Sunday, February 16, 2014

Με το φακό των λέξεων

Της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Είναι που την έχει πιάσει αυτή η μανία με το νοικοκύρεμα. Είναι που βάλθηκε να βάλει μια τάξη στο χάος. Κι ίσως έχει βάλει και λίγο το χεράκι της η μοναξιά που της κάνει παρέα τα τελευταία δέκα χρόνια μαζί με τα αρθριτικά και την υπέρταση. Συμμαζεύει το σπίτι όπως θα συμμάζευε και τη ζωή της. Με σπουδή και περίσκεψη. Τι κρατάμε και τι αφήνουμε στην άκρη. Κι εκεί που θαρρεί πως θα είναι όλα μια υπόθεση νοικοκυροσύνης, μπαίνει απρόσκλητος επισκέπτης στη μέρα της το παλιό άλμπουμ με τις φωτογραφίες. 

Kαι πέφτουν οι αναμνήσεις σαν σκηνές από μαυρόασπρο παρελθόν, χωρίς μοντάζ, χωρίς μακιγιάζ, με τη θρασύτητα μονάχα του επίμονου εραστή, που διεκδικεί ακόμα τα φιλιά και τα χάδια μιας έκπτωτης αγάπης. Όχι, δε θέλει να καταφύγει στη γνωστή κλισέ φράση: «Πώς πέρασαν τα χρόνια!». Μα το μυαλό εκεί σταματά, γιατί τα χρόνια όντως πέρασαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και μόνο τώρα, καθώς ατενίζει την πορεία της λίγο πριν το τέρμα, μπορεί να κατανοήσει το δρόμο αντοχής που έχει διανύσει με τις προδιαγραφές ενός δρόμου ταχύτητας.

Η φωτογραφία με τη λεπίδα μαχαιριού είναι η τελευταία που πέφτει αιχμάλωτη στο βλέμμα της. Ένα νεαρό κορίτσι στα δεκαοχτώ με τον ήλιο στα χείλη, το όνειρο στα μάτια. Μαλλιά μέχρι τους ώμους, ελπίδα μέχρι τον ωκεανό. Και βλέπει στις γραμμές του προσώπου όλες τις βάρκες, όλα τα πανιά που αρμένισαν και ταξίδεψαν στο μέλλον προτού ακόμα η ζωή την πάρει από το χέρι και της σκορπίσει τα βήματα σε κάμπους και ερήμους, σε βουνοπλαγιές και πεδιάδες, πότε με ήλιο πότε με βροχή, πότε με ασπίδες και πότε με κοντάρια για τις μάχες που χρειάστηκε να δώσει. 


Αν ήξερε τότε αυτά που γνωρίζει σήμερα… Αν διαισθανόταν τότε αυτά που αισθάνεται σήμερα… Αλλά η εμπειρία είναι σαν γάτα που αναπαύεται στη γωνιά της μετά το κυνηγητό με τα ποντίκια . Αδρανής και κουρασμένη από την υπερπροσπάθεια . Αν ήξερε λοιπόν πού κρύβεται η ευτυχία , θα έπαιζε διαφορετικά το κρυφτούλι μαζί της. Και θα μετρούσε όχι μονάχα ως το τρία αλλά και ως το άπειρο για να τη φανερώσει. 

Μα τότε κοίταζε στον καθρέφτη τη λυγερή κορμοστασιά της, το πορσελάνινο πρόσωπο, τα εβένινα μαλλιά, τα αμυγδαλωτά μάτια και μεθούσε με το κρασί που την κέρναγε ένας άνεμος κόλακας και λάγνος. Κι όταν η αγάπη εκείνου στάθηκε στο κατώφλι της, εκείνη μύρισε με χαμόγελο τη θλίψη του κι έστρεψε αλλού το κεφάλι και το όνειρό της. Κανένας άντρας δεν μπόρεσε να χαλιναγωγήσει τη φιλαρέσκειά της. Και καμιά καταιγίδα δε μούσκεψε τόσο την πλήξη της , ώστε να τρέξει αμέσως να βρει καταφύγιο στη ζεστή αγκαλιά μιας οικογενειακής θαλπωρής.
Στέκεται ξανά μπροστά στον καθρέφτη με την ηλικιωμένη μοναξιά της. Αγγίζει ένα, ένα τα σημάδια του χρόνου καθώς αυλακώνουν το πρόσωπο και τη σκέψη της. Έξω αρχίζει μια σιγανή βροχή σαν μοιρολόι ενός κατάλευκου χειμώνα. Τώρα θα ήθελε να ανάψει μια φωτιά και να κουρνιάσει. Ψάχνει για σπίθες, βρίσκει μόνο αποκαΐδια. Απλώνει την καρδιά της να στεγνώσει και καμώνεται πως ζεσταίνεται από την απουσία.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

No comments: