρμενική Γενοκτονία.
Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας
katoomba@cytanet.com.cy
2 comments:
Oiii, amigo!
Excelente lição de história!
Boa semana!
Bjs
Brasil
Όντως μακριά ιστορία. Και συνεχίζεται, αν δεν κάνω λάθος.
Post a Comment