Sunday, January 26, 2014

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου

Στέκεται μπροστά στη διευθύντρια του σχολείου αμήχανη, με χείλη που προσπαθούν να συγκρατήσουν το τρέμουλο, με καρδιά που αγωνίζεται να αποφύγει το ράγισμα και την ολοκληρωτική παράδοση στην απελπισία. Από χτες, όταν δέχτηκε το τηλεφώνημά της, άρχισε να προετοιμάζει τη στάση και… αντίστασή της, σε αυτά που ενδεχομένως θα άκουγε. Και τι να πει, αλήθεια, για να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά ενός εννιάχρονου αγοριού στον κυκεώνα των εξελίξεων; Η διευθύντρια μιλά ήρεμα, παραθέτοντας τα γεγονότα. Ένα παιδί, το παιδί της, που δε θέλει να προσέξει στο μάθημα, που δεν εννοεί να προσπαθήσει, που αρέσκεται στα πειράγματα, που επιτίθεται χωρίς λόγο στους συμμαθητές του, που σπαταλά το χρόνο του με αδιαφορία και αμέλεια. 

Και η δασκάλα του και η ίδια προσωπικά, προσπάθησαν με κάθε τρόπο να βοηθήσουν, διατείνεται η διευθύντρια, μα οι προσπάθειες δυστυχώς δεν καρποφόρησαν. Μια στιγμιαία διάθεση προς αλλαγή και μετά ξανά, σαν επαναλαμβανόμενη τακτική, η ίδια και πάλι συμπεριφορά. Και σήμερα το αποκορύφωμα. Μια ανεξήγητη επίθεση σε συμμαθητή του την ώρα του διαλείμματος , όταν τίποτα δεν προμήνυε την έκρηξη που θα ακολουθούσε.

Η διευθύντρια σωπαίνει. Την κοιτάζει βαθιά ίσια στα μάτια. ΄Οχι, δεν υπάρχει θυμός. Λύπη μόνο γι΄αυτά που είναι υποχρεωμένη να πει, γι΄αυτά που δεν μπορεί με το μαγικό ραβδάκι της αγάπης να ανατρέψει. Και περιμένει τη δική της αντίδραση. Στην αρχή το μητρικό της ένστικτο της λέει να σωπάσει. Είναι πολλά αυτά που της τρώνε τη μέρα , που της ροκανίζουν τη χαρά. Μα δε βγαίνουν εύκολα απ΄το πηγάδι της πίκρας. ΄Οσο μακρύ σχοινί κι αν ρίξει για τη διάσωση της αξιοπρέπειάς της. 


Πώς να πει και πώς να ομολογήσει για το χτες που ήτανε χαρά, για το σήμερα που έγινε βραχνάς! Δυο χρόνια τώρα είναι άνεργος ο άντρας της. Από τους πρώτους που απέλυσε η κατασκευαστική εταιρεία στην οποία εργαζόταν . Στην αρχή επικράτησε η λογική και η αισιοδοξία: Θα φτιάξουν τα πράγματα. Θα γυρίσει ο τροχός. Γύρισε μόνο η ζωή τους ανάποδα, όταν η στέρηση μπήκε από την πόρτα, τρύπωσε από τις χαραμάδες και στρογγυλοκάθισε σαν μπαλτάς στην κάθε μέρα τους. 

Κι όσο λιγόστευαν τα χρήματα τόσο περίσσευε η ένταση, πασπαλισμένη με απόγνωση και αβεβαιότητα για το αύριο. Κι ένα πρωινό που η θλίψη περίσσευε κι απ΄τους δυο , βγήκανε βαριές κουβέντες , ζυμωμένες με οργή και αγανάκτηση για όλα όσα τους συνέβαιναν, για όλα όσα τους πήραν και τους άφησαν χωρίς αξιοπρέπεια και όνειρο. Σαν ηφαίστειο που ξεσπά και χύνει τη λάβα του, καυτή βγήκε και η αντίδρασή τους. 

Λέξεις σπαθιά πέσαν και σάρωσαν ό,τι είχε απομείνει όρθιο μέσα στην ανέχεια. Σαν κόπασε η καταιγίδα της ψυχής κι αποτραβήχτηκαν σαν θηρία στη γωνιά να γλείψουν τις πληγές τους, άκουσαν τη βαριά ανάσα του παιδιού τους στο άνοιγμα της πόρτας. 


Το βλέμμα του μπήκε και μαχαίρωσε το τελευταίο ίχνος της αντοχής τους. Μετά βγήκε στην αυλή αφήνοντας στο σαλόνι το τελευταίο ανέμελο πρόσωπό του. Αυτό που δεν ξαναπήρε ποτέ μαζί του στη σάκα του σχολείου.

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου


No comments: