Monday, February 3, 2014

Με το φακό των λέξεων

Της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου


Στο έμπα του Φλεβάρη έχει τα γενέθλιά του. Παλιά το διασκέδαζε. Κανόνιζε εξόδους με φίλους, έσβηνε κεράκια σαν μωρό παιδί, χαιρόταν με τα μικροδωράκια που έπαιρνε, ξαναγύριζε νοερά στην παιδική του ηλικία. Κι ήτανε χαρά ζωής να βλέπει την παρέα να υψώνει τα ποτήρια και να του εύχεται Χρόνια Πολλά την ώρα που άλλος ένας χρόνος περνούσε αμετάκλητα στο παρελθόν του. Όλα αυτά παλιά.

Γιατί τώρα, στου δρόμου τα μισά, που λέει κι ο ποιητής, όλο και πιο πολύ συλλογιέται Το Παράπονο του Ελύτη. «Όσο κι αν κανείς προσέχει, όσο κι αν το κυνηγά, δεύτερη ζωή δεν έχει». Θυμώνει άξαφνα με τον εαυτό του. Τι τον έχει πιάσει με αυτούς τους στίχους τελευταία; Μπαίνει στο μπάνιο, να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Τον αιχμαλωτίζει η αλήθεια του καθρέφτη. Και το ψέμα του. Αλήθεια πως έσβησε η νιότη. Ψέμα πως έσβησε κι η νιότη της ψυχής. Μέσα του καίει ένα κερί σαν τάμα στη ζωή. Κι ανθίζει σαν μικρό κλωνί από μυγδαλιά που βιάζεται κάθε φορά να λουλουδιάσει μες στο καταχείμωνο. Πλένεται με μπόλικο νερό, λες και θέλει να ξεπλύνει τις ρυτίδες, τις μικρές ουλές από το πέρασμα του χρόνου, ακόμα και τις λευκές σημαίες που έχουν υψώσει τα μαλλιά του παραδιδόμενα στην πτώση.

Ύστερα ξεχύνεται στην απόφασή του. Κι αρχίζουν οι υπολογισμοί μιας αναμέτρησης με το μέλλον. Πόσα ήθελε, πόσα του δόθηκαν. Πόσα ονειρεύτηκε, πόσα τον στοίχειωσαν σαν εφιάλτες. Πόσα έραναν την ψυχή του σαν ροδόσταγμα από επικείμενη ανάσταση, πόσα παρέμειναν μαραμένα άνθη σε ένα επιτάφιο χωρίς περιφορά στους δρόμους της ακυβέρνητης ζωής του.

Κοιτάει το ρολόι του. Δεν είναι ακόμα μεσάνυχτα. Δεν έχει τελειώσει η μέρα. Προλαβαίνει να αγναντέψει αν όχι τον ήλιο, τουλάχιστον μια πανσέληνο σε όλο της το μεγαλείο. Ποιος είπε πως η νύχτα δεν έχει το δικό της φως; Αυτόφωτο είναι το σκοτάδι. Ανάβει γρήγορα τους διακόπτες και συλλογιέται . Είναι ένα ταξίδι που πολύ πόθησε και ποτέ δεν πραγματοποίησε. Να περάσει ωκεανό, να φτάσει σαν ποντοπόρος σε νέους κόσμους. Θα δει τα χρήματά του, θα ρωτήσει ξανά και ξανά την καρδιά του.

Πόσο πάει ετούτη η αγαλλίαση; Όχι περισσότερο από το κόστος όταν πεθαίνει ένα όνειρο. Αύριο, μεθαύριο… μόλις μπορέσει. Όχι, αυτή τη φορά θα φανεί γενναιόδωρος με την ψυχή του. Κι ύστερα είναι εκείνο το μικρό σπιτάκι κοντά στη θάλασσα. Χρόνια το ράβει με τη φαντασία του, χρόνια του το ξηλώνει ο άνεμος της μετριοπάθειας. Θα πουλήσει ένα χωράφι που του άφησαν οι γονείς του στο χωριό. Καλό το βουνό μα δεν είναι η μεγάλη του αγάπη. 


Προλαβαίνει να γεμίσει τη ζωή του με το γαλάζιο του ορίζοντα; Ναι, του φωνάζει μια δυνατή κραυγή από τους πόθους του κι ύστερα γίνεται κύμα με λευκά τραγούδια και τον ταξιδεύει στη μελωδία της ευτυχίας του. Κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Ένα αχνό φως μπαίνει διακριτικά στην καρδιά του και την καλημερίζει. 
 Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

No comments: