Friday, April 27, 2012

Πέρα απ΄το χρόνο

Διήγημα
Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου

Περίμενε υπομονετικά στον προθάλαμο. Ένιωθε τα πέλματά του βαριά, καρφωμένα θαρρείς στο πάτωμα με πρόκες αγωνίας και απόγνωσης. Πήρε να συλλογάται τους τελευταίους μήνες της αμφιβολίας και της αναζήτησης. Απ’ τα περασμένα Χριστούγεννα, όταν η Αγγελική , την ώρα που στόλιζε το δέντρο τους, έγειρε ξέπνοα στο χαλί , αφήνοντας μια τελευταία ικμάδα χαράς επάνω στα καινούρια λαμπιόνια και τις χρυσές κλωστές.

Η Αγγελική του, η γυναίκα της ζωής του τα τελευταία δύο χρόνια. Συζούσαν, έκαναν όνειρα, περίμεναν όπως μονάχα η νιότη ξέρει να περιμένει. Εκείνος θα κέρδιζε επιτέλους εκείνη τη μονιμοποίηση στη δημόσια υπηρεσία . Κι εκείνη θα τέλειωνε το μεταπτυχιακό της στη διοίκηση επιχειρήσεων, είχε κάποιο θείο με μεγάλη εταιρεία ειδών υγιεινής, της είχε τάξει σίγουρη και καλή εργοδότηση, θα τα βόλευαν.  Ίσως λίγο δύσκολα στην αρχή, μα είχαν όλη τη θέληση να παλέψουν για το καλύτερο.

Από κάποια τραγική συγκυρία  της μοίρας, γονείς δεν υπήρχαν πια στη ζωή για κανέναν απ΄τους δυο. Εκείνος τους είχε χάσει σε μια πυρκαγιά , ανάπηρος ήταν ο πατέρας, δυσκολεύτηκε η μάνα να τον κατεβάσει με το καροτσάκι  απ΄τον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας .  Γίνηκε ολοκαύτωμα η  ώριμη αγάπη τους και πρώτο θέμα για μέρες στις εφημερίδες και στα κανάλια. Εκείνη πάλι, έμεινε ορφανή από πατέρα στα είκοσι τρία , σαν τον θέρισε τον κύρη ένας καρκίνος των πνευμόνων. Δύο χρόνια μετά τον ακολούθησε κι η μάνα της  με σοβαρό καρκίνωμα στο στήθος. Κάλπασε η αρρώστια και της  στέρησε  ό,τι είχε για στήριγμα κι αποκούμπι.

Kαι τώρα εκεί, στον προθάλαμο,  περίμενε με ιδρωμένο μέτωπο, κάθιδρη ζωή, ν΄ανοίξει η πόρτα και να βγει το τελικό πόρισμα για την Αγγελική, την Αγγελικούλα του, που τον κοίταζε με τα μεγάλα γαλάζια μάτια της και τον κύκλωναν οι θάλασσες του κόσμου όλου. Κάποιες υπόνοιες είχαν ήδη αφήσει οι γιατροί, κληρονομικά είπαν είναι κάποτε  αυτά, μάνα και πατέρας παραδόθηκαν στη σκληρή επέλαση της αρρώστιας. Μα η Αγγελική του ήταν νέα, θα το πάλευε. Δεν ήταν δυνατόν, Θεέ μου.  Δεν είχε προλάβει ακόμα να ζήσει, να ονειρευτεί όσα μπορούσε τούτος ο κόσμος να προσφέρει. Σαν έπεφτε τα βράδια στον ώμο του, κρατούσε μόνο ένα βλέμμα γεμάτο πάθος για τ΄ αγίνωτα. Και του μιλούσε με  φωνή τραγούδι  για το σπιτικό που θα στήνανε,  για τα παιδιά που θα μεγάλωναν στην αγάπη τους, για τα χρώματα που τους περίμεναν να γεμίσουν την ψυχή τους .

Έπιασε το κεφάλι με τα δυο του χέρια. Νόμιζε πως θα΄σπαγε από ώρα σε ώρα και θ΄άφηνε εκεί, στο κρύο πάτωμα της κλινικής όλες τις μαύρες σκέψεις που τον τύλιγαν.  Ίσως αυτή να΄ταν μια λύτρωση, δεν άντεχε άλλο την αναμονή. Και τότες η πόρτα άνοιξε, ο γιατρός φάνηκε μες στη λευκή ομίχλη του. Τον κοίταξε πίσω απ΄τα χοντρά μυωπικά γυαλιά του , δίστασε. ΄Υστερα κοίταξε αμήχανος το ταβάνι λες και περίμενε από κει τη σωτήρια επέμβαση που θα΄δινε τη λύση. Μα εκείνο έμεινε ακίνητο, βουβό.

« Πόσο ακόμα, γιατρέ;» ρώτησε με φωνή που έβγαινε απ΄το μαύρο βυθό της απόγνωσής του.
Δίστασε ξανά η άσπρη μπλούζα. Ποτέ δεν ήταν εύκολες αυτές οι περιπτώσεις. Μαχαίρια μοιάζανε, που ματώναν πρώτα τον ίδιο και μετά τους συγγενείς.
« Πόσο ακόμα, λέω;» ρώτησε επιτακτικά η απελπισία.

«Έξι μήνες… ίσως εφτά… λυπάμαι…η επιστήμη έχει μεν προχωρήσει,  αλλά η περίπτωση της μνηστής σας…»
 
Ένα γκρίζο σύννεφο τον τύλιξε, που του πήρε μακριά όραση κι ακοή κι οσμές του κόσμου κι έφερε μπρος του μόνο τη μορφή της. Η Αγγελική του στο πρώτο ραντεβού, στο πρώτο τους φιλί, η Αγγελικούλα του μέσα στην άνοιξη της ζωής του. Όχι, δε θ΄άφηνε να τους έβρει τόσο γρήγορα , τόσο άδικα το φθινόπωρο. Ετούτοι οι μήνες ήταν ό,τι τους είχε απομείνει.

Βγήκε με βήματα γοργά, ακούγοντας πίσω του το γιατρό να λέει πως αύριο θα μπορούσε να την πάει στο σπίτι. Ναι, αύριο, θα ήταν μια πολύ σημαντική μέρα. Μια υπέροχη για τους δυο τους μέρα. Μοναδική. Χώθηκε στο πρώτο κοσμηματοπωλείο που βρέθηκε στο δρόμο του. Διάλεξε το ωραιότερο δακτυλίδι που μπορούσε να εντοπίσει στη βιτρίνα.

«Γρήγορα, σας παρακαλώ. Ο χρόνος είναι πολύτιμος. Βάλτε μου το στο πιο όμορφο κουτί σας. Είναι για μια  πολύ ιδιαίτερη περίπτωση»
Ο κοσμηματοπώλης τον κοίταξε με βλέμμα επαγγελματικό κι εκτέλεσε την εντολή του. Ένα ασημί κουτάκι παραδόθηκε με ευλάβεια στα χέρια του. Κι ύστερα γραμμή για το ανθοπωλείο, για τα πιο κόκκινα τριαντάφυλλα της αγάπης. Πήρε δυο μπουκέτα, ένα για την ανθοδέσμη κι  ένα ακόμα  για να στολίσει τα βάζα του σπιτιού. Τελευταίο άφησε το ζαχαροπλαστείο. Η τούρτα σε σχήμα καρδιάς τον μάγεψε αμέσως. ΄Ο,τι  χρειαζόταν για την περίπτωσή του. 

Οδήγησε βιαστικά μέχρι το μικρό διαμέρισμα που νοίκιαζαν οι δυο τους. ΄Αφησε την τούρτα στο ψυγείο, έβαλε να παγώνει και το κρασί που εκείνη προτιμούσε ιδιαίτερα. ΄Υστερα στόλισε τα βάζα   με κόκκινες αγάπες.  Το κουτάκι με το δαχτυλίδι κοσμούσε το πιο κεντρικό σημείο στο μικρό τραπεζάκι του σαλονιού. Γέμισε το χώρο με τη  αγαπημένη της μουσική. ΄Υστερα βγήκε αφήνοντας τα πάντα σε αναμονή.

Η υπόλοιπη ζωή του τον περίμενε στο κρύο δωμάτιο μιας κλινικής, μικρή, τρυφερή, ανυποψίαστη. 
Άνοιξε την πόρτα της, την κοίταξε με όλο τον έρωτα που δεν της ξεστόμισε ποτέ.
« Λοιπόν;» ρώτησε μονάχα εκείνη.
« Η ζωή είναι τόσο όμορφη», είπε εκείνος. Καιρός να την κάνουμε ομορφότερη!
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου

No comments: