Γράφει η
Δρ Δήμητρα Βαλιαντή-Πλατή
από Λευκωσία
Η Επιτροπή της Βασιλείας[1] οριστικοποίησε και δημοσίευσε τον Ιούνιο του 2004 μετά από πέντε χρόνια εντατικών διαβουλεύσεων το νέο Σύμφωνο της Βασιλείας (Basel 2), που αφορά την κεφαλαιουχική επάρκεια των τραπεζών, οργανισμών χρηματοδοτήσεως στέγης και κάποιων ειδών επενδυτικών εταιρειών. Το Basel 1, εισήχθηκε το 1988. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενσωμάτωσε το Basel 2 στο κοινοτικό δίκαιο με την Οδηγία για Κεφαλαιουχική Επάρκεια.
Ανάγκη για Κεφαλαιουχική Επάρκεια
Το Basel 2 σκοπεί στη δημιουργία ενός πιο ευαίσθητου και αντιπροσωπευτικού πλαισίου για μείωση των τραπεζικών ρίσκων. Σε γενικές γραμμές το Basel 2 απαιτεί, όπως οι τράπεζες διατηρούν, σε συνεχή βάση, ικανοποιητικά κεφάλαια για προστασία έναντι μελλοντικών ζημιών, που ενδεχομένως προκύψουν από τις εργασίες τους. Ως εκ τούτου, εισάγει νέους κανόνες ή τροποποιεί κανόνες του Basel 1 με στόχο την εξασφάλιση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας των ίδιων των τραπεζών, έτσι ώστε να μπορούν να επιβιώνουν διαφόρων ζημιών, προστατεύοντας παράλληλα τους καταθέτες τους αλλά και το ίδιο το τραπεζικό σύστημα.
Η ανάγκη για κεφαλαιουχική επάρκεια απορρέει από το γεγονός ότι η διεξαγωγή τραπεζικών εργασιών, όπως μας διδάσκουν και πρόσφατες εμπειρίες, εμπεριέχει πολλών ειδών κινδύνους, όπως ρίσκα που αφορούν την παροχή πίστωσης, το ύψος των επιτοκίων, τη συναλλαγματική ισοτιμία, τη ρευστότητα, τη φήμη της τράπεζας, τις τιμές των ακινήτων, τις τιμές των αγαθών, τις φυσικές καταστροφές αλλά και πιθανά δικηγορικά, δικαστικά, κτηματομεσιτικά, διοικητικά, ρυθμιστικά, λειτουργικά έξοδα και ούτω καθεξής. Η έλλειψη ρευστότητας μπορεί να προκαλέσει, σε περίπτωση κάποιας ασύνετης επένδυσης, στη χειρότερη περίπτωση μέχρι και την κατάρρευση της τράπεζας, όπως έγινε στη δεκαετία του 80, κατά την οποία χρεοκόπησαν 206 τράπεζες διεθνώς.
Επί παραδείγματι, η Barings Bank κατέρρευσε, αφού δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις τεράστιες υποχρεώσεις που είχε αναλάβει ο διαπραγματευτής της Nick Leeson. Χρεοκοπία ενός τραπεζικού οργανισμού συνεπάγεται με ζημία στους καταθέτες, απώλεια εργασιών και αποσταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος. Ενδεικτικά, στην περίπτωση της Barings Bank χάθηκαν $1.89 billion. Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη, ότι οι τράπεζες μεταξύ τους δανείζονται η μία από την άλλη, ή η μία είναι μέτοχος της άλλης, η κατάρρευση μιας από αυτές μπορεί να οδηγήσει σε συστηματική κατάρρευση σειράς τραπεζών, γνωστό ως domino effect.
Επιπρόσθετα, με τη χρηματοοικονομική φιλελευθεροποίηση (financial liberalization) των τραπεζικών ιδρυμάτων στη δεκαετία του 80, οι τράπεζες μεταμορφώθηκαν σε multifunctional banks και έκτοτε δεν διεξάγουν μόνο τις παραδοσιακές εργασίες της απλής λήψης καταθέσεων και της παροχής πιστώσεων, αλλά παρέχουν πιο πολλές και περίπλοκες υπηρεσίες και προϊόντα. Ως εκ τούτου, εκτίθενται σε πιο πολλά ρίσκα. Επίσης, με την ταχύρυθμη ανάπτυξη της τεχνολογίας και του internet banking αυξάνονται και οι κίνδυνοι. Συνεπώς, οι σύγχρονες περίπλοκες απαιτήσεις του τραπεζικού συστήματος απαιτούν τη λήψη ανεπτυγμένων και αυστηρών κανονισμών αναφορικά με την κεφαλαιουχική επάρκεια των τραπεζών.
Οι Νέοι Κανόνες
Το Basel 2 στοχεύει να ενισχύσει το υφιστάμενο πλαίσιο (Basel 1), λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες και ραγδαίως μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς. Τα πιο σημαντικά συνιστώντα στοιχεία του είναι τα εξής:
Αλλάζει σημαντικά το πλαίσιο υπολογισμού των κεφαλαιουχικών απαιτήσεων για τον πιστωτικό κίνδυνο αφού υιοθετούνται νέες μέθοδοι.
Εισαγάγει κεφαλαιακές υποχρεώσεις για το Λειτουργικό Κίνδυνο (Operational risk) που δεν υπήρχαν στο προηγούμενο Σύμφωνο.
Αντικατοπτρίζει τις όποιες βελτιώσεις στη διαδικασία παρακολούθησης κινδύνων των τραπεζών. Για παράδειγμα, η εισαγωγή διαδικασιών εσωτερικής αξιολόγησης κινδύνων επιτρέπει στις τράπεζες να βασίζονται, σε κάποιο βαθμό, στις δικές τους προβλέψεις αναφορικά με τους αναλαμβανόμενους πιστωτικούς κινδύνους.
Παρέχει κίνητρα στις τράπεζες για βελτίωση των διαδικασιών παρακολούθησης κινδύνων. Το νέο πλαίσιο αποτελείται από τρεις βασικούς «Πυλώνες»
Ο Πυλώνας 1 θέτει τις ελάχιστες κεφαλαιουχικές απαιτήσεις για τον Πιστωτικό Κίνδυνο[2] (Credit Risk), τον Κίνδυνο Αγοράς[3] (Market Risk) και το Λειτουργικό Κίνδυνο.[4]
Ο Πυλώνας 2 εισάγει μια νέα εποπτική διαδικασία για συνεχή αναθεώρηση από τις Εποπτικές Αρχές αλλά και από την ίδια την τράπεζα.
Ο Πυλώνας 3 στοχεύει στη διαφάνεια και πληροφόρηση του κοινού με την έκδοση πληροφοριών που αφορούν τα ρίσκα των τραπεζών.
Αποτελεσματικότητα
Οι νέοι κανονισμοί του Basel 2 μπορούν να αυξήσουν σημαντικά την αποδοτικότητα (efficiency) και προπαντός τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος με την ενίσχυση του ανταγωνισμού στη χρηματοοικονομική αγορά. Με το Basel 2, οι τράπεζες, μεγάλες και μικρές, που χρησιμοποιούν πιο ακριβείς και αποτελεσματικούς τρόπους υπολογισμού και περιορισμού του πιστωτικού κινδύνου αμείβονται με πιο χαμηλές κεφαλαιουχικές απαιτήσεις.
Με αυτόν τον τρόπο, το νέο Σύμφωνο εισάγει μια «Δαρβινική» διαδικασία επιλογής για την επιβίωση των πιο εύρωστων τραπεζών, αυξάνοντας έτσι τον ανταγωνισμό και μεταφέροντας μερίδιο της αγοράς στις πιο αποδοτικές τράπεζες. Συνεπώς, εφόσον η προώθηση του ανταγωνισμού και της αποδοτικότητας των τραπεζών συσχετίζονται με την κεφαλαιουχική τους επάρκεια, το Basel 2 μπορεί να ενισχύσει και τη γενική σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Αυτό επιτυγχάνεται, αφού οι νέοι κανονισμοί διασφαλίζουν, ότι τα κεφάλαια των τραπεζών θα αντιστοιχούν επακριβώς στους κινδύνους που αντιμετωπίζουν. Παράλληλα, οι καταναλωτές θα επωφεληθούν από τους νέους κανονισμούς, εφόσον ο κίνδυνος κάθε δανείου θα αξιολογείται ξεχωριστά και έτσι θα υπάρχει δυνατότητα παροχής πιο φθηνών πακέτων στους πιο φερέγγυους πελάτες.
Η εισαγωγή του νέου Συμφώνου της Βασιλείας θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μέχρι το τέλος του 2007. Εποπτικές Αρχές και τράπεζες προετοιμάζονται για την εφαρμογή των νέων μεθόδων και κανονισμών. Η αποτελεσματικότητα των μέτρων θα εξαρτηθεί από την προετοιμασία των τραπεζών και στην υιοθέτηση της κατάλληλης οικονομικής Νομοθεσίας. Οι Κυπριακές τράπεζες βρίσκονται στη διαδικασία μελέτης για ενεργοποίηση των κανόνων.
Παράλληλα, στα πλαίσια της γενικής διαδικασίας ενίσχυσης της σταθερότητας και εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος, θα πρέπει να αναθεωρηθούν τόσο ο Περί Συμβάσεων Νόμος όσο και οι Κανονισμοί περί Εταιρικής Διακυβέρνησης, με σκοπό τον εκσυγχρονισμό των εσωτερικών μηχανισμών συνετής διακυβέρνησης εταιρειών και τραπεζών. Επίσης, η Νομοθεσία για Χρεοκοπία θα πρέπει να τύχει ριζικής αλλαγής με την εισαγωγή πιο πολύπλοκων κριτηρίων αξιολόγησης της φερεγγυότητας μιας εταιρείας.
Δήμητρα Βαλιαντή-Πλατή
[1] Η Επιτροπή της Βασιλείας δημιουργήθηκε το 1974 από το Βέλγιο, τον Καναδά, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, το Λουξεμβούργο, τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Ισπανία, τη Σουηδία, την Ελβετία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ. Τα μέλη αντιπροσωπεύονται από τις Κεντρικές τους Τράπεζες και από τις Εποπτικές Αρχές, εάν είναι άλλες από τις Κεντρικές Τράπεζες.
[2] Πιστωτικός Κίνδυνος είναι ο κίνδυνος ένας αντισυμβαλλόμενος να μην ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του σε μια καθορισμένη χρονική περίοδο.
[3] Κίνδυνος Αγοράς είναι ο κίνδυνος ζημιάς στην οικονομική κατάσταση ενός οργανισμού λόγω δυσχερών μεταβολών στο επίπεδο ή στην αστάθεια των αγοραίων τιμών χρηματοοικονομικών μέσων επιτοκίου, μετοχών, συναλλάγματος και αγαθών.
[4] Λειτουργικός Κίνδυνος είναι ο κίνδυνος μη αναμενόμενων ζημιών λόγω ανεπάρκειας των συστημάτων ενός οργανισμού σε σχέση με τη διαχείριση πληροφοριών, έλεγχο και εσωτερικές διαδικασίες.
No comments:
Post a Comment