Εύας Στάμου
Βρεθήκαμε κατά τις δύο σ’ένα καφενείο ανάμεσα στην Αμερικής και την Κολιάτσου, στην πλατεία Καραμανλάκη. Ήπιαμε δυο μπίρες και κάναμε μερικά τσιγάρα χωρίς να μιλάμε μεταξύ μας. Εγώ ξεφύλλιζα ένα περιοδικό ποικίλης ύλης κι ο Δημήτρης συζητούσε με τον σερβιτόρο που ήταν γνωστός του από παλιά. Γύρω στις τρεις κοίταξε το ρολόι του και μου είπε ότι ήταν ώρα να πηγαίνουμε. «Αυτή», είπε «είναι η πιο κατάλληλη στιγμή» γιατί μεσημεριάτικα η πελατεία θα ήταν σύμφωνα με την πείρα του περιορισμένη και δεν θα δημιουργούσαμε πρόβλημα στα κορίτσια.
Περπατήσαμε την μικρή απόσταση χωρίς να μιλάμε και χωρίς καμία σωματική επαφή. Δεν είχα δεύτερες σκέψεις γι αυτό που θα κάναμε, του είχα εμπιστοσύνη. Εκείνος ήταν οχτώ χρόνια μεγαλύτερός μου κι εγώ το είχα συνήθεια να βγαίνω με μεγαλύτερους άντρες και ν’ αφήνω σε κείνους την ευθύνη των αποφάσεων.
Μόλις φτάσαμε στην πολυκατοικία ο Δημήτρης έσκυψε και με φίλησε στο μάγουλο, πριν χτυπήσει το κουδούνι τρεις φορές, συνθηματικά. Λίγα λεπτά αργότερα, ένας ψηλός μελαχρινός άντρας, γύρω στα σαράντα, μισάνοιξε την εξώπορτα με κινήσεις βαριεστημένες και στάθηκε απέναντί του κοιτάζοντάς τον κατάματα. Φορούσε κόκκινο τσαλακωμένο μακώ, τζιν παντελόνι και σαγιονάρες. Μού κανε εντύπωση πόσο ανέκφραστο παρέμεινε το πρόσωπό του όση ώρα οι δύο άντρες διαπραγματεύονταν κι όση ώρα μας κοιτούσε απ’ την κορφή ως τα νύχια ερευνητικά.
Η προφορά του ήταν βαριά. Υπέθεσα ότι καταγόταν από κάποια επαρχία. Στο τέλος της σύντομης συνομιλίας χασμουρήθηκε ηχηρά κι άπλωσε το χέρι του με τρόπο τελεσίδικο. Τα νύχια του ήταν κιτρινισμένα απ’ τη νικοτίνη. Ο συνοδός μου του έδωσε τα λεφτά κι εκείνος άνοιξε κανονικά την πόρτα και μας άφησε να περάσουμε. Αφού μας χάζεψε λίγα λεπτά ακόμα μας ζήτησε να τον ακολουθήσουμε σ’ ένα απ’ τα διαμερίσματα του υπογείου. Από τη ανοιχτή πόρτα, ερχόταν μια δυσάρεστη μυρωδιά: μούχλα, τσιγαρίλα και φτηνό αποσμητικό χώρου. Καθίσαμε σ’ ένα σαλονάκι της κακιάς ώρας, σ’έναν φθαρμένο καναπέ με μεγάλα πράσινα μαξιλάρια που ήταν γεμάτα κίτρινες στάμπες από καφέ. «Καπνίστε αν θέλετε», μας είπε ο ψηλός χωρίς να στραφεί προς το μέρος μας και χάθηκε στο διάδρομο. Καθίσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο κοιτάζοντας μπροστά μας τα ξέχειλα τασάκια που ήταν παρατημένα στο τραπέζι και τον γυμνό τοίχο.
Ο άντρας επέστρεψε με δύο μελαχρινές, βαμμένες έντονα. Η νεότερη, είχε σαρκώδη χείλη, μακριά μαλλιά και γεμάτο κορμί. Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο, όπως του άντρα. Φορούσε μια κόκκινη ρόμπα κι όταν με πλησίασε την άφησε επίτηδες ν’ ανοίξει για να δω το γυμνό της στήθος. Στην συνέχεια με χάιδεψε φευγαλέα στο πρόσωπο και χωρίς να καλύψει τη γύμνια της με ρώτησε πως με λένε. Έκανα να μιλήσω, μα κάτι μου έκοψε την ανάσα. Με κόπο πρόφερα τελικά τ’ όνομά μου προκαλώντας ένα κύμα γέλιου στην ομήγυρη. Η γυναίκα με ρώτησε την ηλικία μου και αυτή τη φορά της απάντησα αβίαστα: «Δεκαεννιά».
«Θα πάτε στο δωμάτιο της Καιτούλας», είπε ο άντρας δείχνοντας με το κεφάλι του την μεγαλύτερη γυναίκα που φορούσε φόρμα γυμναστικής. Το πρόσωπό της ήταν τόσο μακιγιαρισμένο που έμοιαζε με μάσκα μα όταν μου χαμογέλασε και με ρώτησε αν ήθελα κάτι να πιω το ύφος της γλύκανε. Έγνεψα καταφατικά κι εκείνη χάθηκε στην κουζίνα κουνώντας προκλητικά τους γοφούς της. Όταν επέστρεψε κρατούσε έναν δίσκο από ροζ πλαστικό σε σχήμα καρδιάς που είχε πάνω δυο ποτήρια με ουίσκι. Ο ψηλός, όρθιος στο στενό χωλ, κούνησε το κεφάλι του με νόημα υποδεικνύοντας το διαθέσιμο δωμάτιο. Πρώτη φορά γνώριζα αληθινές πουτάνες.
Όταν ήμουν δεκαεφτά ετών είχα πάει ένα μεσημέρι μετά το σχολείο στο σπίτι μιας συμμαθήτριάς μου, της Ράνιας, για φαγητό. Η Ράνια ήταν μια ψηλή, παχιά κοπέλα με βαμμένα ξανθά μαλλιά. Φορούσε κραγιόν και μάσκαρα από τα δεκατρία και τα περισσότερα κορίτσια απέφευγαν την συντροφιά της εκτός σχολείου. Τ’ αγόρια και οι νεαροί καθηγητές των μαθηματικών και της γυμναστικής ήταν όλο πειράγματα και γέλια μαζί της κι η Ράνια ανταποκρινόταν με νάζια και πονηρά βλέμματα. Κάποιος μου είχε πει ότι η μάνα της ήταν πόρνη πολυτελείας κι ότι διατηρούσε οίκο ανοχής στο Κολωνάκι με πελατεία τον καλύτερο κόσμο της Αθήνας. Ο πατέρας της είχε πεθάνει όταν η Ράνια ήταν πιτσιρίκα.
Το μεσημέρι που πήγα στο σπίτι της, κάπου στο Κουκάκι, μας άνοιξε την πόρτα η υπηρέτρια, μια ηλικιωμένη γυναίκα με έκφραση ξινή και φωνή βραχνή απ’ το τσιγάρο. Μας πέρασε αμέσως στην κουζίνα κι έστρωσε ένα μικρό τραπεζάκι για φαγητό. Όση ώρα τρώγαμε και μιλάγαμε για το σχολείο η γριά έμεινε στην κουζίνα και μας παρατηρούσε καπνίζοντας. Το ύφος της παρέμεινε εχθρικό ως το τέλος του γεύματος. Στη συνέχεια κάτι ψιθύρισε στη Ράνια, εκείνη με τράβηξε απότομα απ’ το μανίκι και μου γνέψε να την ακολουθήσω στο σαλόνι. «Η μάνα μου», είπε η Ράνια, «μόλις ξύπνησε και θέλει να πιεί τον καφέ της στην κουζίνα. Πάμε μέσα εμείς».
Η προφορά του ήταν βαριά. Υπέθεσα ότι καταγόταν από κάποια επαρχία. Στο τέλος της σύντομης συνομιλίας χασμουρήθηκε ηχηρά κι άπλωσε το χέρι του με τρόπο τελεσίδικο. Τα νύχια του ήταν κιτρινισμένα απ’ τη νικοτίνη. Ο συνοδός μου του έδωσε τα λεφτά κι εκείνος άνοιξε κανονικά την πόρτα και μας άφησε να περάσουμε. Αφού μας χάζεψε λίγα λεπτά ακόμα μας ζήτησε να τον ακολουθήσουμε σ’ ένα απ’ τα διαμερίσματα του υπογείου. Από τη ανοιχτή πόρτα, ερχόταν μια δυσάρεστη μυρωδιά: μούχλα, τσιγαρίλα και φτηνό αποσμητικό χώρου. Καθίσαμε σ’ ένα σαλονάκι της κακιάς ώρας, σ’έναν φθαρμένο καναπέ με μεγάλα πράσινα μαξιλάρια που ήταν γεμάτα κίτρινες στάμπες από καφέ. «Καπνίστε αν θέλετε», μας είπε ο ψηλός χωρίς να στραφεί προς το μέρος μας και χάθηκε στο διάδρομο. Καθίσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο κοιτάζοντας μπροστά μας τα ξέχειλα τασάκια που ήταν παρατημένα στο τραπέζι και τον γυμνό τοίχο.
Ο άντρας επέστρεψε με δύο μελαχρινές, βαμμένες έντονα. Η νεότερη, είχε σαρκώδη χείλη, μακριά μαλλιά και γεμάτο κορμί. Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο, όπως του άντρα. Φορούσε μια κόκκινη ρόμπα κι όταν με πλησίασε την άφησε επίτηδες ν’ ανοίξει για να δω το γυμνό της στήθος. Στην συνέχεια με χάιδεψε φευγαλέα στο πρόσωπο και χωρίς να καλύψει τη γύμνια της με ρώτησε πως με λένε. Έκανα να μιλήσω, μα κάτι μου έκοψε την ανάσα. Με κόπο πρόφερα τελικά τ’ όνομά μου προκαλώντας ένα κύμα γέλιου στην ομήγυρη. Η γυναίκα με ρώτησε την ηλικία μου και αυτή τη φορά της απάντησα αβίαστα: «Δεκαεννιά».
«Θα πάτε στο δωμάτιο της Καιτούλας», είπε ο άντρας δείχνοντας με το κεφάλι του την μεγαλύτερη γυναίκα που φορούσε φόρμα γυμναστικής. Το πρόσωπό της ήταν τόσο μακιγιαρισμένο που έμοιαζε με μάσκα μα όταν μου χαμογέλασε και με ρώτησε αν ήθελα κάτι να πιω το ύφος της γλύκανε. Έγνεψα καταφατικά κι εκείνη χάθηκε στην κουζίνα κουνώντας προκλητικά τους γοφούς της. Όταν επέστρεψε κρατούσε έναν δίσκο από ροζ πλαστικό σε σχήμα καρδιάς που είχε πάνω δυο ποτήρια με ουίσκι. Ο ψηλός, όρθιος στο στενό χωλ, κούνησε το κεφάλι του με νόημα υποδεικνύοντας το διαθέσιμο δωμάτιο. Πρώτη φορά γνώριζα αληθινές πουτάνες.
Όταν ήμουν δεκαεφτά ετών είχα πάει ένα μεσημέρι μετά το σχολείο στο σπίτι μιας συμμαθήτριάς μου, της Ράνιας, για φαγητό. Η Ράνια ήταν μια ψηλή, παχιά κοπέλα με βαμμένα ξανθά μαλλιά. Φορούσε κραγιόν και μάσκαρα από τα δεκατρία και τα περισσότερα κορίτσια απέφευγαν την συντροφιά της εκτός σχολείου. Τ’ αγόρια και οι νεαροί καθηγητές των μαθηματικών και της γυμναστικής ήταν όλο πειράγματα και γέλια μαζί της κι η Ράνια ανταποκρινόταν με νάζια και πονηρά βλέμματα. Κάποιος μου είχε πει ότι η μάνα της ήταν πόρνη πολυτελείας κι ότι διατηρούσε οίκο ανοχής στο Κολωνάκι με πελατεία τον καλύτερο κόσμο της Αθήνας. Ο πατέρας της είχε πεθάνει όταν η Ράνια ήταν πιτσιρίκα.
Το μεσημέρι που πήγα στο σπίτι της, κάπου στο Κουκάκι, μας άνοιξε την πόρτα η υπηρέτρια, μια ηλικιωμένη γυναίκα με έκφραση ξινή και φωνή βραχνή απ’ το τσιγάρο. Μας πέρασε αμέσως στην κουζίνα κι έστρωσε ένα μικρό τραπεζάκι για φαγητό. Όση ώρα τρώγαμε και μιλάγαμε για το σχολείο η γριά έμεινε στην κουζίνα και μας παρατηρούσε καπνίζοντας. Το ύφος της παρέμεινε εχθρικό ως το τέλος του γεύματος. Στη συνέχεια κάτι ψιθύρισε στη Ράνια, εκείνη με τράβηξε απότομα απ’ το μανίκι και μου γνέψε να την ακολουθήσω στο σαλόνι. «Η μάνα μου», είπε η Ράνια, «μόλις ξύπνησε και θέλει να πιεί τον καφέ της στην κουζίνα. Πάμε μέσα εμείς».
Στρωθήκαμε με παγωτά στο σαλόνι μπροστά στην τηλεόραση, σε μια κατάσταση νάρκης, χωρίς να μιλάμε. Κόντευα ν’ αποκοιμηθώ σε μια μεγάλη πολυθρόνα με μαλακά μαξιλάρια όταν η κυρία του σπιτιού μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν μετρίου ύψους με ξανθά οξυζεναρισμένα μαλλιά που άγγιζαν τη μέση της. Φορούσε ένα πορτοκαλί κιμονό με το άνοιγμα να φτάνει χαμηλά ως τον αφαλό. Τα νύχια της ήταν βαμμένα στο χρώμα του κιμονό. Το πρόσωπό της πρησμένο και χλωμό απ’ τις καταχρήσεις, γυάλιζε παράξενα. Τα μικρά της μάτια είχαν μια έκφραση που δεν είχα ποτέ συναντήσει σε γυναίκες του κύκλου μου.
Η συμμαθήτριά μου σηκώθηκε από το κάθισμά της κι οι δυο γυναίκες φιλήθηκαν σταυρωτά. Παρατήρησα ότι η Ράνια ήταν ψηλότερη και πιο γεμάτη από τη μάνα της κι ότι είχαν την ίδια έκφραση. Με σύστησε κι η μεγαλύτερη γυναίκα αντί να μου δώσει το χέρι της με κοίταξε πάνω κάτω με αδιακρισία και στο τέλος μου είπε βαριεστημένα πως χαιρόταν για τη γνωριμία. Η φωνή της ήταν βραχνή και άκαμπτη. Ένα πρωτόγνωρο ρίγος διαπέρασε το κορμί μου. Η γυναίκα με πλησίασε και στάθηκε απέναντί μου. Καθώς με κοίταζε ερευνητικά, η ματιά της στένεψε και σκοτείνιασε. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι σκεφτόταν και δεν πρόλαβα ν’ αντιδράσω όταν άπλωσε το χέρι της και με άγγιξε. Έμεινα να κοιτάζω μια εκείνη, μια την συμμαθήτριά μου χωρίς να μιλώ. Η Ράνια γελάσε περιπαιχτικά με την αμηχανία μου καθώς η μάνα της χάιδευε το στήθος μου. Πισωπάτησα και κάτι έκανα να πω. Η γυναίκα κατέβασε το χέρι της και μου γύρισε απότομα την πλάτη.
Το βράδυ της ίδιας μέρας την ώρα του φαγητού μίλησα στους γονείς μου για την επίσκεψη, παραλείποντας ν’ αναφέρω το συμβάν που με είχε κάνει να νιώσω άβολα. Δεν έδειξαν ευχαριστημένοι που συνάντησα τη Ράνια εκτός σχολείου. Ο πατέρας μου, βλοσυρός, όση ώρα διήρκησε η περιγραφή μου έτρωγε χωρίς να μιλά και η μάνα μου μουρμούρησε μέσα απ’ τα δόντια της ότι από όσα αξιόλογα κορίτσια - ανέφερε μερικά ονόματα - είχαμε στην τάξη μου εγώ πήγα και κόλλησα με τη Ράνια. Το επόμενο πρωί με αποχαιρέτησε προειδοποιώντας με να μην ξαναβγώ μαζί της, αν δεν πάρω την άδειά τους. Αυτό συνέβη δύο χρόνια πριν την επίσκεψή μου στον οίκο ανοχής της πλατείας Καραμανλάκη.
Κρατώντας τον δίσκο ακολούθησα τον Δημήτρη στο δωμάτιο που μας υπέδειξε ο νταβατζής. Τα κορίτσια έμειναν στο σαλόνι. Τις άκουσα να ψιθυρίζουν κάτι η μία στην άλλη κι ήξερα ότι τα μάτια τους ήταν καρφωμένα στις πλάτες μας. Το δωμάτιο μύριζε άσχημα. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά, το ίδιο και το κεντρικό φως. Μια παλιοκαιρισμένη λάμπα στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι, καλυμμένη μ’ ένα αραχνούφαντο μαντήλι φώτιζε το χώρο μ’ ένα πορτοκαλί, υποτονικό φως. Μερικά αρωματικά κεριά αφημένα στο περβάζι, ανέδιδαν ένα φτηνό πατσουλί που μας έκοψε την ανάσα. Ο Δημήτρης ξερόβηξε. Με τις άκρες των δαχτύλων μου άγγιξα το σεντόνι που κάλυπτε το στρώμα κι ένιωσα τη λίγδα να φωλιάζει μέσα μου βαθιά ως τη ραχοκοκαλιά. Άφησα το δίσκο, πήρα ένα από τα ποτήρια και τό φερα κατευθείαν στα χείλη μου. Για μία μόνο στιγμή μού ήρθε να ουρλιάξω. Ύστερα κατάφερα να ηρεμήσω, να κλείσω τα μάτια και να χαλαρώσω.
Ο Δημήτρης με πλησίασε από πίσω και τύλιξε τα χέρια του στη μέση μου. Έσκυψε και με φίλησε απαλά στο λαιμό. Η ανάσα του μύριζε ουίσκι και τσιγάρο και κρατήθηκα για να μην τον απωθήσω. Άρχισε να τρίβεται στο κορμί μου και να χαιδεύει το στήθος μου. Η γλώσσα του παίδεψε για λίγο το δέρμα στο λαιμό μου και ξαφνικά με δάγκωσε, σφίγγοντάς με ταυτόχρονα μ’ έναν τρόπο που έκανε αδύνατη κάθε δική μου αντίδρασή. «Σε πονάω;» «Όχι» είπα ψέματα κι έκανα να στραφώ προς το μέρος του αλλά εκείνος δεν χαλάρωσε τη λαβή του. Ακινητοποιώντας με το αριστερό του χέρι μου έβγαλε την μπλούζα με το δεξί και την πέταξε στο κρεβάτι. Χαϊδεύτηκε πάνω μου σιγοψιθυρίζοντας τ’ όνομά μου και με γρήγορες κινήσεις από χέρια που έτρεμαν, εκδηλώσεις μιας επιθυμίας που δύσκολα κατάφερνε να ελέγξει, μου ξεκούμπωσε τον στηθόδεσμο, μου έβγαλε την φούστα και την κιλότα και τ’ άφησε το ένα μετά το άλλο να πέσουν στο πάτωμα.
Το άγαρμπο άγγιγμά του άφηνε στην σάρκα μου κοκκινίλες κι αμυχές. Ένιωθα τον ερεθισμό του κι αισθάνθηκα το κορμί μου να ιδρώνει, μια έντονη δυσφορία να βαραίνει τα μέλη μου. Δεν αντέδρασα. Κράτησα τα μάτια και τα χείλη μου σφαλισμένα και περίμενα. Ο Δημήτρης με ανάγκασε να στραφώ απότομα προς το μέρος του κι έμεινε για λίγο να με κοιτάζει χωρίς να κινείται. «Τι έχεις;» Τον κοίταζα στα μάτια χωρίς ν’ απαντώ παίζοντας με τις άκρες των μαλλιών μου. «Μετάνιωσες; Αν δε γουστάρεις θέλω να το πεις». Χωρίς ν’ αλλάξω έκφραση και να πάρω τα μάτια μου από τα δικά του, κάθισα στην άκρη του κρεβατιού με τα πόδια κλειστά τα χέρια μου σταυρωμένα στο στήθος σαν ασπίδα. Το πρόσωπό μου μυστήριο αδιαπέραστο. Ήθελα να τον παιδέψω, να του δώσω να καταλάβει ότι η παρουσία μου εδώ αποτελούσε μια θυσία, μια πτώση σ’ έναν κόσμο που δεν ανήκα, που καταδέχτηκα για χάρη του -κι ας μην ήταν αυτό ολόκληρη η αλήθεια. Ο ερεθισμός του υποχώρησε απότομα. Έχωσε τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του και με κοίταξε αμυντικά, έτοιμος ν’ απολογηθεί. Έφερα το ποτήρι στα χείλη μου κι αποτελείωσα το περιεχόμενό του. Κατέβασα τα χέρια από το στήθος μου χωρίς να βιάζομαι και του χαμογέλασα. «Γουστάρω» του είπα.
Τον Δημήτρη τον είχα γνωρίσει ένα χρόνο πριν στο σπίτι μιας συμφοιτήτριας από τη Φιλοσοφική, της Μίνας, που έμενε στην Κυψέλη. Ιούνιος μήνας, ζέστη, ποτό, ναρκωτικά κάθε είδους. Είχα σνιφάρει μια γραμμή -την καλύτερη ποιότητα, ένα βαθύ καφέ χρώμα- και σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που είχαν ανακατέψει το οινόπνευμα με την πρέζα και ξέρναγαν με την σειρά στην τουαλέτα, αισθανόμουν ήρεμη κι ευδιάθετη. Ο Δημήτρης μου άρεσε από την πρώτη στιγμή κι ήξερα ότι με είχε προσέξει. Ψηλός με σοκολατένιο δέρμα και πράσινα μάτια, ήταν τουρκικής καταγωγής, όπως και η σκόνη που είχε φέρει μαζί του.
Ποτέ δεν πλήρωνα για τα ναρκωτικά που χρησιμοποιούσα. Είχα ότι μου έκανε κέφι χωρίς να μου ζητά κανείς το αντίτιμο. Είχα μάθει από μικρή ότι οι άλλοι μου χρωστούσαν όταν τους καταδεχόμουν. Δηλαδή όσοι δεν ήταν όπως εγώ, όσοι δεν ανήκαν στον κύκλο μου. Αυτό το έμαθα στο ιδιωτικό που μ’ έστειλαν οι γονείς μου. Τα πράγματα στη ζωή ήταν απλά Το τίμημα το πλήρωνε πάντα εκείνος που είχε τα λιγότερα, εκείνος που είχε κάτι ν’ αποδείξει. Όσο περισσότερα έχεις - σε χρήμα, γνώσεις, γνωριμίες, εμφάνιση - τόσο λιγότερα χρειάζεται να ξοδέψεις για τους άλλους.
Λίγες μέρες μετά την συγκέντρωση στης Μίνας, ξανάδα τον Δημήτρη σ’ ένα μπιλιαρδάδικο στα Κάτω Πατήσια. Συνόδευα μια φίλη μου που είχε ραντεβού μ’ έναν τύπο που της χρώσταγε λεφτά. Ο Δημήτρης έπαιζε μπιλιάρδο μέρα μεσημέρι, με τον Τζίμυ, έναν Αφροαμερικάνο που είχα γνωρίσει ένα βράδυ στο Ρόδον σε μια συναυλία των Weavers. Σήκωσε για μια στιγμή το κεφάλι του από την πράσινη τσόχα και μας έγνεψε. Ο Τζίμυ τον μιμήθηκε κι ύστερα του είπε κάτι χαμηλόφωνα με την βαθιά, χαρακτηριστική φωνή του και γελάσανε.
Ο Τζίμυ ήταν ένας περίεργος τύπος που δεν έκανε εύκολα φίλους. Η καχυποψία του άγγιζε τα όρια της παράνοιας. Δεν του άρεσε να απαντάει ερωτήσεις και να γίνεται αντικείμενο προσοχής, γεγονός καθόλου εύκολο για ένα ψηλό, μυώδη μαύρο με περίτεχνη κόμμωση που μίλαγε σπαστά ελληνικά. Είχαμε συμπαθήσει ο ένας τον άλλο από την πρώτη στιγμή. Στο Ρόδον περάσαμε ώρα να συζητάμε στη γλώσσα του πίνοντας μπίρες και στο τέλος της βραδιάς με κάλεσε στα παρασκήνια και μου σύστησε τα μέλη του γκρουπ. Όταν λίγη ώρα αργότερα ο κιθαρίστας, ένας άντρας μεγάλης ηλικίας κι όχι ιδιαίτερα ελκυστικός με πλησίασε και άρχισε να με πιέζει να φύγω μαζί του, ο Τζίμυ μπήκε στη μέση ψιθυρίζοντάς του κάτι που τον έκανε να υποχωρήσει ζητώντας μου συγνώμη. «Τι του είπες;», τον ρώτησα εντυπωσιασμένη. «Δεν χρειάζεται να τα ξέρεις όλα μικρή», απάντησε. «You don’t have to know everything».
Ο τύπος που περίμενε η φίλη μου, εκείνος που της χρώσταγε λεφτά, δεν εμφανίστηκε ποτέ. Πήγαμε με τον Δημήτρη και τον Τζίμυ για καφέ στη Φωκίωνος και περάσαμε μια ώρα να μιλάμε για τα πιο ανούσια θέματα, ώσπου η Ελένη, ενοχλημένη από την αδιαφορία του Δημήτρη και την αγένεια του Τζίμυ, προσποιήθηκε πως είχε κάτι βιαστικό και έφυγε. Δεν πρόλαβε να στρίψει στη γωνία κι οι δύο άντρες την έβγαλαν αντιπαθητική, βαρετή, άτομο ανάξιο της φιλίας και της εμπιστοσύνης μου. Με ρώτησαν πόσο καιρό την ξέρω, πως τη γνώρισα, ποιον περίμενε στο μπιλιαρδάδικο. Τους απάντησα αόριστα σε όλα, ενοχλημένη από τον τόνο τους κι ετοιμάστηκα να φύγω με τη σειρά μου, όταν ο Τζίμυ σηκώθηκε και φιλώντας με πεταχτά στο μάγουλο, είπε ότι έχει κάποιο ραντεβού. Μείναμε οι δυο μας. Για λίγο δε μιλούσε κανείς. Στη συνέχεια ο Δημήτρης άλλαξε θέση κι από απέναντί μου, κάθισε δίπλα μου. «Πόσο καιρό τον ξέρεις τον πράκτορα;» με ρώτησε. Το ύφος μου πρέπει να ήταν τόσο αμήχανο που ξέσπασε σε γέλια κι έκανε ώρα να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του.
Ο Δημήτρης με πλησίασε, κάνοντας προσπάθεια να χαμογελάσει. Ένιωθα την αγωνία του να πάνε όλα καλά να δυσκολεύει την αναπνοή του. Το πρόσωπό του είχε κοκκινίσει. Στάθηκε από πάνω μου κι άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά, τα χείλη, το λαιμό κι ύστερα άφησε το χάδι του ν’ απλωθεί στο στήθος και στο στομάχι μου. Τραβήχτηκα και ξάπλωσα στο βρόμικο σεντόνι με τα μάτια κλειστά.
Στο σπίτι είχαμε γυναίκα για τις δουλειές, ερχόταν τρεις φορές την εβδομάδα. Τα σεντόνια κι οι πετσέτες μας μύριζαν σαπούνι Μασσαλίας και λεβάντα. Η μητέρα μου σιχαινόταν την βρόμα κι ο πατέρας μου, γιος στρατιωτικού, την ακαταστασία. Στο σπίτι μας τα πάντα ήταν τακτοποιημένα και παστρικά: ασπρόρουχα, έπιπλα, αντικείμενα, επιθυμίες και αισθήματα.
Τραβάω τον Δημήτρη πάνω μου και τον αγκαλιάζω σφιχτά. Κρύβω το πρόσωπό μου στο στήθος του και ψιθυρίζω τ’ όνομά του. Τα μάτια του κλειστά, το σώμα του χορδή τεντωμένη, μοιάζει εκκρεμές που πάλλεται. Αναρωτιέμαι τι σκέφτεται. «Τι σκέφτεσαι;» ρωτάω. Κάνω να τραβηχτώ μα το βάρος του κορμιού του μ’ ακινητοποιεί. Η μυρωδιά του ιδρώτα του ξυπνάει μέσα μου μια πρωτόγνωρη αγωνία. Καθώς κλείνει το λαιμό μου στα δυο του χέρια και στηρίζει το βάρος του στο κέντρο του σώματός μου μ’ έναν τρόπο που τα κορμιά μας εφάπτονται, κάνω το μόνο που μπορώ: τον φιλάω. Στα μάτια, στα χείλη, στο λαιμό και πάλι απ’ την αρχή. Με κοιτάζει για μία μόνο στιγμή και τα πράσινα μάτια του γίνονται γκρίζα. Πλησιάζω τα χείλη μου στο αυτί του και ψιθυρίζω. «Σ’ αγαπώ».
Πίνουμε καφέ στη Φωκίωνος, τον πρώτο μας καφέ. Ο Δημήτρης παίρνει το χέρι μου ανάμεσα στα δικά του και αρχίζει: «Σε βλέπω εδώ και πολύ καιρό με τους φίλους σου στα μπαράκια πίσω από το Μουσείο, και στην πλατεία Εξαρχείων. Συνήθως κυκλοφορείς μ’ έναν ξανθό νεαρό με γυαλιά».
Ψελλίζω ότι είναι ξάδερφός μου, ο αγαπημένος μου ξάδερφος σπουδάζει στο Πολυτεχνείο, τον συναντάω στην πλατεία για καφέ μετά τη σχολή. Οι άλλοι είναι συμφοιτητές μου ή απλοί γνωστοί. Του μιλάω για τις συνήθειές μου, για τη ζωή μου, λες και του το οφείλω. Νιώθω τις αντιστάσεις μου να υποχωρούν η μία μετά την άλλη.
«Εσύ δε με έχεις προσέξει μα εγώ συνέχεια πάνω σου πέφτω, το ξέρεις; Χάρηκα που βρεθήκαμε στο σπίτι της Μίνας, σε παρακολουθώ εδώ και μήνες μικρή».
Γελάω αμήχανα χωρίς να μιλάω. Μια ανεξέλεγκτη ταραχή δυσκολεύει την αναπνοή μου και κάνει τα χέρια μου να ιδρώνουν. «Γιατί γυρίζεις μ’ αυτές τις παρέες; Δεν κολλάς με αυτούς, δεν το καταλαβαίνεις; Εσύ είσαι άλλο πράγμα. Τι δουλειά έχεις με αυτούς τους αλήτες; Εσύ είσαι ένα λουλούδι».
Απλώνει το χέρι του και χαϊδεύει τα μαλλιά μου. «Ξανθέ μου άγγελε», ψιθυρίζει. Κλείνω τα μάτια και γέρνω το κεφάλι μου στην καρέκλα. Μόλις που ανασαίνω.
«Μείνε μακριά τους, μακριά από τη Μίνα, την παρέα που συναντάς στην πλατεία, την Ελένη, τον Τζίμυ, όλους τους, κατάλαβες; Δεν είναι για σένα αυτά. Να τους κόψεις μαχαίρι κατάλαβες; Αλλιώς θα βρεθείς μπλεγμένη, να το ξέρεις».
Από ότι φαίνεται ο Δημήτρης έχει σχέδια για μένα. Μου ζητάει να ξαναβρεθούμε και δέχομαι αμέσως. Μου ζητάει να τον συναντάω στα βόρεια, κοντά στο σπίτι μου και να μην ξαναπατήσω στις γειτονιές που συχνάζω και προσποιούμαι ότι συμφωνώ. Από ότι καταλαβαίνω ο Δημήτρης έχει σχέδια για μας κι αυτό από τη μια με κολακεύει κι από την άλλη με γεμίζει θυμό. Τον αφήνω να μιλάει και να κρατάει το χέρι μου. Τον αφήνω να μ’ εμπιστευτεί.
«Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ». Κλείνει το στόμα μου με το ένα του χέρι και με τ’ άλλο συνεχίζει να πιέζει το λαιμό μου. Το βλέμμα του αγριεύει, γίνεται απειλητικό. Μ’ έχει ακινητοποιήσει εντελώς όχι μόνο με τη δύναμη του κορμιού του αλλά και με την ένταση του βλέμματός του. Δεν κάνω προσπάθεια ν’ αντισταθώ. Σιγά σιγά χαλαρώνει τη λαβή του και το πρόσωπό του ηρεμεί. Αρχίζει ξανά να τρίβεται πάνω μου ρυθμικά με τα μάτια κλειστά. «Δημήτρη σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ». Ο ερεθισμός του υποχωρεί αμέσως. Με κοιτάζει αναποφάσιστος και δευτερόλεπτα μετά ξεσπάει.
«Γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί;»
«Δημήτρη σ’ αγαπώ.»
«Πάψε, μην το κάνεις αυτό, δεν καταλαβαίνεις;»
«Όχι, δεν καταλαβαίνω.»
«Σκάσε είπα, δε θα το ξαναπώ.»
«Σ’ αγαπώ, εσύ δε μ’ αγαπάς;»
«Σκάσε, το κάνεις επίτηδες, σκάσε. Ήρθαμε ως εδώ και εκεί που όλα πάνε μια χαρά, αρχίζεις τα κόλπα. Τρελή!»
Βάζω τα κλάματα, νιώθω την αδικία να μου κόβει την ανάσα, να με παραλύει. Ουρλιάζω κι η φωνή μου βγαίνει αγνώριστη από τ’αναφηλιτά λες και δεν ανήκει σε μένα. «Εγώ είμαι τρελή ή εσύ που δεν μπορείς να κάνεις έρωτα σαν φυσιολογικός άνθρωπος, που δεν μπορείς... που δε θέλεις να πας μαζί μου επειδή…, επειδή δεν είμαι πόρνη. Που με σέρνεις στα μπουρδέλα, που προσπαθώ να…»
Σηκώνει το χέρι του και με χτυπάει στο πρόσωπο. Το δαχτυλίδι του μου σκίζει ελαφρά το επάνω χείλος. Με κοιτάει μ’ ένα πάθος πρωτόγνωρο, αληθινό μίσος. Πριν προλάβω ν’ αντιδράσω μ’ αρπάζει από τα μαλλιά και με σέρνει απ’τη μιαν άκρη του στενού κρεβατιού στην άλλη και πάλι από την αρχή σαν να μην έχει αποφασίσει τι θέλει να κάνει μαζί μου.
«Εγώ είμαι τρελή, επιμένω, ή εσύ που πηγαίνεις μόνο με πουτάνες;»
Δείχνει απελπισμένος.
«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πουτάνα από σένα, κατάλαβες; Νομίζεις πως δεν ξέρω την αλήθεια, νομίζεις ότι η επιθυμία μ’ έχει τυφλώσει;»
Χωρίς να περιμένει απάντηση με χτυπάει ξανά, στο πρόσωπο, ύστερα στο στήθος, στην πλάτη καθώς διπλώνομαι στα δυο για να γλυτώσω την κρίση οργής που τον έχει κυριέψει. Τα χαρακτηριστικά του έχουν παραμορφωθεί από το θυμό κι από την ντροπή που δεν καταφέρνει να κάνει έρωτα μαζί μου όπως θα ήθελε. Από το διάδρομο ακούγονται δισταχτικά βήματα. Ο Δημήτρης μου κάνει νόημα να σταματήσω κι εγώ βυθίζω το κεφάλι μου στο βρόμικο στρώμα και πνίγω τα δάκρυά μου. Σηκώνεται από το κρεβάτι και πηγαίνει στο μπάνιο. Ακούω τη βρύση που τρέχει και κάτι άλλο που μοιάζει με λυγμό. Σκουπίζω τα μάτια μου με την ανάστροφη του χεριού μου και σηκώνομαι με αργές κινήσεις. Πλησιάζω τον μικροσκοπικό καθρέφτη που βρίσκεται στερεωμένος στην εταζέρα, δίπλα στο βάζο με τα λευκά πλαστικά τριαντάφυλλα. Η εικόνα μου με τρομάζει: ανακατεμένα μαλλιά, ματωμένα χείλη, μάτια πρησμένα, κοκκινίλες που θα γίνουν μώλωπες.
Ο Δημήτρης βγαίνει από το μπάνιο και με πλησιάζει δισταχτικά. «Πήγαινε να πλύνεις το πρόσωπό σου, να συνέλθεις. Το παράκανα. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και ξέσπασα έτσι. Συγνώμη, αλλά και συ δεν είσαι εντάξει. Δεν είσαι καθόλου εντάξει, δεν τα είχαμε συμφωνήσει; Δεν ξέρω τι φταίει που...».
Στέκομαι απέναντί του και τον κοιτάζω στα μάτια. Αυτή τη φορά μιλάω αργά, ήρεμα, χωρίς υστερίες. «Φταίει που είσαι ανίκανος», λέω, «φταίει που χρόνια τώρα πηδάς μόνο πόρνες.» Με κοιτάζει έντρομος. Τα μάτια του κοκκινίζουν και ολόκληρο το κορμί του αρχίζει να τρέμει. Δεν μπορεί να πιστέψει ότι τον προκαλώ έτσι, δεν μπορεί να πιστέψει ότι δεν κάνω καμία κίνηση να προστατευτώ όταν με αρπάζει με δύναμη και με πετάει στο κρεβάτι. Πηδάει επάνω μου και ρίχνει το βάρος του στο κορμί μου, σφίγγοντας ακόμα μία φορά το λαιμό μου με τα δύο του χέρια. Όταν αποφασίζει να μιλήσει η φωνή του και το ύφος του είναι αγνώριστα. «Αν τολμήσεις να μιλήσεις για όλα αυτά θα σε σκοτώσω, τ’ ακούς πουτάνα; Αυτό είσαι, μια αληθινή πουτάνα. Όλα τα ξέρω, όλα! Πες μου πριν σου στρίψω το λαρύγγι, πες μου πού είναι το όπλο, τι το κάνατε; Μίλα, που κρύψατε το όπλο;»
Το δωμάτιο της νεότερης γυναίκας έχει μοβ τοίχους χωρίς κανένα στολίδι. Το κρεβάτι είναι διπλό με ροζ σκεπάσματα. Η εσοχή τού παραθύρου και το μικρό τραπέζι από φορμάικα που εφάπτεται στον τοίχο ακριβώς από κάτω, είναι γεμάτα με λούτρινα ζωάκια κάθε μορφής και σχήματος. Στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι, η συσκευή του τηλεφώνου, ένα τασάκι, δυο άδεια ποτήρια, ένα μπουκάλι Ballantine’s. Υπάρχουν κεριά, που αναδίδουν μια μυρωδιά καθαριότητας τοποθετημένα στην εταζέρα με τα καλλυντικά, μια μυρωδιά πράσινου μήλου και βανίλιας. Κάθομαι σ’ ένα χαμηλό σκαμνί απέναντί από την καρέκλα με την ψηλή πλάτη που είναι καθισμένη εκείνη. Αποφεύγουμε να κοιταχτούμε στα μάτια. Μετά την αρχική επιθεώρηση του δωματίου κρατάω τα δικά μου κλειστά όσο εκείνη απλώνει το παχύρευστο μακιγιάζ στο πρόσωπό μου. Προσέχει να μη με πονέσει. Καλύπτει τους μώλωπες με μια λευκή κρέμα πηχτή σαν οδοντόκρεμα και στη συνέχεια με μια κοκκινωπή πούδρα που τοποθετεί στο δέρμα μου με πινέλο.
Λίγα λεπτά πριν ο Δημήτρης την είχε φωνάξει στο δωμάτιο. Η γυναίκα με είχε κοιτάξει έντονα κι ύστερα κάτι είχαν μουρμουρίσει μεταξύ τους, σαν να ήταν συνένοχοι από παλιά. Μάζεψα τα πράγματά μου και την ακολούθησα όπως μου ζήτησαν. Βγήκα στο δρόμο βαμμένη έντονα και με τα μακριά μου μαλλιά ριγμένα στο πρόσωπο. Προχώρησα ως την πλατεία Καραμανλάκη – οι καφετέριες ήταν τώρα γεμάτες από κόσμο που έπινε τον απογευματινό του καφέ - και κατευθύνθηκα στο περίπτερο. Στάθηκα μπροστά στο νεαρό περιπτερά με την αλογοουρά και χωρίς να μιλήσω παραμέρισα τις ξανθιές μπούκλες από το πρησμένο, σημαδεμένο πρόσωπό μου. Τον κοίταξα στα μάτια.
«Τα ξέρουν όλα, ακόμα και για το όπλο γνωρίζουν». Έπιασε ένα πακέτο Gauloises και το έτεινε προς το μέρος μου. Έβγαλα το πορτοφόλι από την τσάντα που κρεμόταν στον ώμο μου κι άρχισα να ψάχνω για ψιλά. «Ξέρουν για τη Μίνα» να ειδοποιήσεις τα παιδιά να το διαλύσουν. Δεν πρόκειται να ξανάρθω στη γειτονιά. Πες τους το όπλο να το ξεφορτωθούν.» Πήρε το χαρτονόμισμα που του έδωσα και μου γύρισε τα ρέστα. Μίλησε χωρίς να με κοιτάζει.
«Θα δω απόψε το Μανώλη. Θα του πω τι σου έκανε ο μπάτσος κι αποφασίζει εκείνος για τα υπόλοιπα. Μην κάνεις τηλεφωνήματα, μην επικοινωνήσεις με κανέναν.»
Τον ευχαρίστησα κι έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω μου τον ψηλό με το μουστάκι που τις τελευταίες βδομάδες είχε γίνει η σκιά μου.
Φιλοξενία του διηγήματος της Εύας Στάμου στο λογοτεχνικό περιοδικό (δε) κατα (Τεύχος 18ο με τίτλο αφιερώματος: Έρως).
11 comments:
Όμορφη γραφή. Ενδιαφέρον...
Πολύ "δυνατή" η πένα της Εύας!
Καλή βδομάδα!!
Φοίβο, σε ευχαριστώ πολύ για το ειλικρινές ενδιαφέρον που δείχνεις για τα κείμενά μου. Πραγματικά με συγκίνησες.
@ Λεμέσια. Πολύ ωραίο γράψιμο και εικόνες από τη ζωή.
@ ΕΛΕΝΑ. Η Εύα μας είναι όντως πολύ δυνατή πένα και όχι μόνον! Είναι ένα πολύπλευρο ταλέντο με χαρακτήρα και το εννοώ! Καλή σου βδομάδα.
Eva Stamou. Αγαπητή μου Εύα, σ' ευχαριστώ ειλικρινά για την όμορφη συνεργασία και την ωραία μας επικοινωνία .
Εκτός από πολύπλευρο ταλέντο σε πολλούς τομείς, ξεχωρίζεις με την καλλιέργεια και την παιδεία που σε διακρίνει.
Η προσπάθεια σου να αναγνωρίζεις την προσφορά των άλλων και να την ανταποδίδεις με το δικό σου τρόπο, σε κάνει, πραγμτατικά, ξεχωριστό άτομο και προσωπικότητα!!
Ξεχωριστή η γραφή της Εύας Σταμού ... μου άρεσε πολύ ο τρόπος που σε αφήνει να προσεγγίσεις τους χαρακτήρες της ανακαλύπτοντας τους σταδιακά … πολύ ωραίο διήγημα.
Συμπαθής η γραφή, ενδιαφέρουσα η ιστορία. Το διήγημα, η μικρή ιστορία, είναι πάρα πολύ δύσκολη τέχνη και ελάχιστοι αυτοί που μπορούν να σταθούν στο ύψος των απαιτήσεων του είδους. Βρήκα την ιστορία υπερβολικά «μετρημένη» σχεδόν αποστειρωμένη χωρίς ίχνος εσωτερικότητας. Αν αυτή ήταν η πρόθεση, η απουσία συναισθημάτων, τότε θα έπρεπε ταυτόχρονα να είναι και πιο ρεαλιστική πιο κυνική και όχι με τόσες κομψές διατυπώσεις που δείχνουν την αδυναμία της κας Στάμου να ξεφύγει από τον καθωσπρεπισμό της.
*Στο σύγχρονο Ελληνικό διήγημα παραμένουν αξεπέραστες οι δυο συλλογές του θεατρικού συγγραφέα Μάριου Ποντίκα "Δραπέτης Γηροκομείου" εκδόσεις Κάλβος 1972 και "Κλειδαρότρυπα" εκδόσεις Γνώση αρ΄χες δεκαετίας 90.
Αναζητήστε, μελετήστε! Όλοι μαθαίνουμε δια βίου!
Οι συλλογές του Ποντίκα ήταν όντως καλές για την εποχή τους, ιδίως δεδομένης της απουσίας επαφής αρκετών Ελλήνων συγγραφέων με την διεθνή, κυρίως την αμερικάνικη πεζογραφία, η οποία μας έχει δώσει τα καλύτερα δείγματα διηγηματογραφίας. Η αντίληψη ότι η εσωτερικότητα πρέπει να επεξηγείται και να περιγράφεται εύπεπτα προς τέρψιν του αναγνώστη είναι ευτυχώς ένα από τα στοιχεία που κάποιοι Έλληνες πεζογράφοι (όπως ο Νόλλας) κατάφεραν να ξεπεράσουν, προχωρώντας τα λογοτεχνικά μας πράγματα. Το καλό με τα (δε)κατα είναι ότι φιλοξενούν πεζογράφους που ανεξαρτήτως γενιάς, και με γνώση της πεζογραφικής μας παράδοσης, γράφουν, όπως η Εύα Στάμου, με σύγχρονο, ανεπιτήδευτο, πρωτοποριακό τρόπο. Γιατί καλός όντως ήταν ο Ποντίκας, και περιστασιακά τον διδάσκω ακόμη στο Πανεπιστήμιο, αλλά βρισκόμαστε στο 2009... Καιρός οι Έλληνες να έρθουν σε επαφή με πιο σύγχρονα και απαιτητικότερα είδη γραφής.
@ acer_v. Είναι ευχάριστο το ότι σου άρεσε Άφρο η γραφή της Εύας!
@ Φιλολογιάδης. Ενδιαφέρουσα όντως η ιστορία. Προσωπικά, έχω την αίσθηση ότι η Εύα προσπάθησε περισσότερο να περιγράψει την ιστοριούλα, παρά να της δώσει πνοή και να τη ζωντανέψει, για σκοπούς μάλλον του περιοδικού.
Περισσότερο, θα πρέπει να ενθαρρύνουμε τους άλλους, παρά να τους συγκρίνουμε αμέσως με τις κορυφές...
@ Kafeini. Το καλό με τα (δε)κατα είναι ότι φιλοξενούν νέους ανθρώπους και ενθαρρύνουν έτσι την ενασχόληση με την πεζογραφία!
@Φιλολογιαδης
Η ηρωίδα του διηγήματός μου παρουσιάζεται με αυτό τον τρόπο σκόπιμα, γιατί θέλω να δείξω ότι είναι αποστασιοποιημένη από τα όσα συμβαίνουν γύρω της (ακόμα και όταν τα προκαλεί) και αποξενωμένη από τα αισθήματά της. Ας μην συγχέουμε τον χαρακτήρα που έχω δημιουργήσει βασισμένη σε συγκεκριμένα ψυχολογικά χαρακτηριστικά με την αφηγηματική μέθοδο που χρησιμοποιώ.
Post a Comment