Είναι
μια μικρή παραφωνία στη μεγάλη συμφωνία της συνωμοσίας. Είναι ένα χαμόγελο που
το κλέβει ο ήλιος, το κάνει αχτίδα και το στέλνει κάτω στη μουντή ανθρωπότητα.
Ο κύριος Περικλής, βγαλμένος λες από παλιά βιβλία Δημοτικού. Με την αρχαϊκή
εκφορά του λόγου, με το αργόσυρτο βάδισμα, τα χέρια σταυρωμένα στη μέση καθώς
περπατά. Ο κύριος Περικλής, συνταξιούχος δάσκαλος , που δεν αποσύρθηκε ποτέ
απ΄την Παιδεία. Που γράφει ακόμα στον μαυροπίνακα του κόσμου για δικαιοσύνη και
αξιοπρέπεια και σβήνει με τον σπόγγο του ανορθόγραφες ιαχές μιας κοινωνίας που
κάνει νυχθημερόν θυσίες στα είδωλά της. Ο κύριος Περικλής πιστεύει ακόμα στον
αληθινό Θεό. Και περπατά με την ψυχή του σε ανάταση σαν άγγελος που ξέπεσε
σ΄αυτό τον κόσμο και προσμένει πάλι τα φτερά που θα τον ανεβάσουν στη θέση που
του ανήκει.
Μόνος
εδώ και χρόνια με μια σύνταξη και μια ανάμνηση. Της συντρόφου που έφυγε νωρίς.
Κι έπειτα σύντροφοί του έγιναν τα δέντρα του περιβολιού, τα πουλιά τ’ ουρανού,
οι καρποί της γης. Τα δειλινά περπατά
σαν ξωμάχος στην άκρη της ζωής, παρακολουθώντας τις ζωές των άλλων.
Κοντοστέκεται μόνο για ένα χαιρετισμό, για ένα χαμόγελο. Και τις νύχτες
συλλογάται τις μέρες που γέμισαν άξαφνα σκιές και πνιχτά βογγητά απόγνωσης και
δυστυχίας.
Ετούτο
το δείλι μια σκιά και ταυτόχρονα μια
αχτίδα περνά από τη σκέψη του, έτσι καθώς κοιτάζει τη σιωπή του δρόμου πίσω
απ΄τη λεπτή κουρτίνα. Ξάφνου το βλέμμα
του αιχμαλωτίζει μια θλίψη. Λεπτά
ντυμένη μέσα στο ρίγος το φθινοπωρινό που άρχισε ήδη να φλερτάρει το χειμώνα.
Μάτια σαν θάλασσες που καταπίνουν
ναυαγούς. Θα΄ναι γύρω στα δώδεκα το αγόρι μα φαντάζει η ψυχή του εκατόχρονη,
ρυτιδιασμένη απ΄τα πάθη και τις έγνοιες. Ο κύριος Περικλής καρφώνει την καρδιά του
επάνω στη ρακένδυτη εικόνα απέναντί του. Κάτι ραγίζει μέσα του. Κάτι αδιόρατο, από χρόνια μακρινά
φερμένο. Ετούτο το βλέμμα το βαρύ του παιδιού φέρνει μέσα του κύματα τις θύμησες ώσπου τον πνίγουνε
κι άλλο δεν αντέχει. Ανοίγει την πόρτα,
βγαίνει στην αυλή, στέκεται μπρος στο αγόρι το εκατόχρονο . «Πουλάω
εικόνες», λέει εκείνο. « Χριστούς και
Παναγίες. Και τον ΄Αγιό σας, άμα θέλετε. Αλήθεια, πώς σας λένε;».
Αλήθεια
, πώς λεγότανε; Πώς ήθελε ακόμα να τον
λένε;
Παίρνει το χέρι του παιδιού, μετρά τους ρόζους στις παλάμες του, ύστερα μετρά και τους χτύπους της καρδιάς του. Θλίβεται.
Ένα αγόρι γυρνά σαν πραματευτής στους
δρόμους ζητιανεύοντας απ΄το περίσσευμα του κόσμου. Κρυώνει και δεν είναι απ΄την ψύχρα του δειλινού.
Είναι που ένα σκληρό μελτέμι τσακίζει άλλη μία αθωότητα. Ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του, μπάζει πρώτα μέσα τον Θεό και μετά κερνά το αγόρι μια στοργή
ξεχασμένη από καιρό μέσα στη σκόνη της ζωής.
Ελένη
Αρτεμίου Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment