Tuesday, September 3, 2013

Με το φακό των λέξεων

Γράφει η
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου


Καινούριος μήνας.  Ο πρώτος του φθινοπώρου. Είναι, όμως, μια άλλη… εποχή;  Ή μήπως παρελαύνουν ακόμα ακάθεκτοι οι καιροί της ύφεσης και της ηθικής κατάπτωσης; Κάθε πρωί βυθίζεται στις ειδήσεις των εφημερίδων.  Και περισυλλέγει  ηχηρά σκάνδαλα και βαρύγδουπες δηλώσεις.  Οι ιστορίες πολλές, η περίληψη μία:  Να γίνεται το  κομπόδεμα του κάθε βιοπαλαιστή βορά στην απληστία και  την κακοδιαχείριση των λίγων.  Και οι λίγοι να επιτυγχάνουν το εύκολο κέρδος  ανερυθρίαστα,  χωρίς αιδώ, πολλές φορές  και με προκλητικό κομπασμό.  Και το σήριαλ, σαν καλοκαιρινή, μονότονη επανάληψη στους δέκτες της ζωής , να  συνεχίζεται αμείωτο μέσα στον καύσωνα.

Και τώρα, ξανασκέφτεται,  είναι αμφίβολο αν θα πέσει λίγη δροσιά καθώς  χτυπάει την πόρτα ένα ακόμα φθινόπωρο. Θα είναι άραγε η εποχή της ψιλής βροχής,  που θα απομακρύνει τη σκόνη από  βρόμικες  συνειδήσεις ή θα’ ναι ένα φθινόπωρο που θα ρίξει σαν κίτρινα φύλλα των δέντρων, ακόμα πιο βαθιά στο χώμα, την αλήθεια και την κάθαρση;

Σηκώνεται, παρατάει την εφημερίδα σαν βόμβα που ενδέχεται να εκραγεί στην αντοχή του.

Ναι, είναι  πολλά για να τα’ αντέξει η δική του καθημερινότητα. Αυτός χρεώθηκε μέχρι  το λαιμό για ένα σπιτάκι εκατόν πενήντα τετραγωνικών. Ήτανε πάντα συνεπής με τις δόσεις του, ακόμα κι όταν δύσκολα έβγαινε ο μήνας. Ποτέ δεν καταδέχτηκε να ζητήσει  έστω και μια αναβολή από την Τράπεζα. Έσφιγγε τα δόντια, έκοβε περιττά και μη και πορευότανε.  Και τώρα ακούει για χορούς εκατομμυρίων , για διαγραφές χρεών μα κυρίως συνειδήσεων.  

Αυτός, που έβαλε υποθήκη την ίδια τη ζωή του για ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι του. Αυτός που δεν κοιμήθηκε ποτέ ξέγνοιαστα ένα βράδυ, που έφερνε την κουβέρτα ως τις σκέψεις του, μπας και τις ζεστάνει λίγο μέσα στην ψύχρα της ανασφάλειας. Αυτός που ήτανε πάντα νομοταγής πολίτης, που στεκότανε με υποδειγματική υπομονή  στην ουρά για τη δόση στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις. 

Που συμπλήρωνε με το χέρι στο Ευαγγέλιο κάθε χρονιά τη φορολογική του δήλωση .  Που σεβάστηκε το κράτος, την πατρίδα και τους θεσμούς της, πιο πολύ από το αδηφάγο θηρίο που κρύβει μέσα της η μικρή ανθρώπινη φύση. Πόσοι άραγε είναι ακόμα σαν αυτόν;  Αναστενάζει, στυλώνει την πίστη του στον  ουρανό. Ας είναι , Θεέ μου, οι περισσότεροι.

Κάνει ένα γύρο στην αυλή, θέλει να ξεφύγει, αλλά δεν μπορεί. Σαν μαγνήτης τον έλκει και πάλι η ειδησεογραφία των ημερών. Διαβάζει και θλίβεται, θλίβεται και αγωνιά.  Αυτός ο τόπος που τον κοιμίζει ο φλοίσβος της θάλασσας και τον ξυπνά το χαμόγελο του  ήλιου άξιζε μια καλύτερη τύχη. Αιώνες τώρα… Ένα ελαφρύ αεράκι αφήνει στ’ αυτιά του τον ψίθυρο του φθινοπώρου που σιμώνει. Πέρα, ένα χελιδόνι δείχνει να τον αποχαιρετά. Θα ξανάρθει άραγε με την άνοιξη;
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

No comments: