Monday, September 30, 2013

Με το φακό των λέξεων

Γράφει η Ελένη Αρτεμίου –Φωτιάδου 

Τέλη Σεπτέμβρη. Ένας ακόμα μήνας σαλπάρει για τη μικρή ή μεγάλη ιστορία του. Τριάντα μέρες έρχονται και φεύγουν σαν σταγόνες σε μπόρα ανοιξιάτικη. Όσο να ανοιγοκλείσεις τα μάτια, όσο να αισθανθείς λιγάκι τη μυρωδιά απ΄το βρεγμένο χώμα. Και μετά η εξάτμιση, η απουσία, η αίσθηση μιας φθοροποιού ταχύτητας γύρω του και μέσα του. Ούτε κι αυτό το μήνα άλλαξε κάτι στην καθημερινότητά του. Η ίδια πικρή αναμονή. Πίσω του το στερεοφωνικό ελευθερώνει μελαγχολικές ευτυχίες του Χατζηδάκη. 

 Στις τηλεοράσεις παρελαύνουν κοστουμαρισμένοι κύριοι, καλοραμμένες ψευδαισθήσεις. Μια επίδοξη κυρία της πολιτικής ζωής του τόπου με δυο σειρές πανάκριβα μαργαριτάρια στο λαιμό και μια αστραφτερή πέτρα στο δάχτυλο, συστήνει υπομονή και αισιοδοξία. Το καλοζωισμένο της πρόσωπο, τραβηγμένο από τα μπότοξ και την ψευδαίσθηση, θέλει να μοιράσει παντεσπάνι σε μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων που αγωνιούν για το καθημερινό ψωμί τους. 

Κι ύστερα το λευκό πουκάμισο δίπλα της, το καλοστρωμένο λαδωμένο μαλλί μιας επίδοξης πολιτικής καριέρας , επενδύει στην ψυχραιμία και στην αγωνιστικότητα αυτού του λαού, που έμαθε να αντέχει στα δύσκολα και να επιβιώνει στα κακοτράχαλα δρομάκια που τον ρίχνουν ενίοτε οι επιβουλές δικών και ξένων. Ναι, κι αυτή η νίκη θα είναι δική μας, καταλήγει στο πολιτικό του παραλήρημα ο εκκολαπτόμενος δημαγωγός. 

Κλείνει την τηλεόραση με συναισθήματα ανάμεσα στην αγανάκτηση και την απαξίωση. Κλείνει και τα τριάντα δύο του χρόνια σ΄ένα πακέτο χωρίς παραλήπτη. Ασφαλίζει με τα πτυχία ελληνικής και αγγλικής φιλολογίας , ενώ στον τοίχο απέναντι τον κοιτάει μέσα απ΄την κορνίζα του ο μεταπτυχιακός του τίτλος στη Βυζαντινή Ιστορία. Η σύγχρονη ιστορία του αποδεικνύεται πολύ πιο σημαντική για την επιβίωσή του. Ψάχνει στις τσέπες του, αγγίζει το κενό . Όχι, δε θα περάσει πάλι από τη μάνα του για κάνα ψιλό κι ένα πιάτο απ΄το περίσσευμα της σύνταξης. Δε θέλει να ξαναδεί μέσα στα μάτια της τον οίκτο και τον πόνο. Σαν έφυγε για σπουδές, είπε πως θα επιστρέψει μια μέρα για να την ξεκουράσει.

Τώρα αφήνει την κούραση της ψυχής του κάθε μέρα να κατατρώει και τα δικά της σωθικά. Το κινητό του δονείται. Τον θυμάται πάλι ο μοναδικός φίλος που του απέμεινε. Μήνες μαζί με τον Σωτήρη στο στρατό, ζυμώσαν το αντριλίκι και την μπέσα τους στις σκοπιές και στις αγγαρείες. Παιδί που πιάνανε τα χέρια του εκείνος, ακολούθησε τη δουλειά του πατέρα του. 

Άρπαξε βούρτσες και μπογιές κι έβαψε όπως ήθελε τα όνειρα του. Ξέρει γιατί τον παίρνει τώρα ο παλιόφιλος. Διστάζει λίγο , ξανασκέφτεται τη θλιμμένη θωριά της μάνας του. Ύστερα απαντά αποφασιστικά στο κάλεσμα του τηλεφώνου. «Έρχομαι. Φύλαξε μια θέση δίπλα σου για την παλιοσειρά. Και δώσε μου να βάφω μόνο πράσινο, το χρώμα της ελπίδας».Ελένη Αρτεμίου –Φωτιάδου

1 comment:

Paraskevi Lamprini M. said...

πολύ ελπιδοφόρο... μπράβο!