Γράφει η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
Ήτανε πάντα ένας χαρούμενος άνθρωπος. Διεκδικούσε καθημερινά μικρές και μεγάλες στιγμές ευδαιμονίας μέσα στα απλά μιας λιτής αλλά περιεκτικής προσέγγισης της ζωής. Τα πρωινά έβγαινε για περπάτημα, κάνοντας την ίδια πάντα διαδρομή από το σπίτι του στο πάρκο που δέσποζε στο κέντρο της κοινότητας και ξανά πίσω, χαιρετώντας εγκάρδια όσους συναντούσε στο διάβα του. Κάθε χαιρετισμός και μια ένδειξη ευγνωμοσύνης σε άλλη μία μέρα που του χαρίστηκε. Κι όταν γυρνούσε πια στο σπίτι, έβαζε λίγη τηλεόραση για να ρουφήξει εικόνες από ένα κόσμο που ασθενούσε χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Τότε ξέσκεπη η σκέψη, ακάλυπτο το συναίσθημα, καταδύονταν στην αυτοκαταστροφή του ανθρώπου. Μελαγχολούσε στιγμιαία, θλιβόταν μονίμως και αποσυρόταν ενίοτε στις μεγάλες αγάπες του δικού του κόσμου, αναζητώντας παυσίλυπα και αναλγητικά. Σιγομουρμούριζε στιχάκια αυτοσχέδιας κατασκευής τις ώρες που περπατούσε πλάι στη θάλασσα, σαν μια εξομολόγηση ψυχής μπροστά στη φύση και το Θείο. Κατέφευγε πού και πού και στο καφενείο του χωριού για μια κουβέντα με το φίλο, το συγγενή, το γείτονα.
Μα πάνω απ’ όλα ήτανε η γυναίκα του, νεανικός έρωτας που ωρίμασε και κάρπισε τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια πλάι του κι εντός του. Μια αειθαλής αγάπη που κράτησε τους δυο τους δεμένους στις χαρές και στις λύπες, που τους χάρισε τρία παιδιά και αμέτρητες στιγμές συμβίωσης και συμπόρευσης . Φίλη, σύντροφος, ερωμένη. Σαν ακουμπούσε τη σκέψη του επάνω στη ματιά της, γίνονταν οι ίριδές της φλόγες, θαρρείς, που φώτιζαν τις αποφάσεις του και άνοιγαν τους δρόμους για τη ζωή και το μέλλον τους.
Απ’ την καρδιά της κρατήθηκε σε όλες τις μεγάλες μάχες του. Μαζί στεριώσανε γερά την αντοχή και το σθένος τις μέρες της εισβολής και της προσφυγιάς, τις ώρες της αγωνίας, τα χρόνια της ανασυγκρότησης. Και ξαναχτίσανε ένα σπιτικό για το σήμερα, προσμένοντας την επιστροφή . Και σαν μεγάλωσαν και τα παιδιά και τράβηξαν το δικό τους δρόμο, σαν απόμειναν και πάλι οι δυο τους, δέντρα πολύκλαδα ενός κήπου που ποτίζανε καθημερινά με τη δρόσο της αγάπης τους, πιο πολύ σμίξανε τα χέρια κι οι καρδιές τους, πιο πολύ αρπάχτηκε ο ένας απ’ τον άλλο κι αναρριχήθηκε ως την κορφή της ύπαρξής τους.
Ύστερα ήρθε εκείνο το χλομό πρωινό με το ψιλόβροχο να σιγοκλαίει στις πλάκες της αυλής. Γενάρης μήνας με κρύο σαν λεπίδι μπήκε απ’ τη χαραμάδα της θνητής τους μοίρας και θέρισε τη σοδειά των χρόνων τους. Η γυναίκα του κοιμήθηκε για πάντα με ένα γλυκό χαμόγελο στο πρόσωπο τη μέρα ακριβώς των γενεθλίων της, λες κι ήθελε έτσι να κλείσει αρμονικά τον κύκλο της παρουσίας της.
Κάθισε για ώρα πολλή πλάι της, κρατώντας το άψυχό της χέρι σαν εικόνισμα. Έξω η βροχή ολοένα και δυνάμωνε, ο αέρας σφύριζε καημούς, το χιόνι απειλούσε με την έλευσή του. Ένα χειμωνιάτικο τοπίο στηνόταν μόνιμα σαν φόντο για την υπόλοιπη ζωή του.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment