Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου
Η ζωή την είχε χτυπήσει
πισώπλατα με μαχαιριά. Τότε που εκείνος την άφησε με δυο παιδιά στην έγνοια της
κι ένα ακόμα στην κοιλιά, σαν αναμονή και οφειλή ενός ακόμα χρέους προς τη μοίρα. Πέντε χρόνων ήταν
ο Γρηγόρης, δύο η Κατερίνα , όταν γεννήθηκε και ο μικρός ο Ραφαήλ – τάμα στη
χάρη του Αγίου- μια και παιδεύτηκε και πολύ κινδύνεψε στη γέννα. Ζόρικο το τρίτο το παιδί, ίδιος εκείνος στη
φάτσα και στο φέρσιμο, δύστροπο, κλαψιάρικο, στιγμή δεν την άφηνε σε ησυχία.
Ανύπαντρη μητέρα δήλωσε
στις κυβερνητικές υπηρεσίες μετά το φευγιό του με τη νέα του κατάκτηση . Έξι
χρόνια μαζί του, αστεφάνωτη –πού καιρός και χρήματα για γάμους και πανηγύρια; Της
κόψαν ένα επίδομα που ξέφευγε συχνά απ΄τα όρια της αξιοπρέπειας κι άγγιζε την
ανέχεια , μα ποτέ δεν τα ΄βαλε κάτω. Πάλεψε με νύχια και με δόντια να κρατήσει
όρθιο ένα ρημαγμένο σπιτικό , να ντύσει και να ταίσει τα τρία στόματα, που
ορφανά της μοιάζαν , αφού ο λεγάμενος ούτε μια φορά δε γύρεψε να δει τι κάνουν,
πώς περνούν. Λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε, χάθηκε από στέκια και παρέες, ώσπου
κανείς πια δεν έκανε την παραμικρή αναφορά στο όνομά του.
Στην αρχή τα’βαλε με την άδικη την κοινωνία και τη μαύρη της την τύχη. ΄Υστερα κοίταξε βαθιά μες στην εγκατάλειψη κι ανασκουμπώθηκε. Δεν ήτανε καιρός για κλάματα και μοιρολόγια
ούτε γι΄αναθέματα. Τρία ζευγάρια μάτια την κυνηγούσαν νύχτα μέρα πότε με θλίψη,
πότε μ΄απορία κι επίκληση μαζί κι εκείνη έσφιγγε τα δόντια, τίναζε κάθε πρωί τη
σκόνη απ΄την έρημο της ζωής τους και ξεχυνότανε για μια μικρή όαση που θα΄σβηνε
τη δίψα τους.
Άφηνε το Γρηγοράκη το πρωί
στο σχολείο και τ΄άλλα δυο στην
κυρα-Μαρίκα τη γειτόνισσα -με τ΄αζημίωτο εννοείται- κι έτρεχε για το
μεροκάματο. Ευτυχώς την πήρανε σε μια μεγάλη εταιρεία να καθαρίζει τα γραφεία
και τις σκάλες. Ανάποδα της έβγαινε η ψυχή κάθε μέρα , μα πληρωνότανε καλούτσικα,
φτάνανε για το νοικοκυριό, έβαζε και κάτι τις στην άκρη για καμιά μεγαλύτερη
ανάγκη. ΄Οχι τίποτα σπουδαίο, έδειχνε σήμα απαγορευτικό στα μεγάλα όνειρα η
βιοπάλη. Μα της
είχε σφηνωθεί στο μυαλό η ιδέα, ένα
καλοκαίρι, όποτε θα΄ταν μπορετό, να πάρει τα παιδιά και να τα πάει στη θάλασσα, ας ήταν και για δυο μέρες μονάχα.
΄Ενα φτηνό δωμάτιο όλο κι όλο , για το φαί θα΄ στηνε κι ένα
μικρό νοικοκυριό , δε θα΄ταν ανάγκη να
τρώνε συνέχεια έξω. Και θα΄κανε έτσι τη χάρη
στο Γρηγοράκη, που από τότε που ΄χε παίξει το δελφίνι στη γιορτή του
σχολείου, άλλο δε ζητούσε παρά να πλατσουρίζει με τις ώρες στη θάλασσα σαν τον ήρωα που υποδύθηκε. Άμμος, ήλιος, θάλασσα, ανεμελιά… Πόσο κοστίζει ένα όνειρο;
Κάθε βράδυ, σαν έβαζε για
ύπνο τα παιδιά, καθόταν μες στο μισοσκόταδο , έβγαζε το μικρό κομπόδεμα απ΄το
χαρτόκουτο των παπουτσιών που το ΄χε κρυμμένο και μετρούσε έναν ένα τους
κόμπους απ΄το αίμα της, που μες στη νύχτα γίνονταν γαλάζια κύματα κι αφροί να
θρέψουν της καρδιάς της τον καημό. Κι
έμπαινε απ΄το παράθυρο κι ένα φεγγάρι ίδιο με καράβι που ταξίδευε τους πόθους
ως τα ουράνια και τους ψιθύριζε στην ευσπλαχνία του Θεού. Έτσι κι εκείνο το βράδυ, με το μυαλό ανθισμένο
απ΄την προσμονή , ταξίδευε μονάχη της στο θαύμα.
Όλο και πλήθαιναν οι
οικονομίες, όλο και ζύγωνε η μεγάλη μέρα. Λίγο ακόμα και θα μπορούσε να μαζέψει
γύρω της το Γρηγοράκη με τα μεγάλα μάτια, την Κατερίνα με τους μικρούς
στεναγμούς, το Ραφαήλ με τα μικρά και τα μεγάλα σκέρτσα του. Και μ΄ένα χαμόγελο, το
πρώτο αληθινό χαμόγελο μετά τη φυγή εκείνου, να τους ανακοινώσει το σχέδιό της.
Φανταζόταν ήδη τη χαρά, τις φωνές, τον ενθουσιασμό τους και πιο πολύ καρτέραγε
την ώρα, πιο πολύ βιαζότανε να μεγαλώσει το κομπόδεμα.
Το χτύπημα στην πόρτα,
απρόσμενο μες στη νύχτα, διέκοψε την περιπλάνηση του νου και της ψυχής της. Ξαφνιάστηκε, μα βιάστηκε να κρύψει όπως όπως
το χαρτόκουτο κάτω απ΄την κουβέρτα και ν΄ανοίξει μπας και κάτι θυμήθηκε η κυρα-Μαρίκα να της
πει.
Και τότε τον είδε. Στεκόταν
μπροστά της, δυο χρόνια μετά την εξαφάνισή του, με βλέμμα θολό , στόμα που
βρωμοκοπούσε μεθύσι, σουλούπι σαν σκαρί ανεμοδαρμένο. Εκεί στην πόρτα τον
κράτησε όσο εκείνος προσπαθούσε να την πείσει για την επιστροφή του ασώτου. Κι
ύστερα, χωρίς να περιμένει την απάντησή της, λες κι είχε δεδομένη τη συνθηκολόγησή
της, την έκανε πέρα με την ξεχαρβαλωμένη βαλίτσα του κι όρμησε μέσα, σωριάστηκε
σαν σαπιοκάραβο στο κρεβάτι και για κακή
της τύχη βρήκε εμπόδιο το χαρτόκουτο. Έλαμψε με μιάς το μούτρο του.
-Πες μου ότι φυλάς ακόμα
εδώ μέσα το περίσσευμα, είπε κι έκανε να το ανοίξει με χέρια που πετούσαν
φωτιές. Πες το μου να χαρώ κι έχω ξεμείνει από λάδια!
Στιγμή δε δίστασε. Στο
τραπέζι λερωμένο ακόμα το μαχαίρι απ΄το πορτοκάλι που καθάρισε στο Γρηγοράκη. Τ΄άρπαξε, τον ζύγωσε και τ΄όρθωσε μπροστά του
σαν ξιφομάχος έτοιμος για τον πιο μεγάλο αγώνα του. Λέξη δεν είπε. Τον κοίταξε
μόνο μ ΄όλη τη θάλασσα που φύλαγε μέσα της για το καλοκαίρι.
Μα εκείνη ήρθε με τη βουή ανέμου οργισμένου, άγρια θάλασσα, φουρτουνιασμένη, που ξέβραζε αλμύρα και κουφάρια.
Μα εκείνη ήρθε με τη βουή ανέμου οργισμένου, άγρια θάλασσα, φουρτουνιασμένη, που ξέβραζε αλμύρα και κουφάρια.
Τα΄χασε εκείνος μπροστά σε τέτοιο πέλαγο. Ανασηκώθηκε, κάτι
μουρμούρισε που ποτέ δεν έφτασε σώο στ΄αυτιά της. Ύστερα άνοιξε την πόρτα κι
άφησε τη νύχτα να τον κρύψει για πάντα απ΄τη ζωή τους.
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου
1 comment:
Oh what a beautiful sky and sea!
Post a Comment