Της Eλένης Αρτεμίου –Φωτιάδου
Το
καράβι φτάνει σε λίγο στο λιμάνι της Ρόδου. Μια φθινοπωρινή απόδραση με έναν
ήλιο να γλυκοφιλεί ακόμα το καλοκαίρι και τον ουρανό να στέλνει τα καθάρια χαιρετίσματά του στις συνάξεις των
επιβατών. Στο κατάστρωμα άνθρωποι και λόγια περνοδιαβαίνουν, σκέψεις σαλπάρουν
σαν πιρόγες και πάλι επιστρέφουν στο γενεσιουργό μυαλό.
Στέκει μες στην αποχώρηση του ήλιου, βαμμένος με τα
χρώματα της δύσης. Μέσα του το σαράκι της αρρώστιας δουλεύει απερίσπαστο. Τίποτα
δεν του έχει αφήσει όρθιο εξόν απ’ τα γαλάζια μάτια του. Με μισόλογα μίλησαν οι
γιατροί, με υπεκφυγές οι δικοί του άνθρωποι. Μα εκείνος νιώθει, ξέρει. Είναι
ζήτημα μηνών. Το πολύ να πάρει χρόνο,
σαν σχοινί που το τεντώνεις για να φτάσει σε μιαν ανάβαση. Κι αυτός, ναι, ακόμα
ανεβαίνει. Την κατολίσθηση λέει να μην την επιτρέψει, όσο περνάει από το σώμα
και το πνεύμα του. ΄Ορθιος θέλει να παραδοθεί στο Θείο και στη Μοίρα.
Είναι
τόσο γλυκό ετούτο το απόγευμα, καθώς προσμένει εκεί στην πλώρη τα δυο παιδιά,
τα τέσσερα εγγόνια του. Έκπληξη τους τη φύλαγε αυτή την κρουαζιέρα. Πήγε και
σήκωσε τις τελευταίες οικονομίες του. Αγόρασε για όλους τα εισιτήρια. Μαζί σε μια
τριήμερη απόδραση απ΄τη σκληρή πραγματικότητα. Δεν έχει πια καμιά υποχρέωση στο
Αύριο. Μόνο το Σήμερα του χαϊδεύει επίμονα τις αισθήσεις. «Ζήσε με» του λέει, «ανάπνευσε
και βάλε με βαθιά μέσα σου…». Κι αναπνέει και χαίρεται. Και δεν θέλει να χάσει
ούτε μια στιγμή.
Σε
λίγο θα ανοίξει την αγκαλιά του, θα χώσει μέσα τα εγγόνια και μαζί θα κατέβουνε
στη γη της Ρόδου. Θα περπατήσουν στην παλιά την πόλη, θα φτάσουνε και στο
Κάστρο των Ιπποτών. Εκεί πρωτόρθε με τη γιαγιά τους στο χρόνο επάνω του γάμου
τους. Ήτανε μια γλυκιά μέρα του Σεπτέμβρη όπως η σημερινή. Ο ήλιος ψιθύρισε τα
χρώματά του επάνω στα μαλλιά, στα μάτια τους μέσα. Κι οι δυο τους περπατούσαν
με τον έρωτα αγκαλιά, σταματώντας πού
και πού σε κάποιο μαγαζάκι, σε κάνα καφενέ… Γοργά που περνούν τα χρόνια! ΄Οχι,
δεν έχει πια καμιά υποχρέωση στο Αύριο.
Να,
τώρα θα κατέβει, θ’ αρπάξει και τούτη τη μέρα απ΄το χέρι και θα σουλατσάρει
μαζί της στους δρόμους και στις θύμησες. Κι ο Κωστής, η Κατερίνα, η Μαργαρίτα κι ο
Νικόλας θα τον τραβάνε πότε απ΄το χέρι, πότε απ΄την καρδιά και θα τον παίρνουν
όπου ζητά η αγάπη τους. «Παππού δες αυτό… Παππού, κοίτα κι εκείνο…».
Ήρθε,
περπάτησε σ΄αυτή τη γη, προπάντων έδωσε και δόθηκε. Κι όχι, παράπονο δεν έχει. Καλά
κρατήθηκε σε όλες τις φουρτούνες, με ζεστή καρδιά ταξίδεψε σ΄όλες τις ήρεμές του θάλασσες. Κι όταν θα φύγει, θα΄ναι ασήκωτες της ψυχής οι αποσκευές από
περίσσευμα αγάπης.
Eλένη Αρτεμίου –Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment