Σαν πλησιάζει το Πάσχα και ντύνεται η φύση με μικρές αναστάσιμες προγεύσεις, αρχίζει κι αυτός να παίρνει μία, μία εισπνοές από αγγέλου πέρασμα πάνω από μνήμα. Ακούει το θρόισμα φτερών μες στην ψυχή του, λες και μια δεύτερη ζωή του χτυπάει την πόρτα, λίγο πριν πέσει ακόμα μια αυλαία. Δεν ξέρει πώς να εξηγήσει τούτη την άνοιξη που απρόσκλητη έρχεται και τον βρίσκει. Δεν ξέρει τι να πει γι΄αυτό το κοκκίνισμα της νιότης ,την ώρα που αρχίζει σιγά σιγά να γίνεται γκρίζο σύννεφο για να φέρει τη βροχή. ΄Ισως είναι οι μαργαρίτες που φυτρώνουν μέσα στην αυλή του. ΄Ισως είναι πιότερο οι ελπίδες που φυτρώνουν μέσα στη σκέψη του.
Ζει μιαν Ανάσταση πριν από τον Γολγοθά που αναμένεται με τον θλιβερό ήχο των καμπάνων. ‘Έναν Απρίλη που κρατάει μια κούπα κόκκινο κρασί και τον μεθάει ξανά με το γλυκό πιοτό της ζωής. Και γίνεται χελώνα που βγάζει το κεφάλι έξω από το κέλυφός της, αφήνει τις αχτίδες να της χαϊδέψουν την τόλμη και ύστερα αργά και σταθερά κάνει βήματα προς το φως.
Ντύθηκε πάλι σήμερα με ένα τεράστιο χαμόγελο, έκλεισε τη μοναξιά του μες στο σπίτι, σφάλισε καλά την πόρτα μην τυχόν και τον γελάσει κι έρθει να τον βρει στην περιδιάβασή του κι ύστερα κατηφόρισε στη μέρα με μια άκρη από βελούδο σκέψη να ράβεται ολοένα μες στο βλέμμα του. Γύρω ο κόσμος τραγουδούσε με ευωδιές αντί με νότες. Κι εκείνος έπαιρνε ένα ένα τα μοναχικά του βράδια και τα στόλιζε σαν πεταλούδες πάνω στα αγριολούλουδα , να΄χουν να παίρνουν μυρωδιά από χαρά.
Απέναντί του η θάλασσα είχε βάλει ένα καθάριο γαλάζιο βλέμμα και τον κοίταζε με το πάθος έρωτα ανεκπλήρωτου, με την πλώρη καραβιών που δεν τον προσκαλούσαν πλέον στα ταξίδια τους. ΄Ερχονται τόσο βαριά τα ηλικιωμένα χρόνια, δεμένα χειροπόδαρα σε ένα μπαστούνι, σε ένα κράτημα. Μα είναι η θάλασσα από μόνη της ταξίδι , όταν χαρίζει έστω ένα βλέμμα, ένα ψίθυρο από κύμα , ένα μικρό ανασήκωμα του νερού για να φανεί η δύναμη ενός βυθού που θέλει να αναπνεύσει.
Κι ήταν κι αυτό το Πάσχα που ανέμενε σε μια στροφή με τη μορφή της κόκκινης παπαρούνας, με τη θωριά παιδιού που βγήκε με λερωμένο στόμα από το πρώτο παγωτό, με το απρόσμενο φτερούγισμα ενός χελιδονιού πάνω από το άσπρο του κεφάλι. ΄Ηταν όλα μαζί σαν αίνιγμα που το έλυνε σιγά σιγά η καλή του διάθεση και έφτανε τελικά στη μαγική λέξη: Ελευθερία! Στην άκρη τα δεσμά του χρόνου, στο περιθώριο οι αλυσίδες του φόβου.
Σήμερα γινότανε ένα τεράστιος κάμπος και του έγνεφε να τον διαβεί τσαλαπατώντας άγριες μέρες, ατίθασες νύχτες, απρόσκλητες λύπες, πετρώδη βλέμματα, χέρσες στιγμές. Ακόμα μια άνοιξη , είπε και άνοιξε γερά τα πνευμόνια, να έμπει να χωρέσει όλος ο δροσερός αγέρας , που έψαχνε μυστικά περάσματα ανάμεσα στα χρόνια του.
No comments:
Post a Comment