Η κυπριακή διάλεκτος αποτελεί μια ανόθευτη και ζωντανή γλωσσική ποικιλία. Ανήκει στο γεωγραφικό και διαλεκτικό χώρο τής αρχαίας Αρκαδοκυπριακής (νότιο-αχαϊκής) ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές διάλεκτοι υπάγονται στην Αττική-Ιωνική, εκτός από τα Τσακωνικά που προέρχονται από τη Δωρική.
Δεν αποτελεί ως εκ τούτου έκπληξη πως στην ομιλούμενη κυπριακή διάλεκτο σώζονται λέξεις όπως ο κίλλης (μικρόσωμος άνθρωπος ή γάιδαρος), ο βόρτακος (βάτραχος) και βαβάτσινος (καρπός της συκαμινιάς) που κρατούν από τη διάλεκτο την οποία μιλούσαν οι Αχαιοί που αποίκισαν την Κύπρο το 12ον αιώνα π.Χ.
Σύμφωνα με τον άγγλο ιστορικό Stanley Casson, «η Κύπρος κατοικείται από Έλληνες που διεκδικούν μια περισσότερο απ’ ευθείας καταγωγή από τους προ-Δωριείς Έλληνες, παρά τα πλείστα μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπου αλβανικές και σλαβικές εισβολές έχουν αλλοιώσει σε σημαντικό βαθμό τους φυλετικούς τύπους». Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ελληνικές διαλέκτους, στο κυπριακό ιδίωμα δεν συναντούμε ούτε μια σλαβική ή αρβανίτικη λέξη κι έτσι εδώ η αρβανίτικη κότα είναι ακόμη όρνιθα.
Η κυπριακή διάλεκτος διακρίνεται στο ότι διατήρησε την προφορά των διπλών συμφώνων της αρχαίας όπως αλλάσσω, λάκκος, πεθθερά, αμμάτιν. Ξεχωρίζει επίσης γιατί κράτησε το ν στο τέλος των λέξεων της αρχαίας ελληνικής γλώσσας όπως το δεντρόν, το μωρόν, το χωρκόν, το λαμπρόν. Κατ’ αναλογία, πρόσθεσε ν εκεί που δεν υπήρχε, όπως μέλιν, στόμαν, χώμαν. Είναι γενικώς παραδεκτό ότι με τη διατήρηση της προφοράς των διπλών συμφώνων και του τελικού ν στα ουδέτερα και στην αιτιατική των ονομάτων, η κυπριακή διάλεκτος πλησιάζει περισσότερο προς την αρχαία Ελληνική από οποιαδήποτε άλλη νεοελληνική διάλεκτο.
Χάριν εμφάσεως, τα λεγόμενα άηχα σύμφωνα ν, σ, τ, θ, π, λ, μ πολλές φορές διπλασιάζονται όταν βρίσκονται μεταξύ δύο φωνηέντων, όπως πίννω, σπίννος, έσσω, ποττέ, πόθθεν, έππεσα, λλία, σήμμερα. Η έμφαση αυτή δόθηκε γιατί βοηθά πολύ στην κατανόηση της λέξης. Για παράδειγμα, το έσσω για να τονιστεί το έσω και όχι έξω και το ποττέ για να δηλωθεί το παντελώς ποτέ.
Η ύπαρξη εκατοντάδων λέξεων της κυπριακής διαλέκτου
που παραπέμπουν στ’ αρχαία, με υποχρέωσε να προβώ σε ανάλυση της ετυμολογίας
αυτών που χρησιμοποιούνται περισσότερο στην καθημερινή μας ζωή. Πηγή μου ήταν
το «Ετυμολογικό λεξικό της ομιλούμενης κυπριακής διαλέκτου» του Κυριάκου
Χατζηιωάννου.
Κανίσσι = δώρο σε τρόφιμα, από το αρχαίο κανίσκιον.
Αντζειόν = πιάτο, σκεύος, από το αρχαίο αγγείον.
Ξημαρίζω = λερώνω, σύνθετο από εκ + μαγαρίζω.
Ποσσιεπάζω = κοιτάζω κρυμμένος, από το αρχαίο
υποσκεπάω = κρύβω.
Ατζία = μυτερή άκρη του ψωμιού, από το αρχαίο ακίς.
Καμμώ = κλείνω τα μάτια, από το αρχαίο καμμύω.
Αρμάζω = παντρεύω, από το αρμάζω, μεταγενέστερος
τύπος του αρμόζω = ταιριάζω.
Καταϊσσιεύκω = σπαταλώ, από το αρχαίο καταχεύω =
χύνω κάτι κάτω.
Δκιατζινεύκουμαι = σεργιανίζω, από το αρχαίο
διακινέομαι.
Συντυχάννω = μιλώ, συνομιλώ, από το αρχαίο
συντυγχάνω = συναντώ.
Ποταυρίζουμαι = τεντώνω το χέρι ή το σώμα για να
φτάσω κάτι, σύνθετο από το από + ταυρίζω. Η αρχική έννοια του ποταυρίζουμαι =
ορμώ (τεντώνω το κορμί μου σαν ταύρος).
Κουτσατζιά = πρόχειρη βελονιά, σύνθετη λέξη από
κουτσή + ακίδα = αιχμηρή άκρη αντικειμένου, το βελόνι σε αυτή την περίπτωση.
Αγγρίζω = δυσαρεστώ κάποιον, από το αρχαίο αγρίζω =
ερεθίζω.
Πεζαρίζουμαι = αναστατώνομαι, παραφέρομαι, από το
αρχαίο επιζαρέω.
Ακρολλοούμαι = ωτακουστώ, από το αρχαίο άκρον +
λογούμαι = παίρνω λογαριασμό.
Κρώννομαι = υπακούω, από το αρχαίο ακροώμαι με την
ίδια σημασία.
Ποκνιάζομαι = τεντώνω τα μέλη μου για ν’ αποδιώξω
την οκνιάν, σύνθετο του από + οκνιάζουμαι.
Δκιανεύκω = παίρνω κάποιον περίπατο, από το αρχαίο
διανέω.
Έψημαν = μέλι από βρασμένο μούστο, από το αρχαίο
έψημα = οτιδήποτε βρασμένο, από το αρχαίο έψω = ψήνω.
Ζινίσσιν = το σβέρκο, προήλθε από το υποκοριστικό
ινίχιον του αρχαίου ινίον που αναφέρεται από τον Αριστοτέλη ως σβέρκο.
Καπύρα = φρυγανιά, αρχαία λέξη που αναφέρεται ως
καπύρια από τον Αθήναιο το Ναυκρατίτη, (βιολόγος, φυτολόγος, ζωολόγος,
γαστρονόμος, διαιτολόγος που έζησε τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. – αρχές του 3ου
αιώνα).
Πέμπερος = πολύ ηλικιωμένος, από το αρχαίο πέμπελος.
Καρταμοθωρώ = βλέπω άλλα αντ’ άλλων, σύνθετο
κάρταμον + θωρώ. Τα κάρδαμα έχουν καυστική ιδιότητα που προκαλεί ερεθισμό στα
μάτια αυτού που τα τρώει ώστε να βλέπει άλλα αντ’ άλλων. Πολύ συγγενικό με το
«κάρδαμα βλέπω» που αναφέρεται στις «Σφήκες» του Αριστοφάνη.
Τζηεύκω = φροντίζω κάτι ώστε να μη σπαταληθεί, από
το αρχαίο κηδεύω = φροντίζω, περιποιούμαι.
Καταγνώννω = κατακρίνω στη συνείδηση μου, από το
αρχαίο καταγιγνώσκω.
Καύκα = ερωμένη, παράγεται από το καυχάομαι, δηλαδή
η καύχα είναι το καύχημα του ανδρός που την έχει.
Περιβάρεση = ενόχληση, το βάρος που γίνεται κανείς
στον άλλο, σύνθετη λέξη από το περί + το αρχαίο βάρησις.
Ριώ = κρυώνω, από το αρχαίο ριγέω.
Λάμνω = θέτω σε κίνηση ζώο και κινούμαι, από το
αρχαίο ελαύνω.
Στυλλομμαδκιάζω = προσηλώνω απλανές το βλέμμα μου
στο κενό, από το αρχαίο στύλος + αμμάδκια.
Λάσσω = γαυγίζω, από τον τύπο υλάσσω του αρχαίου
υλάσκω και υλακτώ.
Δκιακλύζω = ξεπλένω, από το αρχαίο διακλύζω.
Συντροβολώ = εκσφενδονίζω, συμφυρμός του συνταράσσω
+ βολώ.
Κορατζίζω = πιάνομαι πάνω σ’ αιχμηρό αντικείμενο,
από το αρχαίο κόραξ = αγκιστρωτό ή αιχμηρό αντικείμενο.
Παρασσιονώννω = χύνω το φαγητό στο πιάτο, σύνθετο
από το παρά + χενώννω (συμφυρμός χύω + ενώνω).
Η κυπριακή διάλεκτος τείνει να εκλείψει αφού πλέον ομιλείται κυρίως από τους ανθρώπους της υπαίθρου που βρίσκονται μακριά από τ’ αστικά κέντρα. Το γεγονός ότι το κυπριακό ιδίωμα δεν γράφεται και η επίδραση της κοινής νεοελληνικής αποτελούν τους κυριότερους λόγους για τη φθίνουσα πορεία του. Αποτελεί ως εκ τούτου ηθική υποχρέωση μας η διατήρηση της κυπριακής διαλέκτου, έστω και με αρκετά νεοελληνικά στοιχεία. Δεν πρέπει εξάλλου να μας διαφεύγει ότι διαφυλάττοντας τη διάλεκτο μας, διαφυλάσσουμε την ίδια μας την ιστορία.
No comments:
Post a Comment