Ήτανε δυο νέα παιδιά. Στα
είκοσι εκείνος, στα δεκαεννιά εκείνη. Η ζωή τούς έγνεφε απ΄την αγάπη κι έστρωνε
τριαντάφυλλα του έρωτα στο διάβα τους. Ήτανε δυο ονειροπόλα παιδιά. Εκείνος
είχε τελειώσει το στρατιωτικό του κι έβαζε πλώρη για σπουδές. Αρχιτέκτονας ήθελε να γίνει, να
χτίσει ξανά τον κόσμο. Εκείνη χαιρόταν
κιόλας την ηδονή που χαρίζει στην ψυχή η εκπλήρωση μιας επιθυμίας. Σπούδαζε οικονομικά
και μετρούσε παράλληλα ένα, ένα τους δρόμους που άνοιγε μπροστά τους η κοινή
τους μοίρα. Λογαριασμοί καθάριοι σαν
βλέμμα ερωτευμένης νιότης.
΄Ητανε δυο νέα παιδιά. Λίγα
θυμόντουσαν απ΄όσα ζήσανε, πολλά περίμεναν στο μέλλον να γευτούν. Ο κόσμος που δεν ήξεραν ακόμα, χάιδευε προκλητικά τις πεθυμιές τους. Με μάτια
κλειστά, χέρια σφιχτά δεμένα, μεθούσαν κάθε βράδυ απ΄την αναμονή. ΄Ετσι, καθώς
περπατούσαν αγκαλιασμένοι στα δρομάκια, καθώς σταμάταγαν σε μια γωνία για ένα
πεταχτό φιλί. Πού και πού μια κατακόκκινη πανσέληνος έβγαινε σαν νεράιδα
παραμυθιού, τα βήματά τους να γεμίσει με
χρώμα παθιασμένο. Και τότες ένα φιλί γινόταν όνειρο και τους ταξίδευε στο
άπειρο.
Εκείνο το βράδυ ο έρωτας
τραγούδαγε στα χείλη τους, η δρόσος της ζωής έπαιζε με τα μαλλιά τους. Βγήκαν
απ΄το μπαράκι αγκαλιασμένοι. Περπάτησαν
για λίγο μες στη σιωπή. Μονάχα τα σφιχτοδεμένα κορμιά τους πρόδιδαν τα
συναισθήματά τους. ΄Ετσι καθώς κρατιόντανε γερά απ΄τη στιγμή, έγειρε εκείνος
επάνω της με την αγάπη του να στάζει σαν νέκταρ από ανθούς. Την επόμενη μέρα
πετούσε για Λονδίνο.
Εκείνη θα περίμενε πνίγοντας
την αναμονή μες στις δικές της σπουδές. ΄Οχι, καμιά απόσταση δε θα΄μπαινε
ανάμεσά τους. Πιο κοντά από ποτέ σταθήκανε άγρυπνοι όλη τη νύχτα κάτω από
φύλακες αστέρια, μη χορταίνοντας το έμπα
ενός ήπιου Νοέμβρη , που σιγοτραγουδούσε μαζί τους ερωτικό σκοπό. Τρέξανε σαν μικρά παιδιά στην αμμουδιά,
γέλασαν και φώναξαν δυνατά, να τους ακούσει η νύχτα και να πάρει μακριά ό,τι
τους βάραινε. Λες κι η κάθε τους κραυγή απελευθέρωνε τη θλίψη του αποχωρισμού.
Φώναζε εκείνη το όνομά του κι απαντούσε εκείνος με το δικό της, μέχρι που τα δυο ονόματα σμίξανε και γίναν ένα, με πέντε
φθόγγους ηχηρούς: ΑΓΑΠΗ! Μείνανε
αγκαλιασμένοι για χρόνια πολλά, για
χρόνια που δεν ζήσανε.
Ύστερα έστειλε μήνυμα η μέρα
πως ερχότανε. Ένα αχνό φως έπεφτε κιόλας κατακτητικά πάνω απ΄τις σκιές. Τη
σήκωσε στην αγκαλιά του σαν γυναίκα λεχώνα. Όλη τη νύχτα γεννούσε τη μικρή ζωή
τους. Ανέβηκαν στη μηχανή, χάθηκαν στη σιωπηλή λεωφόρο.
Έσβηνε συνέχεια η ανάσα της στην πλάτη του επάνω.
Προσπέρασαν βουβές συνοικίες, φώτα τρεμάμενα σαν άρρωστοι ήλιοι. Τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω απ΄τη μέση
του ίδια με μοίρα απαιτητική. «Μείνε
μαζί μου», του ψιθύρισαν με τις άκρες των δακτύλων της. Πάτησε τέρμα γκάζι
εκείνος κι ακούμπησαν οι δυο τους δυο ξέπνοα αστέρια.
Ελένη
Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment