Της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Ένα παιδί γυρνούσε λέει μόνο και ζητούσε φαγητό από τους περαστικούς. Και μια μάνα , λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα, μέτραγε ένα ένα τα μακαρόνια που έβραζε στα παιδιά της. Ένα ένα μέτραγε και τους φόβους της για το αύριο, όταν θα ερχόταν η στιγμή που δε θα είχε τίποτα απολύτως να τους βάλει στο πιάτο. Η πείνα δεν είναι πια μόνιμη κάτοικος μακρινής και απομυθοποιημένης ηπείρου.
Έχει κουρνιάσει έξω από την πόρτα μας σαν πονηρή και δόλια γάτα, που όλο γυρεύει να μας ξεγελάσει και να τρυπώσει στην ασφάλειά μας. Και σίγουρα, πίσω από κουρτίνες, πίσω από κλειστές πόρτες και σφαλιστές καρδιές, ποιος ξέρει πόσοι άλλοι συμπατριώτες μας μετράνε την μπουκιά, υπολογίζουν το ψωμί, οικονομούν το γάλα του παιδιού και την παρηγοριά του αρρώστου!
Μικρή μεγάλωσα με ιστορίες των γονιών μου, που μιλούσαν για την πείνα και τη φτώχεια των παιδικών τους χρόνων. Εφτά παιδιά μοιράζονταν ένα πιάτο πατάτες, μια χούφτα ελιές. Αφήνοντας πίσω μετά και τα δύσκολα χρόνια της εισβολής, πίστεψα πως αυτές οι μέρες είχαν περάσει ανεπιστρεπτί για τον τόπο μας. Πως από δω και μπρος όλα τα παιδιά θα κοιμόντουσαν χορτάτα , με ύπνο γεμάτο όνειρα αντί εφιάλτες.
Κι όμως ξαναζούμε τα χρόνια της πενίας. Κι όχι, δε φτάνει η φιλανθρωπία για να εξαλείψει το άδικο. Δεν είναι αρκετή η συμπόνια και η αλληλεγγύη αυτών που μπορούν ακόμα να συντηρήσουν αξιοπρεπώς την οικογένειά τους. Οι αριθμοί μεγαλώνουν μέρα με τη μέρα, οι ανάγκες πολλαπλασιάζονται, η αξιοπρέπεια του ατόμου διαιρείται σε κομμάτια αγωνίας και ανασφάλειας. Όχι, δε φτάνει η αγάπη, όσο μεγάλη κι αν είναι, Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζει με ελεημοσύνη και δωρεές.
Χρειάζεται και λίγο όνειρο. Και το όνειρο έχει σαν βάση την ασφάλεια. Να υπάρχουν τα απαραίτητα στο ψυγείο και στα ντουλάπια της κουζίνας. Να στρώνεται ένα τραπέζι ευλογίας τα μεσημέρια κι απάνω του να σκύβει η θαλπωρή μιας γαλήνιας ζωής. Κι από κει και πέρα να γίνεται περιστέρι και να φτεροκοπά στα χέρια, στα λόγια, στα μικρά και απλά της καθημερινότητας, που γίνονται μεγάλα σαν τα φιλά ο ήλιος της εργασίας και της προσφοράς. Τη δουλειά δεν τη χρειάζεται ο άνθρωπος για τον άρτο απλώς τον επιούσιο. ΄Εχει μέσα του έντονη και την ανάγκη της προσφοράς και της δημιουργίας. Κι όταν αυτή η ανάγκη δεν ικανοποιείται, μαραίνεται η ψυχή του σαν λουλούδι που δεν αντέχει το χιονιά.
Κάποιοι πήραν το όπλο και πυροβόλησαν το όνειρό μας. Έστησαν στον τοίχο το μέλλον μας και το’ δεσαν πισθάγκωνα. Είναι ο κόσμος μας σε ομηρεία, μα δυστυχώς κανείς δεν προτίθεται να πληρώσει τα λύτρα για την απελευθέρωσή του. Κανείς δε σήκωσε το χέρι και την καρδιά του πάνω απ’ το ευαγγέλιο, να καταθέσει την ευθύνη του.
Οι άνθρωποι περιμένουν μες στη σιωπή τους και μέσα στο φόβο που λιπαίνει η αβεβαιότητα. Κι οι ένοχοι εξακολουθούν να κρύβονται πίσω από την ανοχή μας. Αλήθεια, πόσοι κοιμούνται ήσυχοι τα βράδια; Και κυρίως, πώς το μπορούν;
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment