Ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στο θέμα των Ιμίων αποτελεί επανάληψη του παρελθόντος όπως το έχουμε ζήσει από το 1996 και εντεύθεν.
Στην ουσία η κίνηση της Τουρκίας αποτελεί μία νέα προσπάθεια να προβάλει διεκδικήσεις που ξεπερνούν τις «γκρίζες ζώνες», όπως συνήθως επιχειρούσε μέχρι τώρα στα Ίμια. Παρόμοια περίπτωση συνέβη πριν από μερικά χρόνια στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ των νήσων του Αγαθονησίου και του Φαρμακονησίου.
Το γεγονός αυτό παραπέμπει σε μία σημειολογία κατά την οποία μέσω του επεισοδίου η Άγκυρα, εκτός του ότι έκανε ένα έλεγχο της ελληνικής αντίδρασης, θέλησε να στείλει και τα ανάλογα μηνύματα στην Αθήνα σχετικά με το θέμα της κυριαρχίας, επαναφέροντας για άλλη μία φορά στο πεδίο των ελληνοτουρκικών διαφορών τη γνωστή αντίληψη ότι δεκάδες νησιά και βραχονησίδες είτε αναφέρονται αλλά κυρίως δεν αναφέρονται ονομαστικώς σε συνθήκες ανήκουν σε αυτήν ως διαδόχου κράτους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Για την Ελλάδα το πρόβλημα του Αιγαίου περιορίζεται στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας δηλαδή στο δικαίωμα εκμετάλλευσης του βυθού και του υπεδάφους του στο θαλάσσιο χώρο πέρα από τα ελληνικά χωρικά ύδατα και η διαδικασία που προτείνει είναι η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, σε αντίθεση με την Τουρκία η οποία επιδιώκει πολιτική λύση, δηλαδή στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας πέρα από τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, με βάση τη διμερή διαπραγμάτευση.
Το κομβικό σημείο της Τουρκικής διεκδίκησης είναι ο ισχυρισμός ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και ως εκ τούτου η οριοθέτησή της θα πρέπει να γίνει με βάση τη μέση γραμμή από βορρά προς νότο, μεταξύ τουρκικών παραλίων και των παραλίων της ηπειρωτικής Ελλάδος. Σε περίπτωση υιοθέτησης αυτής της λύσης συνεπάγεται ότι τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου θα περιβάλλονται από τουρκική υφαλοκρηπίδα με τις όποιες συνέπειες για την ασφάλειά τους. Επιπλέον, τέτοια εξέλιξη δημιουργεί ένα ντόμινο τουρκικών διεκδικήσεων, όπως χωρικά ύδατα, εναέριος χώρος, αποστρατιωτικοποίηση.
Αξίζει να σημειωθεί πως αν η Ελλάδα προχωρήσει σε επέκταση των χωρικών της υδάτων από 6, όπως είναι σήμερα, σε 12 ναυτικά μίλια, όπως προβλέπει η συνθήκη του Montego Bay του 1982, την οποία η Ελλάδα επεκύρωσε το 1995 αλλά η Τουρκία δεν υπέγραψε, εκ των πραγμάτων δεν θα υπάρχει υφαλοκρηπίδα προς διευθέτηση, διότι τα ελληνικά χωρικά ύδατα είτε θα καλύψουν λόγω επέκτασης τους μεγάλο μέρος των διεθνών υδάτων ο βυθός των οποίων είναι η υφαλοκρηπίδα, είτε θα «εγκλωβίσουν» ένα άλλο μέρος των διεθνών υδάτων. Αυτό το πλεονέκτημα προκύπτει από τη γεωγραφική διάταξη των νησιών που σχηματίζουν ένα κλοιό απέναντι στα τουρκικά παράλια. Το Αιγαίο αποτελεί σύμπλεγμα 2.463 διεσπαρμένων από τις 3.100 που είναι συνολικώς στην ελληνική επικράτεια, οι νήσοι, οι νησίδες και οι βραχονησίδες, οι περισσότερες εκ των οποίων ευρίσκονται σε μικρή απόσταση από τις ακτές της Τουρκίας.
Η στρατηγική της Τουρκίας στο Αιγαίο, από τις αρχές του 1970 και εντεύθεν, υπήρξε σταθερή. Οι κατά καιρούς κρίσεις δεν είναι πολιτικές συμπτώσεις ή σπασμωδικές αντιδράσεις κάποιων φιλοπόλεμων κύκλων της Άγκυρας, αλλά προσχεδιασμένες και συστηματικώς μονομερείς επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος.
Συνεκδοχικώς, η Τουρκία επιδιώκει μέσα από τις περιοδικές κρίσεις να εξασφαλίσει δύο τακτικά σημεία που θα τις επιτρέψουν να προχωρήσει σε υλοποίηση του στρατηγικού της στόχου: α) να εξασφαλίσει την αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδας της ύπαρξης περισσοτέρων της μίας διαφορών στο Αιγαίο, β) την αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδας της ύπαρξης γκρίζων ζωνών και συγκατάθεσής της για παραπομπή του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο ν’ αποφανθεί για την κυριαρχία σε δεκάδες νησιά και βραχονησίδες που ανήκουν στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου και του Καστελλορίζου.
Από το 1999 και εντεύθεν, οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν προχωρήσει σε μία ριζική αναθεώρηση των σχέσεων με την Τουρκία, προσδοκώντας σε μία ουσιαστική βελτίωση του κλίματος με απώτερο στόχο την επίλυση όλων των διμερών προβλημάτων και τη μείωση των εξοπλιστικών δαπανών. Την προσδοκία αυτή καλλιέργησε η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Το ερώτημα, όμως, που πλανάται τα τελευταία χρόνια είναι κατά πόσον υπήρξαν ουσιαστικές αλλαγές στην τουρκική πολιτική και με ποιους χειροπιαστούς τρόπους αποδεικνύεται κάτι τέτοιο καθημερινά.
Tο πιο αξιοσημείωτο γεγονός είναι η πολλαπλώς επιδεικνυομένη πολιτική βούληση της Τουρκίας να συνεχίσει – και μάλιστα με κλιμακούμενη διεκδικητικότητα – την προβολή μονομερών απαιτήσεων σε βάρος της ελληνικής κυριαρχίας. Αποδεικνύεται εμπράκτως ότι τόσο η στρατηγική του Ελσίνκι, που άνοιξε το δρόμο της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, όσο και ο πολυδιαφημιζόμενος «εξευρωπαϊσμός» της τουρκικής πολιτικής, που θα ήταν αποτέλεσμα του πρώτου ελαχίστη αντανάκλαση έχει στη συμπεριφορά της στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Αξίζει να σημειωθεί πως αν η Ελλάδα προχωρήσει σε επέκταση των χωρικών της υδάτων από 6, όπως είναι σήμερα, σε 12 ναυτικά μίλια, όπως προβλέπει η συνθήκη του Montego Bay του 1982, την οποία η Ελλάδα επεκύρωσε το 1995 αλλά η Τουρκία δεν υπέγραψε, εκ των πραγμάτων δεν θα υπάρχει υφαλοκρηπίδα προς διευθέτηση, διότι τα ελληνικά χωρικά ύδατα είτε θα καλύψουν λόγω επέκτασης τους μεγάλο μέρος των διεθνών υδάτων ο βυθός των οποίων είναι η υφαλοκρηπίδα, είτε θα «εγκλωβίσουν» ένα άλλο μέρος των διεθνών υδάτων. Αυτό το πλεονέκτημα προκύπτει από τη γεωγραφική διάταξη των νησιών που σχηματίζουν ένα κλοιό απέναντι στα τουρκικά παράλια. Το Αιγαίο αποτελεί σύμπλεγμα 2.463 διεσπαρμένων από τις 3.100 που είναι συνολικώς στην ελληνική επικράτεια, οι νήσοι, οι νησίδες και οι βραχονησίδες, οι περισσότερες εκ των οποίων ευρίσκονται σε μικρή απόσταση από τις ακτές της Τουρκίας.
Η στρατηγική της Τουρκίας στο Αιγαίο, από τις αρχές του 1970 και εντεύθεν, υπήρξε σταθερή. Οι κατά καιρούς κρίσεις δεν είναι πολιτικές συμπτώσεις ή σπασμωδικές αντιδράσεις κάποιων φιλοπόλεμων κύκλων της Άγκυρας, αλλά προσχεδιασμένες και συστηματικώς μονομερείς επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος.
Συνεκδοχικώς, η Τουρκία επιδιώκει μέσα από τις περιοδικές κρίσεις να εξασφαλίσει δύο τακτικά σημεία που θα τις επιτρέψουν να προχωρήσει σε υλοποίηση του στρατηγικού της στόχου: α) να εξασφαλίσει την αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδας της ύπαρξης περισσοτέρων της μίας διαφορών στο Αιγαίο, β) την αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδας της ύπαρξης γκρίζων ζωνών και συγκατάθεσής της για παραπομπή του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο ν’ αποφανθεί για την κυριαρχία σε δεκάδες νησιά και βραχονησίδες που ανήκουν στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου και του Καστελλορίζου.
Από το 1999 και εντεύθεν, οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν προχωρήσει σε μία ριζική αναθεώρηση των σχέσεων με την Τουρκία, προσδοκώντας σε μία ουσιαστική βελτίωση του κλίματος με απώτερο στόχο την επίλυση όλων των διμερών προβλημάτων και τη μείωση των εξοπλιστικών δαπανών. Την προσδοκία αυτή καλλιέργησε η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Το ερώτημα, όμως, που πλανάται τα τελευταία χρόνια είναι κατά πόσον υπήρξαν ουσιαστικές αλλαγές στην τουρκική πολιτική και με ποιους χειροπιαστούς τρόπους αποδεικνύεται κάτι τέτοιο καθημερινά.
Tο πιο αξιοσημείωτο γεγονός είναι η πολλαπλώς επιδεικνυομένη πολιτική βούληση της Τουρκίας να συνεχίσει – και μάλιστα με κλιμακούμενη διεκδικητικότητα – την προβολή μονομερών απαιτήσεων σε βάρος της ελληνικής κυριαρχίας. Αποδεικνύεται εμπράκτως ότι τόσο η στρατηγική του Ελσίνκι, που άνοιξε το δρόμο της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, όσο και ο πολυδιαφημιζόμενος «εξευρωπαϊσμός» της τουρκικής πολιτικής, που θα ήταν αποτέλεσμα του πρώτου ελαχίστη αντανάκλαση έχει στη συμπεριφορά της στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Αναμφισβήτως πλέον, ο καθορισμός της έναρξης ενταξιακού διαλόγου με την ΕΕ ενέτεινε την κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων απέναντι στην Ελλάδα και απέτυχε να επιφέρει ύφεση.
Χρήστος Ιακώβου
Facebook
No comments:
Post a Comment