Είναι κάτι μέρες που έρχονται με πέτρες βαριές κατάστηθα. Κι η αναπνοή βγαίνει σαν διακεκομμένη προσπάθεια επιβίωσης , σαν χέρι ελπίδας που στερνά σηκώνεται πάνω από το αφρισμένο κύμα προσμένοντας σωσίβιο. Κι αυτός ο Νοέμβρης, ακριβώς στη μέση του, λίγο πιο κάτω από την καρδιά, γίνεται τόσο... άκαρδος και άσπλαχνος, καθώς τσαλαβουτάει όλες τις μέρες του στη Μνήμη και τις βαφτίζει ατέλειωτες νύχτες, στο όνομα του Άδικου και Άσπλαχνου Καιρού.
Και πόσο πονάει εν τέλει ένα… ψέμα μέσα στην αλήθεια μας, ένα… ψευδοκράτος μέσα σε αυτό το κράτος που κλυδωνίζεται από όλους τους ανέμους , που σαράντα ένα χρόνια τώρα αγωνιζόμαστε να τους παραχώσουμε και πάλι στους ασκούς μέσα του Αιόλου κι αυτοί μας ξεγελάνε και πότε από θάλασσα φυσάνε, πότε από ξηρά, αλλάζοντας το κλίμα των αντιστάσεων και αντοχών μας! Και βγαίνουν πάλι σεργιάνι πόνοι και πόθοι αντάμα, σαν αδέρφια ετεροθαλή, που ψάχνουν την κοινή τους ρίζα, τη λύτρωση και λευτεριά.
Είναι και αυτά τα συνθήματα που χρόνια τώρα σπάνε πάνω σε μια Πράσινη Γραμμή . Και τη ματώνουν και τη βάφουν στο τέλος κατακόκκινη σαν σφαγιασμένο ήλιο. Με πόσες λέξεις επιστρατεύσαμε την πίστη και τη θέλησή μας! Και με πόσες άλλες άραγε κρύψαμε τον μεγάλο φόβο πως ο Πενταδάκτυλος θα μένει ολοένα και με λιγότερα δάχτυλα, μέχρι που να μην είναι πια ένα περήφανο βουνό που θα μας δείχνει τον δρόμο με υψωμένη τη θέληση , αλλά ένας ρημαγμένος βράχος που κατρακυλά με την ελάχιστη αξιοπρέπεια που του έχει απομείνει.
Και βγαίνουν πάλι τα παιδιά, οι έφηβοι κι οι νέοι μας στους δρόμους. Αυτά τα νιάτα που δεν έζησαν, αλλά ξέρουν, μαθαίνουν, πείθονται πως κάποτε υπήρχε ζωή πέρα από αυτό το βαρύ σύννεφο, που ταξιδεύει φορτωμένο με τα δάκρυα μιας σκλάβας γης. Και θα φωνάξουν πάλι τα συνθήματά τους. Για το ψευδοκράτος, για την ψευδοελπίδα, για την ψευδ-αίσθηση ότι μπορούν να ατενίζουν ένα ουράνιο τόξο μέσα σε μια ατέλειωτη μπόρα. Τα χρώματα, όμως, βάφονται μονάχα κάτω από ένα ζωοδότη ήλιο. Στη βροχή μεγαλώνουν μόνο οι υγροί μας φόβοι. Κι ύστερα γίνονται δάκρυα κρυφά, σχηματίζουν ένα ποτάμι θλίψης μέσα μας και μας πνίγουν αντάμα με τα χρόνια.
Είναι τελικά αυτές οι επέτειοι λεπίδια αιχμηρά. Κι εκεί που κραυγάζουμε για το δίκιο μας, νιώθουμε πάντα τη φωνή μας να βγαίνει γεμάτη αίμα, τα λόγια μας να κοκκινίζουν σαν τραυματίες ενός πολέμου μας με τον αδυσώπητο χρόνο. Και ποια άραγε η περίθαλψη προτού συντελεστεί το μοιραίο; Γιατί κι οι λέξεις πεθαίνουν, όταν τα φωνήεντά τους πάψουν πλέον να είναι φωνές, γίνονται βαθμιαία ψίθυροι και στο τέλος σιωπές.
Εκεί στον Βορρά, τα σπίτια μας, τα δέντρα μας, οι αγάπες μας, οι καημοί μας, φτιάχνουν για μας μονάχα ένα «κράτος» του Πόνου. Κι αυτό δεν είναι ψέμα, είναι η μεγάλη αλήθεια που μας αλυσοδένει την ελπίδα για την επιβίωση, για το μέλλον και τη συνέχειά μας.
Κι όταν πέσει ακόμα ένα βράδυ της τραγικής μας επανάληψης, όλα τα σκλάβα όνειρα λες και ψιθυρίζουνε αδιάκοπα γύρω μας και εντός μας τα λόγια του ποιητή: «Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό». (Γ. Σεφέρης)
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment