Και τι μπορεί να είναι ο πανικός πέρα από μια θηλιά στον λαιμό που πνίγει; Τι μπορεί να είναι ο τρόμος πέρα από ένα αργό, βασανιστικό θάνατο μες στην καθημερινότητα; Κι όλα τα ζούσε πια σε αναμονή σεισμού , σε προσμονή του αναπόφευκτου. Γιατί το παραμύθι μόλις είχε τελειώσει και δεν έζησε καλύτερα . Πέθανε άπειρες φορές μέσα σε μια παράνομη σχέση, σε ένα διαρκές κυνηγητό του ίδιου του εαυτού της , όπως όταν κυνηγάει κανείς τον ένοχο και του ξεφεύγει συνεχώς στη γωνία με τα κλοπιμαία: Τη γαλήνη, την ηρεμία, την ασφάλειά της.
Μια στιγμή αδυναμίας ήταν αρκετή για να αφεθεί στη δύναμη ενός ψεύτη έρωτα. Να αγνοήσει όλα τα προειδοποιητικά σήματα που έστελνε η λογική της και να πέσει μέσα σε βαθύ γκρεμό πάθους σκοτεινού. Είναι και ώρες που νικάει ο διάβολος κι ύστερα όλες οι αμαρτίες μοιάζουνε με αίσθηση ελευθερίας σε επίγειο παράδεισο. Μέχρι που η νύχτα κάποτε τελειώνει κι ένα μικρό αχνό φως έρχεται μες στην άβυσσο του μυαλού και ταρακουνάει όλες τις αισθήσεις. Είναι η στιγμή που το πάθος ξεθωριάζει και φαντάζει πιο πολύ σαν λάθος, η ώρα που αναβλέπει ο τυφλός λες και ένιψε τα μάτια του ο ίδιος ο Θεός.
Kαι τώρα καθόταν μόνη μες στον συλλογισμό της και έψαχνε σκάλες να ανεβεί, βροχή για να ξεπλύνει το σκονισμένο δεφτέρι των παρεκκλίσεων. Και σαν απόκαμε να στίβει την επιείκεια κι αυτή να μην κατεβάζει ούτε μια στάλα εξαγνισμού, τα΄βαλε με τον φαρμακερό όφη που την έβγαλε από τον παράδεισό της. ΄Ολο και ερχόταν ξανά και ξανά εμπρός της η μορφή του, με εκείνο το χαμόγελο που πρώτα τη σκλάβωσε και μετά έγινε μικρό σπαθί , σαρδόνιο κόψιμο, που τεμάχιζε κάθε μέρα τη σιγουριά και την αξιοπρέπειά της.
Πώς ξεκινούν και πώς τελειώνουν έτσι οι έρωτες; ΄Η μήπως …οι δήθεν έρωτες; Οι ενθουσιασμοί, οι πλάνοι προσανατολισμοί. Τα αισθήματα που δεν προλαβαίνουν να ζυμωθούν μέσα στον χρόνο, που δεν προφταίνουν να ταυτιστούν με τα κελεύσματα της μοίρας. Που είναι ίσως απλώς μια έλξη της σάρκας, μια απεγνωσμένη ανάγκη να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε, να ζήσουμε το απόλυτο, να φτάσουμε στα άκρα. Μα κάποτε εκεί στα άκρα παραφυλάει ένας γκρεμός. Μια ολισθηρή κατάβαση χωρίς σχοινί ασφαλείας. Βράχοι απουσίας που ματώνουν με τις αιχμηρές αλήθειες τους τις σκέψεις. Κι εκείνος να μετατρέπεται σιγά σιγά σε μια μορφή που εξατμίζεται πάνω από μια θάλασσα κλειστή , ίδια πια με βάλτο .
Κάθισε για ώρες μες στην περισυλλογή, επιστρατεύοντας λόγια καρφιά, να σταυρώσει τον δρόμο που εκείνος άνοιγε πια δίχως εκείνη. Μα μία μία ένιωθε τις πρόκες να καρφώνονται στο στήθος της . Κι όταν το αίμα χύθηκε έξω από την αντοχή της κι άρχισε να της λερώνει το μέλλον , ένιωσε ένα πουλί να πνίγεται τόσο πολύ μέσα της , που δεν άντεξε. Σηκώθηκε, στάθηκε μπρος σε ένα καθρέφτη , βύθισε τα μάτια της μέσα στο βλέμμα του ειδώλου απέναντί της.
Και τότε μόνο αντίκρισε τον αληθινό ένοχο αυτής της μιζέριας που κουβαλούσε μέσα της η πτώση από ένα κίβδηλο όνειρο. Σαν δικαστής κατέγραψε αμέσως στην ψυχή της την απόφαση. Ισόβια, αληθινή αγάπη για τον ευαίσθητο εαυτό της. ΄Υστερα πήρε ανάσα βαθιά από ανοιξιάτικο παράθυρο και ετοιμάστηκε να πληρώσει το κόστος των επιλογών της.
Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment