Γράφει η
Ναταλία Ιωαννίδου
Από τη Λευκωσία
Συγγραφέας: Γιόλα Δαμιανού - Παπαδοπούλου
Εκδόσεις: Πατάκη
Οπισθόφυλλο:
Τριάντα δύο χειμώνες δεν κατάφεραν να απαλύνουν τη λαύρα εκείνου του καυτού Ιούλη του 1974, που τσουρούφλισε τις καρδιές κι άφησε ματωμένα τα όνειρα να ξεστρατίζουν...
Το εφιαλτικό όνειρο κρατάει το Γιάννη ξάγρυπνο τις νύχτες. Οι κραυγές της μάνας του σχίζουν τον άνεμο, σμίγονται με τις οβίδες και τους καπνούς, ώσπου η ψυχή της λευτερώνεται κι ανεβαίνει στον ουρανό... Μια πεντάμορφη οπτασία, με τα μαύρα της μαλλιά ν’ ανεμίζουν στον άνεμο, κρατά στα χέρια λευκό περιστέρι και τον αποχαιρετά...
Εκείνος ο Ιούλης του 1974 έκοψε τη ζωή του στα δυο. Η μισή κοιτάει μπροστά, γίνεται ένας πετυχημένος επιχειρηματίας, η άλλη μισή κοιτάει απέναντι, την τουρκοκρατούμενη πατρίδα του, εκεί που χάθηκαν τα όνειρα κι όλοι όσοι αγάπησε...
Η Αριάδνη, από την άλλη, από μια παράξενη συγκυρία αφήνεται να την παρασύρει το πάθος ενός αχαλίνωτου έρωτα. Η βελούδινη ματιά του Τουρκοκύπριου Αχμέτ την οδηγεί ανεξέλεγκτα στο πετρωμένο...
Η άυλη παρουσία κρατάει αόρατα νήματα και καθοδηγεί τους τρεις πρωταγωνιστές στης μοίρας το γραμμένο...
Λίγα λόγια για την συγγραφέα:
Η Γιόλα Δαμιανού-Παπαδοπούλου γεννήθηκε στη Λευκωσία. Έζησε μέρος των παιδικών και εφηβικών της χρόνων στο Κονγκό. Σπούδασε δημοσιογραφία και συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ο Κόσμος Σήμερα, Ενημέρωση, Σελίδες, και τις εφημερίδες Αγών, Ασύρματος, Πορεία, Φιλελεύθερος. Συνεργάστηκε επίσης με το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου. Έλαβε μέρος σε ποιητικές εκδόσεις (1968-69) και εξέδωσε το βιβλίο διηγημάτων "Μπατούρε" (1988), το μυθιστόρημα "Ο Ψίθυρος του Δάσους" (1992), βραβείο μυθιστορήματος υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου, την "Αφρικάνικη Νύχτα" (1993), επανέκδοση Νέα Σύνορα-Λιβάνη, τα διηγήματα "Αφρικάνικες Στιγμές" (1998), Πανελλήνια βράβευση, "Το πεπρωμένο μιας ζωής" (2003). Είναι μέλος του Κυπριακού ΠΕΝ και της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου. Από το 1969 μέχρι το 1997 έζησε στη Νιγηρία με την οικογένειά της.
Όταν άκουσα πρώτη φορά για το τίτλο του βιβλίο της Γιόλας Δαμιανού Παπαδοπούλου, απ’ το μυαλό μου πέρασε η ιστορία δύο ανθρώπων που αναζητούν ο ένας τον άλλο για να σμίξουν και πάλι. Όμως, το σχέδιο στο εξώφυλλο, για όσους γνωρίζουν, σε ταξιδεύει στο άλλο μισό της Κύπρου, στο έρημο Μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα ..... Πέρα από τη γραμμή που αφήνει πίσω του ο πόλεμος και το μίσος, βρίσκεται ο πόθος για ένωση με το άλλο μισό της ελεύθερης πατρίδας. Ο τίτλος, μπορεί να υποδηλώνει και την αγωνία της ψυχής των ανθρώπων που δεν ολοκληρώθηκαν σαν χαρακτήρες και ψάχνουν το άλλο μισό του εαυτού τους.
Η ιστορία μας πάει πίσω, στο καλοκαίρι του 1974, όπου, η μικρή μας πατρίδα διχάστηκε με τον πιο βίαιο τρόπο. Η υπόθεση μπλέκεται με τα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας της Κύπρου που οι ρίζες τους πάνε πολύ βαθιά. Η συγγραφέας μας ξεναγεί στη σημερινή Κύπρο και ιδιαίτερα στη Λευκωσία και την Κερύνεια. Οι ήρωες, που κινούνται σ’ αυτούς τους χώρους, παρουσιάζονται άλλοτε σκληροί και άλλοτε τρυφεροί και ευαίσθητοι. Μάλιστα, κάποιοι απ’ αυτούς φαίνεται πως δεν ενοχλούνται από το χαρακτηρισμό του ελαφρόμυαλου...
Ο Γιάννης Γαβριηλίδης, ένας από τους πρωταγωνιστές, είναι παντρεμένος με την Αριάδνη, μια πολύ όμορφη και προικισμένη καλλιτέχνιδα. Είναι δραστήριος και παρά τις επαγγελματικές του επιτυχίες, παραμένει συναισθηματικά ασταθής και ευάλωτος. Στα εννιά του χρόνια αναγκάζεται να αντιμετωπίσει την ανθρώπινη θηριωδία .... βλέπει την μητέρα του να βιάζεται και να σκοτώνεται και τον τρίχρονο αδερφό του να βασανίζεται. Αυτά ακριβώς, τα βαθιά τραύματα δεν τον αφήνουν να ηρεμήσει και να καταλάβει τον τρόπο που σκέφτεται και αντιδρά η γυναίκα του. Σε επαγγελματικό ταξίδι, υποκύπτει στο πειρασμό μιας όμορφης πόρνης που του ρίχνει για δόλωμα ο πονηρός Ρουμάνος συνεργάτης του για να τον καταστήσει υποχείριο του.
Η Αριάδνη, είναι άνθρωπος καλλιεργημένος. Πάντα θετική, δεν επιτρέπει σε μικρά πράγματα να της χαλούν τη διάθεση. Πιστεύει στην επαναπροσέγγιση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων μέσα από την τέχνη και για αυτό δέχεται να συμμετάσχει σε μια κοινή έκθεση καλλιτεχνών από τις δύο πλευρές. Χωρίς προγραμματισμό, ο πειρασμός χτυπά και τη πόρτα της δικής της καρδιάς και έχει τη μορφή ενός όμορφου Τουρκοκύπριου ζωγράφου, του Αχμέτ. Η μοίρα όμως, παίζει ένα γλυκόπικρο παιχνίδι. Η συγγραφέας, λες και δεν θέλει να παραιτηθεί, χειρίζεται το παιχνίδι τους με μεγάλη μαεστρία...
Ο τρυφερός Αχμέτ αναζητά την ταυτότητά του, στήνει χαρακτήρες γερούς και αληθινούς. Ξέρει να αγαπά μ’ έναν μοναδικό τρόπο ... ξέρει να δίνει περισσότερα από όσα περιμένει για αντάλλαγμα.
Με έντεχνο τρόπο η συγγραφέας προχωρεί και με τις υπόλοιπες φιγούρες της ιστορίας. Όλοι μαζί, παρελαύνουν με τέλειο βηματισμό και κρύβουν τις προσωπικές τους πληγές για όσους αγαπούν. Θαύμασα την κυρία Μάρα, γιαγιά του Γιάννη, που μέχρι το τέλος παραμένει πραγματική αρχόντισσα.
Εκείνο, που ξεχωρίζει στο βιβλίο είναι η αγάπη και η αφοσίωση της συγγραφέας για τη διχασμένη Κύπρο μας. Τολμά και μας παρουσιάζει τη σημερινή Κύπρο, του πλούτου και της ευμάρειας. Όμως, πίσω από όλα αυτά κρύβονται πληγές που δύσκολα θα κλείσουν, χαμένες πατρίδες, χωρισμένες οικογένειες, αγνοούμενοι! Κοντά σε αυτούς που παίρνουν το αυτοκίνητο και περνούν στα κατεχόμενα για να διασκεδάσουν, υπάρχουν εκείνοι που καλούνται να παραλάβουν κάποια οστά που ταυτοποιήθηκαν με τις σύγχρονες μεθόδους της επιστήμης, και να αποδώσουν στους αγαπημένους τους τις τελευταίες τιμές!
Ø Η καρδιά του κτυπά και τα δάκρυα χύνονται βουβά και σμίγουν με την υγρασία της κουφάλας. Η ψυχούλα του έχει ανταριάσει, θέλει να βγει απ’ την κρυψώνα, να σπρώξει, να κλωτσήσει τους στρατιώτες και ν’ αρπάξει το μικρό του αδερφό απ’ τα χέρια τους. Όμως το ένστικτό του του λεει πως δεν πρέπει να παρακούσει τη μάνα του.
Ø Πίστευε πως ήταν μια παιδική φοβία που έπρεπε με σωστή αντιμετώπιση να ξεπεραστεί. Η ζωή κυλά σαν το ποτάμι μπροστά κι εμείς δεν μπορούμε να βαδίζουμε ενάντια στη φόρα της.
Ø Η μουσική γέμισε το δωμάτιο θάλασσα και λικνιστά κύματα που έσκαγαν πίσω από ένα γαληνεμένο αεράκι. Η ατμόσφαιρα γέμισε ταξίδια κι ονειροπόληση!
Ø Γιατί, Θεέ μου, εμείς οι άνθρωποι να μην μπορούμε ν’ αφήσουμε ελεύθερο το πνεύμα να φτάσει στο βάθος της καρδιάς μας, για να νιώσουμε πως οι κραδασμοί του μίσους, του πόνου, της αγάπης και της συγχώρεσης απέχουν μονάχα μια ανάσα μεταξύ τους, πως χρειάζεται μονάχα μια δική μας θετική σκέψη, ένας καλός λόγος για να δούμε με διαφορετικό μάτι τον κόσμο!
Ø Τις δύσκολες στιγμές που τον χρειαζόταν δεν ήταν ποτέ εκεί. Έτσι, η Αριάδνη έμαθε να τα βγάζει πέρα μονάχη στη ζωή. Κι όταν ακόμα πονούσε, έγλειφε μονάχη τις πληγές της και προχωρούσε.
Ø Ο κήπος, πνιγμένος σε απίθανες αποχρώσεις, τον αποπλανούσε. Ήταν μια πρόκληση να καθίσει εκεί χάμω, να χαζέψει το άγγιγμα μιας ηλιακτίδας απάνω στα φύλλα. Οι μεταλλάξεις του πρασίνου ήταν εντυπωσιακές και τον προκαλούσαν να τις ζωγραφίσει.
Ø Ο Υβ και η Αριάδνη είδαν με έκπληξή τους μια καταπληκτική δουλειά. Μέσα από τη νεκρή φύση, τα χρώματα κατέγραφαν ένα ηφαίστειο συναισθημάτων, έναν ανθρώπινο ψυχισμό που μένει εγκλωβισμένος και διασπάτε σε άπειρα σχήματα και χρώματα...
Ø Τις παλιές φιλίες να τις συντηρείς όπως τη φωτιά στο τζάκι, έλεγε ο παππούς του. Και είχε δίκιο.
Ø Κάθε χρόνο τα χελιδόνια διάλεγαν το ίδιο σημείο, κάτω απ’ το παράθυρό της, για να χτίσουν τη φωλιά τους. Τα χάζεψε για αρκετή ώρα να μπαινοβγαίνουν. Είδε κάτι μικρά κεφαλάκια να ξεπροβάλουν και τη μανούλα να μπουκώνει φαΐ στα μικρά ανοιγμένα στοματάκια. Λένε πως, όπου κτίζουν τα χελιδόνια τη φωλιά τους, φέρνουν στους ανθρώπους χαρά κι ευτυχία. Η σκιά της ανεκπλήρωτης μητρότητας έκανε την καρδιά της να σκιρτήσει, αισθήματα που ποτέ δεν ειπώθηκαν με λόγια, μα που ήταν καταχωρημένα σ’ ένα κεφάλαιο αδιευκρίνιστο του νου της.
Ø Στην άκρη της αυλής, η μυγδαλιά ντύθηκε κάτασπρα. Πότε πρόλαβε, και δεν την πήρε χαμπάρι; οι τριανταφυλλιές και τα κρίνα ολάνθιστα. Ένα όργιο χρωμάτων την καθήλωσε. Λες και η άνοιξη κατέφθασε γιορτινή και αέρινη εκείνο το πρωινό ειδικά γι’ αυτήν, για να της φτιάξει το κέφι.
Ø Ο Αλέκος έσυρε με δυσκολία το βλέμμα του απ’ τους πίνακες και κοίταξε με απορία τον καστανό νέο με τα μελίσσια μάτια... - Ζωγραφίζεις καιρό; - Από μικρός. Ήταν ένας τρόπος να βγάζω από μέσα μου αισθήματα που δεν μπορούσα να εκφράσω με λόγια. – Αυτόν το συγκεκριμένο τον έχω ονομάσει «Λύτρωση». Δίνω την αίσθηση ενός ηφαιστείου αισθημάτων που διασπώνται μετά από μια μεγάλη έκρηξη. Μέσα απ’ αυτό, η λευκή μορφή ανεβαίνει προς τη λύτρωση.
Ø Δε χωρούσε στο μυαλό της ποια αλλαγή θα έφερναν στη ζωή τους δυο περισσότερα κομμάτια γης. Η μανία της κατάκτησης δεν ήταν δικό της παιχνίδι. Γι’ αυτή, σημασία είχαν αυτά που έδιναν χαρά και ουσία στη ζωή. Αυτά, τα άνευ αξίας, ο Γιάννης τα προσπερνούσε σαν ένα φύλλο που το παρασέρνει ο άνεμος.
Ø Τι ήταν εκείνο που τόσο επιτακτικά έκανε τον κόσμο να παραμερίσει το φόβο και να τρέξει στις κατεχόμενες πόλεις απ’ την πρώτη στιγμή; Στην αρχή η νοσταλγία να βρει το σπίτι του. Να δει αν υπάρχει, ποιος το κατοικεί... - Την άλλη Κυριακή ελάτε κοντά μας! Και το γλέντι επαναλαμβανόταν από Κυριακή σε Κυριακή. Τι γιόρταζαν; Τι πανηγύριζαν; Που συνάντησαν τον εχθρό πρόσωπο με πρόσωπο και έσβησε ο φόβος απ’ την καρδιά τους; Που ξαναβρήκαν εκείνη την πολυπόθητη μυρωδιά του σπιτιού, η οποία κρυβόταν άσβηστη στα πνευμόνια τους; Και τι έγινε;
Ø Ήταν η ώρα που ο ήλιος σκυφτός παίρνει την κατηφόρα, αφήνοντας πίσω του ροδαλό μονοπάτι, τότε που η φύση, ντυμένη στο μενεξεδί, παραφυλάει τις αλλαξοκαιριές της νύχτας .... Αυτή την ώρα οι πονεμένοι χάνονται μέσα στις σκουρόχρωμες αποχρώσεις να κρύψουν το δάκρυ που αργοκυλάει. Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να φέρει το σκοτάδι.
Ø Στο φως της μέρας το μυστήριο είχε χαθεί. Μια αθλιότητα φτώχειας και βρομιάς κυριαρχούσε στο χώρο. Μονάχα η εκκλησία της Αγια – Σοφιάς της έκοψε την ανάσα. Στάθηκε εκστατική να κοιτάζει την υπέροχη αρχιτεκτονική του μεσαιωνικού γοτθικού καθεδρικού ναού, που κρατούσε ολόκληρο τετράγωνο και τόσο επιβλητικά δέσποζε στην περιοχή. Ένα αίσθημα περηφάνιας πλημμύρισε την ψυχή της. Ολόκληρη η ελληνική της υπόσταση ήταν διάχυτη εκεί μπροστά της και κανείς δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Κι ας ορθωνόταν οι δυο μιναρέδες με τις μύτες προτεταμένες στον ουρανό να τρυπούν την καρδιά της. Ήταν, φαίνεται, της μοίρας γραφτό ό,τι ωραίο άφησαν οι Βυζαντινοί να καταλήγει σε τζαμί .... Τώρα η Αγια – Σοφιά λειτουργούσε σαν μουσείο κι έπρεπε να πληρώσεις εισιτήριο να την επισκεφτείς. Η Αριάδνη, πλημμυρισμένη μ’ ένα αίσθημα δέους και θρησκευτικής ευλάβειας, ψιθύρισε μια προσευχή που αυθόρμητα ανέβηκε στα χείλη της... Τελικά, ο Θεός έχει μια μεγάλη αγκαλιά που χωράει όλους τους ανθρώπους, σκέφτηκε.
Ø Κανένα χωριό ή περιβόλι δε συνάντησαν στο πέρασμά τους, μέχρι που ξαφνικά η κρυστάλλινη θάλασσα βρέθηκε κρεμασμένη στα πόδια τους. Το καταπράσινο βουνό έδενε με το γαλάζιο της θάλασσας σ’ ένα σπάνιο συνδυασμό. Στα δεξιά απλωνόταν μια τουριστική περιοχή με μοντέρνες επαύλεις σκαρφαλωμένες στο βουνό. Πήραν το δρόμο απ’ αριστερά, που τους έβγαζε κατευθείαν στην Κερύνεια. ...Ανάμεσα στα σπιτάκια δυο μιναρέδες ξεπρόβαλαν μέσ’ από τις στέγες, προσγειώνοντας τη στην πραγματικότητα.
Ø Την οδήγησε σ’ έναν απόμερο κόλπο, όπου η θάλασσα κούρνιαζε ανάμεσα σε βράχια τραχιά κι απόκρημνα. Σπηλιές, που το βάθος τους δεν μπορούσε να προσδιορίσει το μάτι, έχασκαν όλο μυστήριο και τις έγλειφε το κύμα. Το τοπίο είχε μια πρωτόγνωρη αγριάδα που ξεσήκωνε τις αισθήσεις. Πιο πέρα απ’ τα βράχια, η θάλασσα ξανοιγόταν κρυστάλλινη και απέραντη.
Ø Η καλοκαιριάτικη μέρα κυλούσε μ’ ένα φωτοστέφανο να λάμπει στην κορφή. Ο ήλιος τραβούσε ευχαριστημένος κατά τη δύση του, σκορπώντας στο διάβα του χρυσά πέταλα να φωτίζουν τη χαρά. Το αρχοντικό της Μάρας Αγγελίδου στον Άγιο Αντρέα χρόνια είχε να γιορτάσει. Απόψε, φωταγωγημένο, λαμπερό έδιωχνε τη λύπη, στέγνωνε τα δάκρυα. Η καρδιά άνοιξε την αγκαλιά της να καλωσορίσει τον ερχομό του χαμένου παιδιού, του Μανολάκη!
Ø Ο Αχμέτ ή Μανολάκης καθόταν στη βεράντα κι άκουγε με ενδιαφέρον τη γιαγιά του να εξιστορεί οικογενειακά γεγονότα. Και μόνο που είχε το δικαίωμα να ψιθυρίζει τη μαγική λέξη «γιαγιά», που όλα αυτά τα χρόνια ήταν απαγορευτικά ξένη στα προσωπικά του δεδομένα, τον έκανε να νιώθει άλλος άνθρωπος. Ήταν μια απόλαυση να έχει μπροστά του αυτή την ηλικιωμένη γυναίκα, με το αρχοντικό παρουσιαστικό και το κοντοκομμένο μενεξεδί μαλλί, να του μιλά με αργή νωχέλεια για τους γονείς του και για το άγνωστο μέχρι χθες παρελθόν. Η κουβέντα της εξέπεμπε μια γλυκιά ηρεμία και του χάιδευε την ψυχή, λες και μοναδική της έγνοια ήταν να σβήσει κάθε πίκρα και πόνο του παρελθόντος.
Ø Βρισκόταν ήδη στον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης... χάιδεψε τη φουσκωμένη της κοιλιά. Ένιωσε κάτι ανεπαίσθητο να σαλεύει μέσα της, σαν πετάρισμα πεταλούδας, κι ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. Η πληρότητα της μητρότητας κυριαρχούσε απόλυτα μέσα της.
Ø Η σοφία των γηρατειών την οδηγούσε σ’ ένα γαλήνιο μονοπάτι που υπερνικούσε τον αβάσταχτο πόνο του θανάτου. Όλα τα δεχόταν με γλυκιά προσμονή, σαν λογική κατάληξη της ζωής.
Ø Εκείνη τη μέρα η Αριάδνη δε θα την ξεχάσει ποτέ. Απ΄ το πρωί ένιωσε μια κούραση να διοχετεύεται σ’ όλο της το κορμί, γι’ αυτό ακύρωσε ένα ραντεβού και έμεινε στο σπίτι. Κάποια ελαφρά πονάκια, που ένιωσε σε αραιά διαστήματα, δεν τα πήρε σοβαρά. Όμως, όσο προχωρούσε η μέρα, διαπίστωνε πως έρχονταν ακριβώς ανά δεκαπέντε λεπτά. .... Χάιδευε τη φουσκωμένη της κοιλιά με απέραντη στοργή, σαν να κρατούσε κιόλας το μωράκι της. Προσπαθούσε να φανταστεί ολοκληρωμένο το χνουδωτό κεφαλάκι, δυο χεράκια και δυο ποδαράκια με άρτια δακτυλάκια, πέντε στο καθένα, όλα σωστά και αρμονικά. Εκείνη τη στιγμή ξεπέρασε το φόβο του πόνου και της ταλαιπωρίας και ήθελε με όλη τη δύναμη της ψυχής της να γεννηθεί καλά το μωράκι της. Έφτασαν στην κλινική λίγο πριν σπάσουν τα νερά. Ο Μανολάκης έχει περασμένο το χέρι του γύρω από τη μέση της, βοηθώντας τη ν΄ ανέβει τα σκαλοπάτια της κλινικής. Το τρέμουλο στο άγγιγμά του και η τρυφεράδα στη φωνή του, όταν της μιλά, μαρτυρούν όλη την πάλη που γίνεται μέσα του. Προσπαθεί με κόπο να καταχωνιάσει τη βαθιά αγάπη που έκρυβε στα κατάβαθα της ψυχής του.
Ø Κάθισε εκεί βυθισμένος στις σκέψεις του αγναντεύοντας τη θάλασσα. Οι αποχρώσεις του γαλάζιου ξεδιπλώνονταν από κάτω σαν αμέτρητα τόπια ύφασμα και τον μάγευαν. Ο πύρινος ήλιος κεντούσε απάνω τους μικρούς ιριδισμούς, που έπαιζαν παιγνίδια οφθαλμαπάτης. Είχε την αίσθηση πως άκουγε από ψηλά το γλυκά τραγούδι του φλοίσβου.
Ø Έφερε στη σκέψη του όλα όσα συνέβηκαν τους τελευταίους τέσσερις μήνες και άλλαξαν ριζικά τη ζωή του. Ένα αίσθημα πληρότητας, μα και πίκρας, τον πλημμύρισε, για όσα κέρδισε και όσα έχασε. Παρ’ όλα αυτά ένιωθε νικητής στη ζωή.
Ø Μα ο Μανολάκης δεν παραπονιέται. Θυμάται που μικρός πίστευε πως η ζωή του θα τέλειωνε μέσα στη μοναξιά και στη στέρηση. Πίστευε πως θα έσβηνε το ίδιο ξαφνικά όπως οι χρυσές ανταύγειες του δειλινού πέρα στο βαθύ ορίζοντα. Μα όλοι οι του οι φόβοι διαψεύστηκαν. Βρήκε τις ρίζες του. Έχει μια οικογένεια και φίλο καρδιακό να τον νοιάζεται. Μονάχα να μπορούσαν οι άνθρωποι εκεί πίσω στην πατρίδα, Έλληνες και Τούρκοι, να καταλάβουν πως η πατρίδα δεν είναι μονάχα ύλη, είναι ιδέα, με μια έννοια σαν θάλασσα πλατιά, είναι πνεύμα και εξουσιάζει το κάθε ακρογιάλι, την κάθε βουνοκορφή κι αναπλάθεται μέσα απ’ τη γέννηση και το θάνατό μας. Αν μπορούσαν οι άνθρωποι να το καταλάβουν αυτό, τότε μόνο θα γύριζε στην πατρίδα, και θα ζούσε ελεύθερος.
Ναταλία Ιωννίδου
Ναταλία Ιωαννίδου
Από τη Λευκωσία
Συγγραφέας: Γιόλα Δαμιανού - Παπαδοπούλου
Εκδόσεις: Πατάκη
Οπισθόφυλλο:
Τριάντα δύο χειμώνες δεν κατάφεραν να απαλύνουν τη λαύρα εκείνου του καυτού Ιούλη του 1974, που τσουρούφλισε τις καρδιές κι άφησε ματωμένα τα όνειρα να ξεστρατίζουν...
Το εφιαλτικό όνειρο κρατάει το Γιάννη ξάγρυπνο τις νύχτες. Οι κραυγές της μάνας του σχίζουν τον άνεμο, σμίγονται με τις οβίδες και τους καπνούς, ώσπου η ψυχή της λευτερώνεται κι ανεβαίνει στον ουρανό... Μια πεντάμορφη οπτασία, με τα μαύρα της μαλλιά ν’ ανεμίζουν στον άνεμο, κρατά στα χέρια λευκό περιστέρι και τον αποχαιρετά...
Εκείνος ο Ιούλης του 1974 έκοψε τη ζωή του στα δυο. Η μισή κοιτάει μπροστά, γίνεται ένας πετυχημένος επιχειρηματίας, η άλλη μισή κοιτάει απέναντι, την τουρκοκρατούμενη πατρίδα του, εκεί που χάθηκαν τα όνειρα κι όλοι όσοι αγάπησε...
Η Αριάδνη, από την άλλη, από μια παράξενη συγκυρία αφήνεται να την παρασύρει το πάθος ενός αχαλίνωτου έρωτα. Η βελούδινη ματιά του Τουρκοκύπριου Αχμέτ την οδηγεί ανεξέλεγκτα στο πετρωμένο...
Η άυλη παρουσία κρατάει αόρατα νήματα και καθοδηγεί τους τρεις πρωταγωνιστές στης μοίρας το γραμμένο...
Λίγα λόγια για την συγγραφέα:
Η Γιόλα Δαμιανού-Παπαδοπούλου γεννήθηκε στη Λευκωσία. Έζησε μέρος των παιδικών και εφηβικών της χρόνων στο Κονγκό. Σπούδασε δημοσιογραφία και συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ο Κόσμος Σήμερα, Ενημέρωση, Σελίδες, και τις εφημερίδες Αγών, Ασύρματος, Πορεία, Φιλελεύθερος. Συνεργάστηκε επίσης με το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου. Έλαβε μέρος σε ποιητικές εκδόσεις (1968-69) και εξέδωσε το βιβλίο διηγημάτων "Μπατούρε" (1988), το μυθιστόρημα "Ο Ψίθυρος του Δάσους" (1992), βραβείο μυθιστορήματος υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου, την "Αφρικάνικη Νύχτα" (1993), επανέκδοση Νέα Σύνορα-Λιβάνη, τα διηγήματα "Αφρικάνικες Στιγμές" (1998), Πανελλήνια βράβευση, "Το πεπρωμένο μιας ζωής" (2003). Είναι μέλος του Κυπριακού ΠΕΝ και της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου. Από το 1969 μέχρι το 1997 έζησε στη Νιγηρία με την οικογένειά της.
Όταν άκουσα πρώτη φορά για το τίτλο του βιβλίο της Γιόλας Δαμιανού Παπαδοπούλου, απ’ το μυαλό μου πέρασε η ιστορία δύο ανθρώπων που αναζητούν ο ένας τον άλλο για να σμίξουν και πάλι. Όμως, το σχέδιο στο εξώφυλλο, για όσους γνωρίζουν, σε ταξιδεύει στο άλλο μισό της Κύπρου, στο έρημο Μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα ..... Πέρα από τη γραμμή που αφήνει πίσω του ο πόλεμος και το μίσος, βρίσκεται ο πόθος για ένωση με το άλλο μισό της ελεύθερης πατρίδας. Ο τίτλος, μπορεί να υποδηλώνει και την αγωνία της ψυχής των ανθρώπων που δεν ολοκληρώθηκαν σαν χαρακτήρες και ψάχνουν το άλλο μισό του εαυτού τους.
Η ιστορία μας πάει πίσω, στο καλοκαίρι του 1974, όπου, η μικρή μας πατρίδα διχάστηκε με τον πιο βίαιο τρόπο. Η υπόθεση μπλέκεται με τα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας της Κύπρου που οι ρίζες τους πάνε πολύ βαθιά. Η συγγραφέας μας ξεναγεί στη σημερινή Κύπρο και ιδιαίτερα στη Λευκωσία και την Κερύνεια. Οι ήρωες, που κινούνται σ’ αυτούς τους χώρους, παρουσιάζονται άλλοτε σκληροί και άλλοτε τρυφεροί και ευαίσθητοι. Μάλιστα, κάποιοι απ’ αυτούς φαίνεται πως δεν ενοχλούνται από το χαρακτηρισμό του ελαφρόμυαλου...
Ο Γιάννης Γαβριηλίδης, ένας από τους πρωταγωνιστές, είναι παντρεμένος με την Αριάδνη, μια πολύ όμορφη και προικισμένη καλλιτέχνιδα. Είναι δραστήριος και παρά τις επαγγελματικές του επιτυχίες, παραμένει συναισθηματικά ασταθής και ευάλωτος. Στα εννιά του χρόνια αναγκάζεται να αντιμετωπίσει την ανθρώπινη θηριωδία .... βλέπει την μητέρα του να βιάζεται και να σκοτώνεται και τον τρίχρονο αδερφό του να βασανίζεται. Αυτά ακριβώς, τα βαθιά τραύματα δεν τον αφήνουν να ηρεμήσει και να καταλάβει τον τρόπο που σκέφτεται και αντιδρά η γυναίκα του. Σε επαγγελματικό ταξίδι, υποκύπτει στο πειρασμό μιας όμορφης πόρνης που του ρίχνει για δόλωμα ο πονηρός Ρουμάνος συνεργάτης του για να τον καταστήσει υποχείριο του.
Η Αριάδνη, είναι άνθρωπος καλλιεργημένος. Πάντα θετική, δεν επιτρέπει σε μικρά πράγματα να της χαλούν τη διάθεση. Πιστεύει στην επαναπροσέγγιση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων μέσα από την τέχνη και για αυτό δέχεται να συμμετάσχει σε μια κοινή έκθεση καλλιτεχνών από τις δύο πλευρές. Χωρίς προγραμματισμό, ο πειρασμός χτυπά και τη πόρτα της δικής της καρδιάς και έχει τη μορφή ενός όμορφου Τουρκοκύπριου ζωγράφου, του Αχμέτ. Η μοίρα όμως, παίζει ένα γλυκόπικρο παιχνίδι. Η συγγραφέας, λες και δεν θέλει να παραιτηθεί, χειρίζεται το παιχνίδι τους με μεγάλη μαεστρία...
Ο τρυφερός Αχμέτ αναζητά την ταυτότητά του, στήνει χαρακτήρες γερούς και αληθινούς. Ξέρει να αγαπά μ’ έναν μοναδικό τρόπο ... ξέρει να δίνει περισσότερα από όσα περιμένει για αντάλλαγμα.
Με έντεχνο τρόπο η συγγραφέας προχωρεί και με τις υπόλοιπες φιγούρες της ιστορίας. Όλοι μαζί, παρελαύνουν με τέλειο βηματισμό και κρύβουν τις προσωπικές τους πληγές για όσους αγαπούν. Θαύμασα την κυρία Μάρα, γιαγιά του Γιάννη, που μέχρι το τέλος παραμένει πραγματική αρχόντισσα.
Εκείνο, που ξεχωρίζει στο βιβλίο είναι η αγάπη και η αφοσίωση της συγγραφέας για τη διχασμένη Κύπρο μας. Τολμά και μας παρουσιάζει τη σημερινή Κύπρο, του πλούτου και της ευμάρειας. Όμως, πίσω από όλα αυτά κρύβονται πληγές που δύσκολα θα κλείσουν, χαμένες πατρίδες, χωρισμένες οικογένειες, αγνοούμενοι! Κοντά σε αυτούς που παίρνουν το αυτοκίνητο και περνούν στα κατεχόμενα για να διασκεδάσουν, υπάρχουν εκείνοι που καλούνται να παραλάβουν κάποια οστά που ταυτοποιήθηκαν με τις σύγχρονες μεθόδους της επιστήμης, και να αποδώσουν στους αγαπημένους τους τις τελευταίες τιμές!
Ø Η καρδιά του κτυπά και τα δάκρυα χύνονται βουβά και σμίγουν με την υγρασία της κουφάλας. Η ψυχούλα του έχει ανταριάσει, θέλει να βγει απ’ την κρυψώνα, να σπρώξει, να κλωτσήσει τους στρατιώτες και ν’ αρπάξει το μικρό του αδερφό απ’ τα χέρια τους. Όμως το ένστικτό του του λεει πως δεν πρέπει να παρακούσει τη μάνα του.
Ø Πίστευε πως ήταν μια παιδική φοβία που έπρεπε με σωστή αντιμετώπιση να ξεπεραστεί. Η ζωή κυλά σαν το ποτάμι μπροστά κι εμείς δεν μπορούμε να βαδίζουμε ενάντια στη φόρα της.
Ø Η μουσική γέμισε το δωμάτιο θάλασσα και λικνιστά κύματα που έσκαγαν πίσω από ένα γαληνεμένο αεράκι. Η ατμόσφαιρα γέμισε ταξίδια κι ονειροπόληση!
Ø Γιατί, Θεέ μου, εμείς οι άνθρωποι να μην μπορούμε ν’ αφήσουμε ελεύθερο το πνεύμα να φτάσει στο βάθος της καρδιάς μας, για να νιώσουμε πως οι κραδασμοί του μίσους, του πόνου, της αγάπης και της συγχώρεσης απέχουν μονάχα μια ανάσα μεταξύ τους, πως χρειάζεται μονάχα μια δική μας θετική σκέψη, ένας καλός λόγος για να δούμε με διαφορετικό μάτι τον κόσμο!
Ø Τις δύσκολες στιγμές που τον χρειαζόταν δεν ήταν ποτέ εκεί. Έτσι, η Αριάδνη έμαθε να τα βγάζει πέρα μονάχη στη ζωή. Κι όταν ακόμα πονούσε, έγλειφε μονάχη τις πληγές της και προχωρούσε.
Ø Ο κήπος, πνιγμένος σε απίθανες αποχρώσεις, τον αποπλανούσε. Ήταν μια πρόκληση να καθίσει εκεί χάμω, να χαζέψει το άγγιγμα μιας ηλιακτίδας απάνω στα φύλλα. Οι μεταλλάξεις του πρασίνου ήταν εντυπωσιακές και τον προκαλούσαν να τις ζωγραφίσει.
Ø Ο Υβ και η Αριάδνη είδαν με έκπληξή τους μια καταπληκτική δουλειά. Μέσα από τη νεκρή φύση, τα χρώματα κατέγραφαν ένα ηφαίστειο συναισθημάτων, έναν ανθρώπινο ψυχισμό που μένει εγκλωβισμένος και διασπάτε σε άπειρα σχήματα και χρώματα...
Ø Τις παλιές φιλίες να τις συντηρείς όπως τη φωτιά στο τζάκι, έλεγε ο παππούς του. Και είχε δίκιο.
Ø Κάθε χρόνο τα χελιδόνια διάλεγαν το ίδιο σημείο, κάτω απ’ το παράθυρό της, για να χτίσουν τη φωλιά τους. Τα χάζεψε για αρκετή ώρα να μπαινοβγαίνουν. Είδε κάτι μικρά κεφαλάκια να ξεπροβάλουν και τη μανούλα να μπουκώνει φαΐ στα μικρά ανοιγμένα στοματάκια. Λένε πως, όπου κτίζουν τα χελιδόνια τη φωλιά τους, φέρνουν στους ανθρώπους χαρά κι ευτυχία. Η σκιά της ανεκπλήρωτης μητρότητας έκανε την καρδιά της να σκιρτήσει, αισθήματα που ποτέ δεν ειπώθηκαν με λόγια, μα που ήταν καταχωρημένα σ’ ένα κεφάλαιο αδιευκρίνιστο του νου της.
Ø Στην άκρη της αυλής, η μυγδαλιά ντύθηκε κάτασπρα. Πότε πρόλαβε, και δεν την πήρε χαμπάρι; οι τριανταφυλλιές και τα κρίνα ολάνθιστα. Ένα όργιο χρωμάτων την καθήλωσε. Λες και η άνοιξη κατέφθασε γιορτινή και αέρινη εκείνο το πρωινό ειδικά γι’ αυτήν, για να της φτιάξει το κέφι.
Ø Ο Αλέκος έσυρε με δυσκολία το βλέμμα του απ’ τους πίνακες και κοίταξε με απορία τον καστανό νέο με τα μελίσσια μάτια... - Ζωγραφίζεις καιρό; - Από μικρός. Ήταν ένας τρόπος να βγάζω από μέσα μου αισθήματα που δεν μπορούσα να εκφράσω με λόγια. – Αυτόν το συγκεκριμένο τον έχω ονομάσει «Λύτρωση». Δίνω την αίσθηση ενός ηφαιστείου αισθημάτων που διασπώνται μετά από μια μεγάλη έκρηξη. Μέσα απ’ αυτό, η λευκή μορφή ανεβαίνει προς τη λύτρωση.
Ø Δε χωρούσε στο μυαλό της ποια αλλαγή θα έφερναν στη ζωή τους δυο περισσότερα κομμάτια γης. Η μανία της κατάκτησης δεν ήταν δικό της παιχνίδι. Γι’ αυτή, σημασία είχαν αυτά που έδιναν χαρά και ουσία στη ζωή. Αυτά, τα άνευ αξίας, ο Γιάννης τα προσπερνούσε σαν ένα φύλλο που το παρασέρνει ο άνεμος.
Ø Τι ήταν εκείνο που τόσο επιτακτικά έκανε τον κόσμο να παραμερίσει το φόβο και να τρέξει στις κατεχόμενες πόλεις απ’ την πρώτη στιγμή; Στην αρχή η νοσταλγία να βρει το σπίτι του. Να δει αν υπάρχει, ποιος το κατοικεί... - Την άλλη Κυριακή ελάτε κοντά μας! Και το γλέντι επαναλαμβανόταν από Κυριακή σε Κυριακή. Τι γιόρταζαν; Τι πανηγύριζαν; Που συνάντησαν τον εχθρό πρόσωπο με πρόσωπο και έσβησε ο φόβος απ’ την καρδιά τους; Που ξαναβρήκαν εκείνη την πολυπόθητη μυρωδιά του σπιτιού, η οποία κρυβόταν άσβηστη στα πνευμόνια τους; Και τι έγινε;
Ø Ήταν η ώρα που ο ήλιος σκυφτός παίρνει την κατηφόρα, αφήνοντας πίσω του ροδαλό μονοπάτι, τότε που η φύση, ντυμένη στο μενεξεδί, παραφυλάει τις αλλαξοκαιριές της νύχτας .... Αυτή την ώρα οι πονεμένοι χάνονται μέσα στις σκουρόχρωμες αποχρώσεις να κρύψουν το δάκρυ που αργοκυλάει. Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να φέρει το σκοτάδι.
Ø Στο φως της μέρας το μυστήριο είχε χαθεί. Μια αθλιότητα φτώχειας και βρομιάς κυριαρχούσε στο χώρο. Μονάχα η εκκλησία της Αγια – Σοφιάς της έκοψε την ανάσα. Στάθηκε εκστατική να κοιτάζει την υπέροχη αρχιτεκτονική του μεσαιωνικού γοτθικού καθεδρικού ναού, που κρατούσε ολόκληρο τετράγωνο και τόσο επιβλητικά δέσποζε στην περιοχή. Ένα αίσθημα περηφάνιας πλημμύρισε την ψυχή της. Ολόκληρη η ελληνική της υπόσταση ήταν διάχυτη εκεί μπροστά της και κανείς δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Κι ας ορθωνόταν οι δυο μιναρέδες με τις μύτες προτεταμένες στον ουρανό να τρυπούν την καρδιά της. Ήταν, φαίνεται, της μοίρας γραφτό ό,τι ωραίο άφησαν οι Βυζαντινοί να καταλήγει σε τζαμί .... Τώρα η Αγια – Σοφιά λειτουργούσε σαν μουσείο κι έπρεπε να πληρώσεις εισιτήριο να την επισκεφτείς. Η Αριάδνη, πλημμυρισμένη μ’ ένα αίσθημα δέους και θρησκευτικής ευλάβειας, ψιθύρισε μια προσευχή που αυθόρμητα ανέβηκε στα χείλη της... Τελικά, ο Θεός έχει μια μεγάλη αγκαλιά που χωράει όλους τους ανθρώπους, σκέφτηκε.
Ø Κανένα χωριό ή περιβόλι δε συνάντησαν στο πέρασμά τους, μέχρι που ξαφνικά η κρυστάλλινη θάλασσα βρέθηκε κρεμασμένη στα πόδια τους. Το καταπράσινο βουνό έδενε με το γαλάζιο της θάλασσας σ’ ένα σπάνιο συνδυασμό. Στα δεξιά απλωνόταν μια τουριστική περιοχή με μοντέρνες επαύλεις σκαρφαλωμένες στο βουνό. Πήραν το δρόμο απ’ αριστερά, που τους έβγαζε κατευθείαν στην Κερύνεια. ...Ανάμεσα στα σπιτάκια δυο μιναρέδες ξεπρόβαλαν μέσ’ από τις στέγες, προσγειώνοντας τη στην πραγματικότητα.
Ø Την οδήγησε σ’ έναν απόμερο κόλπο, όπου η θάλασσα κούρνιαζε ανάμεσα σε βράχια τραχιά κι απόκρημνα. Σπηλιές, που το βάθος τους δεν μπορούσε να προσδιορίσει το μάτι, έχασκαν όλο μυστήριο και τις έγλειφε το κύμα. Το τοπίο είχε μια πρωτόγνωρη αγριάδα που ξεσήκωνε τις αισθήσεις. Πιο πέρα απ’ τα βράχια, η θάλασσα ξανοιγόταν κρυστάλλινη και απέραντη.
Ø Η καλοκαιριάτικη μέρα κυλούσε μ’ ένα φωτοστέφανο να λάμπει στην κορφή. Ο ήλιος τραβούσε ευχαριστημένος κατά τη δύση του, σκορπώντας στο διάβα του χρυσά πέταλα να φωτίζουν τη χαρά. Το αρχοντικό της Μάρας Αγγελίδου στον Άγιο Αντρέα χρόνια είχε να γιορτάσει. Απόψε, φωταγωγημένο, λαμπερό έδιωχνε τη λύπη, στέγνωνε τα δάκρυα. Η καρδιά άνοιξε την αγκαλιά της να καλωσορίσει τον ερχομό του χαμένου παιδιού, του Μανολάκη!
Ø Ο Αχμέτ ή Μανολάκης καθόταν στη βεράντα κι άκουγε με ενδιαφέρον τη γιαγιά του να εξιστορεί οικογενειακά γεγονότα. Και μόνο που είχε το δικαίωμα να ψιθυρίζει τη μαγική λέξη «γιαγιά», που όλα αυτά τα χρόνια ήταν απαγορευτικά ξένη στα προσωπικά του δεδομένα, τον έκανε να νιώθει άλλος άνθρωπος. Ήταν μια απόλαυση να έχει μπροστά του αυτή την ηλικιωμένη γυναίκα, με το αρχοντικό παρουσιαστικό και το κοντοκομμένο μενεξεδί μαλλί, να του μιλά με αργή νωχέλεια για τους γονείς του και για το άγνωστο μέχρι χθες παρελθόν. Η κουβέντα της εξέπεμπε μια γλυκιά ηρεμία και του χάιδευε την ψυχή, λες και μοναδική της έγνοια ήταν να σβήσει κάθε πίκρα και πόνο του παρελθόντος.
Ø Βρισκόταν ήδη στον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης... χάιδεψε τη φουσκωμένη της κοιλιά. Ένιωσε κάτι ανεπαίσθητο να σαλεύει μέσα της, σαν πετάρισμα πεταλούδας, κι ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. Η πληρότητα της μητρότητας κυριαρχούσε απόλυτα μέσα της.
Ø Η σοφία των γηρατειών την οδηγούσε σ’ ένα γαλήνιο μονοπάτι που υπερνικούσε τον αβάσταχτο πόνο του θανάτου. Όλα τα δεχόταν με γλυκιά προσμονή, σαν λογική κατάληξη της ζωής.
Ø Εκείνη τη μέρα η Αριάδνη δε θα την ξεχάσει ποτέ. Απ΄ το πρωί ένιωσε μια κούραση να διοχετεύεται σ’ όλο της το κορμί, γι’ αυτό ακύρωσε ένα ραντεβού και έμεινε στο σπίτι. Κάποια ελαφρά πονάκια, που ένιωσε σε αραιά διαστήματα, δεν τα πήρε σοβαρά. Όμως, όσο προχωρούσε η μέρα, διαπίστωνε πως έρχονταν ακριβώς ανά δεκαπέντε λεπτά. .... Χάιδευε τη φουσκωμένη της κοιλιά με απέραντη στοργή, σαν να κρατούσε κιόλας το μωράκι της. Προσπαθούσε να φανταστεί ολοκληρωμένο το χνουδωτό κεφαλάκι, δυο χεράκια και δυο ποδαράκια με άρτια δακτυλάκια, πέντε στο καθένα, όλα σωστά και αρμονικά. Εκείνη τη στιγμή ξεπέρασε το φόβο του πόνου και της ταλαιπωρίας και ήθελε με όλη τη δύναμη της ψυχής της να γεννηθεί καλά το μωράκι της. Έφτασαν στην κλινική λίγο πριν σπάσουν τα νερά. Ο Μανολάκης έχει περασμένο το χέρι του γύρω από τη μέση της, βοηθώντας τη ν΄ ανέβει τα σκαλοπάτια της κλινικής. Το τρέμουλο στο άγγιγμά του και η τρυφεράδα στη φωνή του, όταν της μιλά, μαρτυρούν όλη την πάλη που γίνεται μέσα του. Προσπαθεί με κόπο να καταχωνιάσει τη βαθιά αγάπη που έκρυβε στα κατάβαθα της ψυχής του.
Ø Κάθισε εκεί βυθισμένος στις σκέψεις του αγναντεύοντας τη θάλασσα. Οι αποχρώσεις του γαλάζιου ξεδιπλώνονταν από κάτω σαν αμέτρητα τόπια ύφασμα και τον μάγευαν. Ο πύρινος ήλιος κεντούσε απάνω τους μικρούς ιριδισμούς, που έπαιζαν παιγνίδια οφθαλμαπάτης. Είχε την αίσθηση πως άκουγε από ψηλά το γλυκά τραγούδι του φλοίσβου.
Ø Έφερε στη σκέψη του όλα όσα συνέβηκαν τους τελευταίους τέσσερις μήνες και άλλαξαν ριζικά τη ζωή του. Ένα αίσθημα πληρότητας, μα και πίκρας, τον πλημμύρισε, για όσα κέρδισε και όσα έχασε. Παρ’ όλα αυτά ένιωθε νικητής στη ζωή.
Ø Μα ο Μανολάκης δεν παραπονιέται. Θυμάται που μικρός πίστευε πως η ζωή του θα τέλειωνε μέσα στη μοναξιά και στη στέρηση. Πίστευε πως θα έσβηνε το ίδιο ξαφνικά όπως οι χρυσές ανταύγειες του δειλινού πέρα στο βαθύ ορίζοντα. Μα όλοι οι του οι φόβοι διαψεύστηκαν. Βρήκε τις ρίζες του. Έχει μια οικογένεια και φίλο καρδιακό να τον νοιάζεται. Μονάχα να μπορούσαν οι άνθρωποι εκεί πίσω στην πατρίδα, Έλληνες και Τούρκοι, να καταλάβουν πως η πατρίδα δεν είναι μονάχα ύλη, είναι ιδέα, με μια έννοια σαν θάλασσα πλατιά, είναι πνεύμα και εξουσιάζει το κάθε ακρογιάλι, την κάθε βουνοκορφή κι αναπλάθεται μέσα απ’ τη γέννηση και το θάνατό μας. Αν μπορούσαν οι άνθρωποι να το καταλάβουν αυτό, τότε μόνο θα γύριζε στην πατρίδα, και θα ζούσε ελεύθερος.
Ναταλία Ιωννίδου
15 comments:
Είναι ένα καταπληκτικό βιβλίο που σε κερδίζει από τις πρώτες του σελίδες … και που ότι και να πει κανείς είναι λίγο.
Συγχαρητήρια Φοίβο για την δημοσίευση σου αυτή … για μένα είναι ένα διαχρονικό βιβλίο … και τέτοια βιβλία πρέπει με κάθε τροπο να γίνονται γνωστά και να αγαπιούνται.
Πολλά φιλιά με την καλημέρα μου!
Με συγκίνησε όλη η ανάρτηση.....
Θα το εντάξω στα υπό αγορά.
Ευχαριστούμε για την γνωριμία με την συγγραφέα.
θα το διαβάσω όπωσδήποτε!
δεν το εχω διαβασει,αλλα το εχω ακουσει απο αλλους...στην αναρτηση φαίνεται πολυ ενδιαφερον...
Αποφεύγω να διαβάζω βιβλία για την εισβολή όσο αξιόλογα και να είναι αυτά. Ισως γιατί οι δικές μου εμπειρίες ήταν τραυματικές σε μια πολύ ευαίσθητη ηλικία.
@ Acer_v. Καλημέρα Αφροδίτη μου. Εσύ που διαβάζεις βιβλία μπορείς να καταλάβεις την αξία τους, οι άλλοι όμως, που δεν ενδιαφέρονται; Όπως, πολύ καλά γνωρίζεις, στην Ελλάδα και περισσότερο στην Κύπρο το βιβλίο δεν είναι και από τις προτεραιότητες των ανθρώπων. Την καλημέρα μου από τη Λευκωσία.
@ Βάσσια. Να'σαι καλά Βάσσια.
@ Natassa. Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε Νατάσσα μου. Σε χάσαμε ολόκληρη όχι μόνο το άλλο σου μισό!!
@ cook. Αμ, εσύ Αναστασία μου. Τι έγινες και χάθηκες από την 'πιάτσα'. Μήπως έψαχνες το άλλο σου μισό κορίτσι μου;
δεν το εχω διαβασει,αλλα το εχω ακουσει απο αλλους...στην αναρτηση φαίνεται πολυ ενδιαφερον...
@ Anastasia. Έχεις δίκαιο σ΄αυτό Αναστασία. Εμείς που ζήσαμε από κοντά τα γεγονότα τα βλέπουμε από διαφορειτκές γωνίες και σύμφωνα πάντα, μέσα από τις προσωπικές μας εμπειρίες.
Ο,τι και να πω γι'αυτό το βιβλίο θα είναι λίγο. Αριστουργηματικό! Ευκαιρία να το ξαναδιαβάσω.
Olá amiga
Fiquei muito feliz com sua visita. Obrigada.
Beijo
@ Stefania Χαίρομαι ειλικρινά αγαπητή μου Στεφανία που συμπίπτουν οι προτιμήσεις μας!
@ KINHA. Olá amiga Kinha. Obrigada.
Beijo.
πρεπει να ειναι υπεροχο βιβλιο!!
H ψυχασθενής. Σίγουρα ναι. Καλή βδομάδα.
Αγαπητέ Φοίβο,
Ήταν μια ωραία έκπληξη η ανάρτηση. Σε ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία. Δεν έχω λόγια να ευχαριστήσω τη Ναταλία Ιωαννίδου για την τόσο εκτενή παρουσίαση του "άλλου μου μισού" και τα καλά της λόγια. Με συγκίνησε ο τρόπος που εκδήλωσε τον ενθουσιασμό της όταν διάβασε το βιβλίο μου. Επικοινώνησε με τους εκδότες μου εκφράζοντας τις σκέψεις της.
Ευχαριστώ επίσης θερμά την acer-v καιτη Στεφανία που το διάβασαν και είπαν τα καλύτερα.
Αγαπητή Αναστασία λυπάμαι για τις άσχημες εμπειρίες σου. Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Έχω παρόμοιες εμπειρίες από την επανάσταση στο Κογκό. Όμως κατάφερα να τις ξεπεράσω γράφοντας γι αυτά "Ψίθυρος του δάσους". Προσπάθησε να αντιμετωπίσεις τους φόβους σου. Στο "άλλο μου μισό" καταπιάστηκα κυρίως με τη κοινωνία σήμερα με όλα τα κατάλοιπα που άφησε το ΄74. Να είστε πάντα καλά!
Yiola Papadopoulou. Αγαπητή μου Γιόλα η ευχαρίστηση είναι δική μου. Χαίρομαι ιδιαίτερα να βλέπω γνωστούς και άγνωστους να διακρίνονται ο καθένας στον τομέα του. Γι' αυτό και το μικρό αφιέρωμα στο ωραίο σου βιβλίο ήταν πράξη επιβαλλόμενη! Καλή χρονιά και πάντα με νέες δημιουργίες και επιτυχίες.
Για το ίδιο βιβλίο της πολύ αγαπητής φίλης Γιόλας είχα γράψει κι εγώ, αλλά φαίνεται, αγαπητέ Φοίβο ότι εσύ έχεις πολύ περισσότερους αναγνώστες του μπλογκ σου!
@ Anagnostria. Αγαπητή μου Κίκα καλησπέρα. Όπως βλέπεις οι φίλοι είναι πολλοί, που θέλουν να εκφραστούν και να πουν απόψεις. Έτσι, το Μπλογκ πάει να γίνει ένας όμορφος τόπος διακίνησης διαφόρων ιδεών και απόψεων, οπόταν περιλαμβάνει και λίγο υλικό από το δικό σου πανέμορφο Μπλοκ, που αφορά βιβλία!!
Post a Comment