Ο κόσμος γυρίζει και τον ζαλίζει. Ψάχνει από κάπου να πιαστεί και πιο πολύ
γκρεμίζεται στις σκέψεις του. Η νύχτα πέφτει νωρίς και τον χώνει σαν λιοντάρι
σε κλουβί. Κάποτε πίστεψε πως η ζωή είχε
ραβδάκι μαγικό, χτυπούσε επάνω στις πικρές αλήθειες και τις μετέτρεπε σε ψέματα
γλυκά. Τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει όλα τα χρόνια που έζησε φυλακισμένος,
πληρώνοντας για ένα έγκλημα πάθους. Σιγά,
σιγά πίσω από τον κομματιασμένο ουρανό του εγκλεισμού του, ένιωσε την οργή του
να λιώνει, τον έρωτά του να απεκδύεται το μένος και να ντύνεται πάλι ένα
τρυφερό λουλούδι σε ανοιξιάτικο λιβάδι. Εκείνη έζησε νεκρή μέσα στη θύμηση. Τις μέρες
κοίταζε βουβή. Τις νύχτες μόνο ξεδιάλεγε τα άστρα και κάρφωνε στις τύψεις του
το πιο αιχμηρό τους φως.
Διάβηκαν τα χρόνια σαν σπαθιά πάνω στις αντοχές του. Και τώρα, λόγω λένε καλής
διαγωγής, μπορεί ξανά να περπατήσει μες
στον κόσμο. Μα είναι τα βήματα βαριά, επιτακτικά. Όλο και ξεστρατίζουν απ’ τις
μέρες που του χαρίστηκαν και πιο πολύ στο σκότος τον κρατάνε.
Κάθεται ώρες πολλές στο συλλογισμό του μέσα.
Με τα πάθη και τα λάθη του παρέα. Κάποτε χαμηλώνει δίπλα του ο ήλιος κι άλλοτε περνά από μπροστά του ένα σύννεφο που φέρνει
καταιγίδες στην ψυχή του. Τότες
κυκλοφορεί εντός του μαυροφορεμένη μια Ερινύα. Κι αμείλικτη τον θέτει μπρος στα
δικά του ερωτήματα: Πώς γίνεται να σκοτώσεις τόση αγάπη και να ματοκυλήσεις έναν έρωτα που σε κρατούσε μες
στων αγγέλων τις φτερούγες; Οι απαντήσεις καθυστερούν, δεν έχουν όχημα καμίας λογικής
να έρθουν να τον συναντήσουν. Ούτε ποτέ θα ανταμώσουν την ανάγκη του.
Παίρνει βαθιά ανάσα, να έμπει μες στους
πνεύμονές του η απόφαση. Τεντώνει τη σκέψη ίσαμε να γίνει τόλμη και κινά το
πικρό ταξίδι του πεζός, σαν ταμένος στη
χάρη της προσκυνητής. To μνήμα
της ένα γκρίζο ριζικό. Και το χαμόγελό της, αινιγματικό, δραπετεύει θαρρείς από μια φωτογραφία με μάτια σαν θλίψη, μαλλιά
σαν ανέμελη Μοίρα. Στέκεται μπροστά της ίδια
με ένοχο στο εδώλιό του.
Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Μονάχα η μνήμη του
επιστρέφει βλοσυρή και τον τρυπάει με
πυρωμένα καρφιά. Ποιος απ’ τους δυο τους
άραγε ζει και ποιος έχει πεθάνει; Ο
θύτης ή το θύμα του; Θέλει πολύ να
αναπνεύσει με προσδοκία για την επόμενη
στιγμή του, μα πνίγεται σαν μανιώδης καπνιστής μιας μεταμέλειας.
Ποιος είπε πως ποτέ δεν είναι αργά; Είναι και δρόμοι που δεν έχουν γυρισμό, είναι
κι ένα ηλιοβασίλεμα που πέφτει χωρίς να υπόσχεται καμιά ανατολή. Όχι, δεν ήταν
τελικά η φυλακή η τιμωρία του. Η ίδια η
ψυχή του θα τον στήνει πλέον κάθε μέρα μπρος στα μάτια της και θα πυροβολεί εξ
επαφής.
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment