Saturday, May 2, 2020

Πρόλογος σε μια μελλοντική ανατύπωση του βιβλίου Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες

 (Πρόλογος σε μια μελλοντική ανατύπωση του βιβλίου Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες, Εστία 2006 ή Η πολιτική απεξάρτησης της Κύπρου από την Ελλάδα, πώς και ποιοι την εφάρμοσαν και την εφαρμόζουν).
                                                                                                       

Το Φθινόπωρο τού 2003 το Υπουργικό Συμβούλιο τής Κυπριακής Δημοκρατίας ενέκρινε τον διορισμό επταμελούς Επιτροπής Πανεπιστημιακών [1] με σκοπό να μελετήσει και να αξιολογήσει το εκπαιδευτικό σύστημα τής Κύπρου και να υποβάλει έκθεση με προτάσεις για την ανασυγκρότηση και τον εκσυγχρονισμό τής Κυπριακής εκπαίδευσης. Επρόκειτο για υλοποίηση προεκλογικής εξαγγελίας τού Τάσσου Παπαδόπουλου και των τριών συνεργαζομένων κομμάτων που τον ανέδειξαν στην προεδρία τής Κυπριακής Δημοκρατίας, του κομμουνιστικού κόμματος ΑΚΕΛ, του κεντρώου ΔΗ.ΚΟ. και του σοσιαλιστικού ΕΔΕΚ, για «σφαιρική μεταρρύθμιση» τού κυπριακού εκπαιδευτικού συστήματος.

Η πέρα των 300 σελίδων μελέτη άρχισε να υποβάλλεται στον Υπουργό Παιδείας από τον Μάρτιο τού 2004. Το σύνολό της υιοθετήθηκε με προσωπική δήλωση τού επόμενου Προέδρου τής Κυπριακής Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια (που εξελέγη με τη στήριξη των ιδίων, όπως και πιο πάνω κομμάτων) στις 28.7.2008. Ο Πρόεδρος τόνισε την ανάγκη επίσπευσης τής Μεταρρύθμισης και την εφαρμογή της «το ταχύτερο δυνατό» με στόχο, πάντα, την «αναβάθμιση» τής Παιδείας τής Κύπρου.

Για ακριβέστερη διευκρίνιση αυτής τής «αναβάθμισης», η επταμελής Επιτροπή είχε χρησιμοποιήσει και όρους όπως  «μετάλλαξη» και «μεταμόρφωση», ενώ στο «Μανιφέστο» της, (κεφάλαιο 5), πρότεινε ξεκάθαρα τον «ιδεολογικό αναπροσανατολισμό» τής Κυπριακής Παιδείας με «την απάλειψη των στενά εθνοκεντρικών, μονοπολιτισμικών και κατ’ επέκταση εθνικοδυιστικών στοιχείων». Προς τούτο εισηγήθηκε, ανάμεσα σ’ άλλα, τη διδασκαλία τής τουρκικής γλώσσας στο Λύκειο, τη συγκρότηση μικτής ομάδας Ε/κυπρίων και Τ/κυπρίων επιστημόνων «για αναθεώρηση των βιβλίων τής Ιστορίας» και, τελικά, επανέλαβε το παλιό όνειρο των ξένων κατακτητών, αλλά και ντόπιων, νεότερων κυβερνητών τής Κύπρου, τη «σταδιακή μείωση τής εξάρτησης», δηλαδή την απεξάρτηση, «τής Κύπρου από την Ελλάδα»!

Αν και έπρεπε να περάσουν 30 χρόνια από την τουρκική εισβολή τού 1974 για να αποτολμηθεί επίσημα και ευθέως η πρόταση για «ιδεολογικό αναπροσανατολισμό» τής Κυπριακής Παιδείας με δικαιολογητικό τις νέες πραγματικότητες και την ανάγκη ομοσπονδιακής συμβίωσης με τους Τούρκους, εκείνο που εξακολουθεί να περνά απαρατήρητο και αδιερεύνητο είναι η ίδια η σημερινή de facto διχοτόμηση του νησιού ως φυσικού επακόλουθου τής πολιτικής τής «απεξάρτησης» τής Κύπρου από την Ελλάδα, που ακολουθήθηκε ανεπίσημα και στα μουλωχτά  ευθύς μετά την ίδρυση τής Κυπριακής Δημοκρατίας. 

Υπάρχουν, βέβαια, οι ενδείξεις ότι υπήρχε ή εκκολάφθηκε στη σκέψη τού αρχηγού τού Αγώνα των Κυπρίων πολύ πριν το 1960 [2], το έτος ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άρχισε, όμως, να προωθείται έμπρακτα σχεδόν αμέσως με την ίδρυση της Δημοκρατίας, μέσω διαφόρων πνευματικών ανδρών, που τελούσαν υπό την άμεση εξάρτηση κι επήρεια τού Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Ως κάλυμμα χρησιμοποιήθηκαν οι επειγόντως αναγκαίες «μεταρρυθμίσεις» στην παιδεία, για τις οποίες άνοιγε, μάλιστα, ο δρόμος λόγω τής «μεγαλύτερης οικονομικής ευρωστίας τής Κύπρου από την Ελλάδα» [3].

Ένας από αυτούς ήταν ο ίδιος ο διευθυντής τού Παγκυπρίου Γυμνασίου Φρίξος Πετρίδης (1961-1968), μετέπειτα υπουργός Παιδείας (1970-1972). Ο Πετρίδης εγκαινίασε αυτή την πολιτική υποστηρίζοντας ότι η εμμονή στην απόλυτη ταύτιση και συμπόρευση με την ελλαδική παιδεία σήμαινε έναν άκαρπο «πηνελοπισμό» [4]. Ήδη τον Ιανουάριο του 1963, σε ομιλία του στην ΟΧΕΝ (Νεανίδων) Λευκωσίας [5], παρουσία τού ιδίου του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, αμφισβήτησε επίσημα, για πρώτη φορά, τη σημασία που δινόταν στη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών [6], αμφισβήτησε την προτεραιότητα τής Αθήνας ως αποκλειστικής πηγής προέλευσης κάθε καλού (πράγμα που πολύ σύντομα, στην κρίση τού 1964, θα εφάρμοζε αδίστακτα ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος στις άμεσες σχέσεις του με την Κυβέρνηση των Αθηνών), τόνισε την ύπαρξη διαφοράς ανάμεσα σε προβλήματα Ελλήνων τής Κύπρου και Ελλήνων τής Ελλάδας κι έδωσε και το πρώτο δείγμα κυπριακής «πνευματικής» υπεροψίας απέναντι στην κυρίως Ελλάδα υπενθυμίζοντας ότι η Κρήτη ήταν «ελληνικοτέρα» πολλών μερών τής Ελλάδας τον 19ο αιώνα, ενώ τα Επτάνησα «προηγούνταν τής Ελλάδος πνευματικώς και καλλιτεχνικώς επί ενάμιση αιώνα μετά την παλιγγενεσία»! 

Εκείνη την ομιλία του, του Ιανουαρίου 1963, είχε κλείσει  με μια προτροπή προς τους Κυπρίους: την αρετή και την τόλμη που επέδειξαν στον απελευθερωτικό τους, ενωτικό με την Ελλάδα αγώνα τού 55-59, έπρεπε να την επιδείξουν ξανά, αλλά για ν’ αφήσουν τώρα πίσω τους την Ελλάδα, που… θ’ ακολουθούσε, σίγουρα, στην ίδια οδό όταν θα το επέτρεπαν τα οικονομικά της!!

Ανεπίγνωστα, υπάκουα κι επιπόλαια, υπό το άστρο τής προσωπικότητας και τής μυθικής «αγωνιστικότητας», αλλά και υπό τη συντριβή την απορρέουσα εκ των διττών εξουσιών τού Αρχιεπισκόπου-Προέδρου Μακαρίου, ο κατά τα άλλα ικανότατος δάσκαλος (και ακραιφνής ενωτικός) διευθυντής τού Παγκυπρίου Γυμνασίου και μετέπειτα Υπουργός Πιαδείας, συνέχιζε και στη Λογοδοσία τού 1964-65 να ενισχύει την «απεξάρτηση»  τής Κύπρου από την Ελλάδα: «Η στοιχειώδης ελλαδική παιδεία είναι πολύ κατωτέρα τής κυπριακής… Προηγούμεθα ήδη τής ελλαδικής εκπαιδεύσεως… δια λόγους οικονομικούς η Κύπρος αυτήν την στιγμήν έχει μεγαλυτέρας δυνατότητας… όταν θα ενωθώμεν με την Ελλάδα πολιτικώς, να ενωθώμεν ως ενεργητικό και, εάν δυνάμεθα, ως πρότυπον εις την παιδείαν κ.τ.λ.» [7].

Οι ιδέες περί «ελληνικοτέρας» Κύπρου θα έπαιρναν στα επόμενα χρόνια μεγαλύτερες και ευρύτερες διαστάσεις και θα εξελίσσονταν και σε «κυπροεθνικιστικές» τρόπον τινά με επίκεντρο μια «ανώτερη από την Ελλάδα», Κύπρο, η οποία θα έμπαινε σταδιακά και στην καλλιέργεια τής νέας, «κυπριακής συνείδησης» των πολιτών της, ιδιαίτερα ενθαρρυμένη να κομπάζει και ως «δημοκρατικότερη» μετά τη «βολική» διολίσθηση τής Ελλάδος στο απριλιανό καθεστώς! Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος (που δεν διερευνήθηκε ακόμα η ευθύνη του για την άνοδο της χούντας στην Ελλάδα) δεν θα αργούσε ν’ αναλάβει, μάλιστα, και πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση και εκδίωξη τού δικτατορικού ελλαδικού καθεστώτος [8]!
                                     
Το πνεύμα δυσαρέσκειας των Ελλήνων με τη σύγχρονη Ελλάδα (που συνόψισε ο Γιώργος Σεφέρης με τη φράση όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει), η οποία  πολύ σπάνια και μόνο στιγμιαία κατορθώνει να αρθεί στο ύψος των προσδοκιών των πολιτών της, λειτούργησε ως σταθερός ούριος άνεμος για τις φιλοδοξίες όλων όσοι για διάφορους λόγους δεν θέλησαν να κρατήσουν σταθερή ρότα στην κατεύθυνση τής Ένωσης τής Κύπρου με την Ελλάδα. Στην πολιτική τής απεξάρτησης τής Κύπρου από την Ελλάδα, που ακολούθησε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, δεν συνάντησε καμιά σφοδρή αντίθεση εκ μέρους των πνευματικών ανθρώπων τής Ελλάδος, αντίθετα εισέπραξε άφθονο τον θαυμασμό τους επειδή ήταν… «αντιστασιακός» [9], κι ο λαός τής Κύπρου την απορία τους για την ορμητική του επιθυμία να ενωθεί με μια πτωχότερη κι εξαρτημένη Ελλάδα!

Μέσα σε αυτή, τη γεμάτη πλάνες ατμόσφαιρα, ούτε καν ακροθιγώς δεν ασχολήθηκε η ιστοριογραφία με την υπόθεση ότι ένας από τους κυριότερους παράγοντες, αν όχι ο κυριότερος, επιβολής τής Δικτατορίας στην Ελλάδα το 1967, ήταν και η αρνητική στάση που κράτησε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απέναντι στη συναίνεση των Αμερικανών να πραγματοποιηθεί η Ένωση στο τέλος των διαπραγματεύσεων τής Γενεύης τον Αύγουστο 1964 χωρίς ουσιαστικές παραχωρήσεις στην Τουρκία, ώστε να εκλείψει ο κίνδυνος εμφάνισης μιας νέας «Κούβας» στην ανατολική Μεσόγειο. Αδιερεύνητη, ακόμα, σε σχέση με την επιβολή τής Δικτατορίας στην Ελλάδα παραμένει η σημασία τής αδυναμίας τού Γεωργίου Παπανδρέου να επιβληθεί στον Αρχιεπίσκοπο και να μετατρέψει την δια της Μεραρχίας επιτελεσθείσα «ντε φάκτο» Ένωση, σε «ντε γιούρε» επισήμως αναγνωρισμένη Ένωση [10]!  

Το απερίσκεπτο «σχέδιο» απεξάρτησης τής Κύπρου από την Ελλάδα, που μπήκε σε εφαρμογή αμέσως με την ίδρυση τής Κυπριακής Δημοκρατίας, με πρώτο βήμα την απόσχιση τής Κυπριακής από την Ελλαδική παιδεία και με το πρόσχημα, μάλιστα, ότι θα γινόταν η Κυπριακή «πρότυπον» και για την Ελλαδική, βρήκε πρόσφορο έδαφος, ανάμεσα σ’ άλλα, και στον ευρωπαϊκό προοδευτικόφρονα «φωτισμό» των νεαρών συνεργατών τού Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, οι οποίοι, ενώπιον τής προοπτικής τής περαιτέρω κοινωνικής τους ανέλιξής ήταν και διατεθειμένοι να κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι οι κατά τακτά διαστήματα επαναλαμβανόμενες ενωτικές διακηρύξεις του ήσαν κενές περιεχομένου. 

Το αμέσως εφαρμόσιμο σχέδιο στην Παιδεία  πρόβλεπε, κατά το αγγλικό πρότυπο, ανάπτυξη των τεχνικών σχολών σε βάρος των κλασικών σχολείων, όπως από την αρχή επέμεναν ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Τάσσος Παπαδόπουλος (1960-1970) και ο Υπουργός Οικονομικών Ρένος Σολομίδης (1962-1968) [11], παρά τις παρεμβάσεις τής επίσημης Ελλάδας και παρά την επιμονή τού Υπουργού Παιδείας Κωνσταντίνου Σπυριδάκι (1965-1970) ότι αυτό θα αποτελούσε «πλήγμα όχι μόνο για την πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη τής χώρας αλλά και για την επιστημονική και την οικονομική, αφού χωρίς τη γενική εκπαίδευση θα επηρεαζόταν αρνητικά η ανάπτυξη τού ανθρώπινου δυναμικού» [12].  

Αντικρίζοντας από κάποια απόσταση πλέον (και υπό το πνεύμα τής παρούσας κρίσης) τις περιόδους τής οικονομικής «ευμάρειας» τής Κύπρου και τής «ανάπτυξής» της, και τοποθετώντας τις μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο τής ιστορικής της πορείας, των ιστορικών στόχων, ποτισμένων με το αίμα των εθνικών φιλοδοξιών της για μια αξιοπρεπή, ελληνότροπη επιβίωση,  άρχισε να διακρίνεται πια καθαρά ότι το μόνο που κατάφερε η πολιτική τής απεξάρτησης ήταν να οδηγήσει την Κύπρο στον διχασμό, στην αποδυνάμωση και στο «προσωρινό» (εδώ και 44 χρόνια) τούρκεμα τού ήμισυ σχεδόν των εδαφών της.

Το γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα δεν είχαν ακόμα διερευνηθεί εις βάθος οι συνομιλίες τής Γενεύης τού 1964, ώστε να αποκαλυφθούν οι σκοπιμότητες που τις παρουσίαζαν να φτάνουν  μόνο ως τη διχοτόμηση τής Κύπρου (πράγμα που διατηρούσε «δικαιωμένη» την απεξαρτησιακή πολιτική τού Αρχιεπισκόπου Μακαρίου), απέτρεψε και την έρευνα στην κατεύθυνση των ευρύτερων επιπτώσεων εκείνης τής πολιτικής ως καταλυτικής εις βάρος τής νεότερης ελληνικής ενότητας και ισχύος.

Αν, στο πλαίσιο της ευρύτερης κατανόησης, των παραδοχών και των πραγματικοτήτων που φαίνονταν να διαμορφώνονται και να επικρατούν την περίοδο του 1964, πραγματοποιείτο η Ένωση τής Κύπρου με την Ελλάδα, είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι ούτε η Ελλάδα θα έφτανε ποτέ στη δικτατορία τού ’67 ούτε η Κύπρος στην τουρκική εισβολή τού ’74· αλλ’ ούτε και οι δύο θα έφταναν, ίσως, στη δεινή θέση που βρίσκονται σήμερα. Αντίθετα το ισοζύγιο δυνάμεων στην περιοχή, και με τις «δύο» σημερινές ΑΟΖ ενωμένες, θα ήταν εντελώς άλλο. Η Ελλάδα με την Κύπρο ως προέκταση και δική της παρουσία στην Ανατολή θα είχε διαφορετικό γεωστρατηγικό εκτόπισμα και δεν θα άφηνε χώρο στους κωμικούς αλλά και επικίνδυνους οραματισμούς των Τούρκων. 

Η ανθενωτική, απεξαρτησιακή από την Ελλάδα πολιτική τού Αρχιεπισκόπου Μακαρίου έχει ακόμα δρόμο να διανύσει μέχρι να διερευνηθεί επαρκώς ώστε να φανεί πόσο αφύσικη υπήρξε, και πόσο καταστροφικά ασύμφορη για τον σύγχρονο ελληνισμό.

Το βιβλίο Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες, Εστία 2006, γράφτηκε με στόχο να καταδείξει τον εκτροχιασμό τού αγώνα τής Κύπρου, ν’ απαλλάξει το σώμα του από τη λάσπη, ν’ αποκαταστήσει τα χαμένα του μέλη, ν’ αφαιρέσει ακαλαίσθητα προσθέματα, να φέρει στο φως το πρόωρα πεπαλαιωμένο και σκόπιμα μουσειοποιημένο «άγαλμά» του, με τη «ρομαντική» φιλοδοξία να το επαναφέρει, ίσως, στην αληθινή ζωή που σημαίνει το κάλλος του. 

Η φόρμα που θεωρήθηκε πιο κατάλληλη για τη συγγραφή του ήταν εκείνη τού Χρονικού, ενός τύπου «ημερολογίου» ή προσωπικής μαρτυρίας ενός Κυπρίου, ο οποίος διατηρεί μέσα του ολοζώντανη την ανάμνηση τού ενωτικού, απελευθερωτικού έπους τού 55-59, έζησε την εφηβεία του στον επιπόλαιο μέχρι ανεύθυνο πυρετό τού 1964 και την ωριμότητά του από τον «εμφύλιο» τού ’70 ως το προδομένο ’74, κι ως την εντελώς εκτροχιασμένη πια, οργιαστικά αμνήμονα καταναλωτική  ευμάρεια και σχεδόν αδιάκοπα «καρναβαλική» πανδαισία τού 2000. 

Το βιβλίο ασκούσε, επίσης, οξεία κριτική στην ανθελληνική ιδεολογία των υψηλά ιστάμενων λειτουργών και άλλων περιώνυμων πολιτών του Κυπριακού Κράτους και την υποδείκνυε  ως το γενεσιουργό αίτιο μιας ευρύτερης παρακμής. Το Κυπριακό Κράτος όχι μόνο δεν πρόβαλλε επίσημα αυτή την ιδεολογία του, αλλά αντίθετα πολλές φορές, υποκριτικά, διακήρυσσε το αντίθετό της ως τη μόνη αληθινή πίστη και πεποίθησή του. 

Το ερώτημα τώρα ήταν μέχρι ποιου σημείου θα έφτανε η νεοκυπριακή γραφειοκρατία στην προσπάθειά της να εξουδετερώσει το βιβλίο, τη μνήμη ή όση από τη μνήμη συντηρούσε το βιβλίο. Ακολούθησε η προσπάθεια   περιθωριοποίησης-αποσιώπησης [13] του με τον  αποκλεισμό του από τον κατάλογο των υποψηφίων προς κρίση βιβλίων από τη Διεύθυνση των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο αποκλεισμός απλώς επιβεβαίωσε τις μεθόδους και τις πρακτικές που μετερχόταν το Κυπριακό Κράτος.

Ήδη από το 1976, όταν η Κριτική Επιτροπή των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Κυπριακού Κράτους, αποτελούμενη από Κυπρίους και εξ Ελλάδος διανοούμενους και λογοτέχνες [14] αποφάσισε τη βράβευση της ποιητικής συλλογής του Παντελή Μηχανικού Κατάθεση, την απόφαση ανέπεμψε ο τότε Υπουργός Παιδείας Χρυσόστομος Σοφιανός, ένας των πρωταγωνιστών του «αγώνα» απεξάρτησης της Κύπρου από την Ελλάδα. Η Επιτροπή άλλαξε τότε την απόφασή της (ποιοι από την Επιτροπή άλλαξαν την ψήφο τους και ποιοι όχι παραμένει μέχρι σήμερα «κρατικό μυστικό») και το βραβείο δόθηκε σε άλλη «ποιητική συλλογή», τη Γραφή Οδύνης (σήμερα δεν την  ξέρει κανένας) του φιλόλογου Κυριάκου Πλησή.

Η Κατάθεση είναι πολύ γνωστή και πέραν των λογοτεχνικών κύκλων σήμερα και θεωρείται σημαντικό έργο της κυπριακής λογοτεχνίας.

Με τον ίδιο τρόπο, με αναπομπή δηλαδή εκ μέρους του Υπουργού, ακυρώθηκε ξανά απόφαση βράβευσης τού βιβλίου Το Δένδρο, η Συνωμοσία και άλλα, του γράφοντος. Εκείνη τη φορά παραιτήθηκαν τα μέλη τής Επιτροπής Νάσος Βαγενάς και Νίκος Ορφανίδης. Έκτοτε ο δεύτερος προσχώρησε στο κυβερνητικό στρατόπεδο, ενώ ο πρώτος κράτησε απόμακρη σιωπή. Όμως η αντίδραση τότε ήταν τέτοια ώστε αρνήθηκαν τη βράβευσή τους (και τα χρήματα που συνεπαγόταν η βράβευση) δυο άλλοι λογοτέχνες, η Πίτσα Γαλάζη το Βραβείο ποίησης και ο Κώστας Μακρίδης τον Έπαινο στην ίδια κατηγορία. Η αντίσταση στις πρακτικές του Κυπριακού Κράτους ήταν τότε ακόμα σθεναρή.

Σε επιστολή του ο συγγραφέας τού Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες προς τη Διεύθυνση των Πολιτιστικών Υπηρεσιών τότε, έκανε  αναφορά στον «ζντανοφισμό», όπως πρόσφατα τον είχε περιγράψει ο Βαγενάς: «Εκείνη η κριτική αντίληψη, που θεωρεί το ιδεολογικό στοιχείο μιας ορισμένης πολιτικής κατεύθυνσης ως κύριο κριτήριο στην αξιολόγηση των καλλιτεχνικών έργων» [15]. Αυτήν ακριβώς την ολοκληρωτική αντίληψη εξέθετε και σατίριζε -ανάμεσα σ’ άλλα- το Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες, αντίληψη που είχε βρει ξανά εφαρμογή στο παρελθόν σε βάρος άλλων βιβλίων από τις Πολιτιστικές Υπηρεσίες τής Κυπριακής Δημοκρατίας.

Τελικά έμενε στο κενό και το ερώτημα γιατί ο διαγωνισμός φέρει την ονομασία «Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία», αφού κατά την παραδοχή τής Διεύθυνσης των Πολιτιστικών Υπηρεσιών (επιστολή 7ης  Μαρτίου 2008) δεν είχε καθόλου κριθεί η λογοτεχνικότητα τού βιβλίου (!), τη στιγμή που  υπήρχαν, καθορισμένα από τις ίδιες τις Π.Υ., συγκεκριμένα και αριθμημένα λογοτεχνικά κριτήρια βράβευσης! 

Σε προσωπική του επιστολή προς τον συγγραφέα, [16] σε λιγότερο από τρεις μήνες μετά την κυκλοφορία τού βιβλίου Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες, ο Χρήστος Γιανναράς, έγραψε: «Είναι εκπληκτικό βιβλίο, ασύγκριτο με ό,τι έχω ως τώρα διαβάσει για την μετά το ’74 Κύπρο. Πολύ θα ήθελα να είχε γραφτή ένα ανάλογου ταλέντου βιβλίο και για την ελλαδική Ελλάδα στην ίδια περίοδο». Στην επιφυλλίδα του στις 27 Αυγούστου τού ιδίου χρόνου [17] στην «Καθημερινή», αναφέρθηκε στην κάθε άλλο παρά «δημοσιογραφική» γραφή τού βιβλίου, χαρακτηρίζοντάς την «γυμνασμένη σε δύσκολα πεδία τής εκφραστικής και της ευαισθησίας». 

Αναφορικά με την «ακριβή αποτύπωση των ευαισθησιών και των ανησυχιών τού σύγχρονου ανθρώπου» (αρ. 8 στη λίστα των λογοτεχνικών κριτηρίων τής Επιτροπής Γραμμάτων), ο Γιανναράς εύρισκε πως το βιβλίο «συνδέει την παρακμή με την υπονόμευση τού κοινωνικού αθλήματος (θεσμών και προϋποθέσεων) από την ‘εκσυγχρονιστική’ ατομοκρατία, την ιστορικοϋλιστικά καταναλωτική». Κι αυτό, πάντα κατά τον Γιανναρά, γινόταν χωρίς «γενικευμένες αφαιρετικές πιστοποιήσεις» και «αφοριστικούς χαρακτηρισμούς, αφήνοντας την κριτική ικανότητα τού αναγνώστη να συναγάγει συμπεράσματα και αξιολογήσεις προσώπων μέσα από τις πολύ συγκεκριμένες, λεπτομερειακές, αλλά ενδεικτικά επιλεγμένες ψηφίδες αφήγησης που κατατίθενται ως προσωπική μαρτυρία στο βιβλίο».

Μόλις δυο εβδομάδες πριν, στις 13 Αυγούστου, στην επιφυλλίδα του στο «Βήμα», ο Νάσος Βαγενάς [18] κατέτασσε το Την Ελλάδα θέλομεν… σε εκείνα τα κυπριακά βιβλία που τυπώνονται στην Ελλάδα και ενίοτε «είναι αξιολογότερα από αρκετά ελληνικά που θεωρούνται σημαντικά».

Οι ελάχιστες αυτές αναφορές και παραπομπές καταδεικνύουν πώς και πόσο το Κυπριακό Κράτος κράτησε στην ανθελληνική, συχνά παρουσιαζόμενη ως απλώς ανθελλαδική, απεξαρτησιακή «ιδεολογία» και πολιτική του. Η περίπτωση της Απόφασης (Α/Π 173/2008) τού Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως, αναφορικά με το πιο πάνω βιβλίο (ημερομηνίας  23 Ιουνίου 2009), η οποία αναγνώριζε το βιβλίο ως «χρονικό», ως δηλαδή αυτό που ήταν, και θεωρούσε «εσφαλμένη» την απόφαση αποκλεισμού του και ζητούσε γι’ αυτό από τις Πολιτιστικές Υπηρεσίες να «παράσχουν γραπτή ικανοποίηση» στον συγγραφέα στο πνεύμα των συμπερασμάτων τής Έκθεσης, απέδειξε και τη γραφειοκρατία του Κράτους απαρέγκλιτα πιστή στην «ιδεολογία» του. Καμιά τέτοια «γραπτή ικανοποίηση» δεν παρασχέθηκε ποτέ στον συγγραφέα.                                         

Η πολιτική τής απεξάρτησης τής Κύπρου από την Ελλάδα, που εγκαινιάστηκε με την ίδρυση τής Κυπριακής Δημοκρατίας από τη διακυβέρνηση Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και κληροδοτήθηκε σε όλες τις επόμενες, δεν σταμάτησε ποτέ, όποιες κι αν ήταν οι διακηρύξεις, οι δηλώσεις, ακόμα και οι εκατέρωθεν ενέργειες σε όλο αυτό το διάστημα. Μπορεί κανείς να διακρίνει δύο επίπεδα όχι μόνο στην τρέχουσα πολιτική πρακτική αλλά και σε σχεδόν όλους τούς τομείς τής «σχέσης» Ελλάδας-Κύπρου. 

Εμπλεκόμενες, διασταυρούμενες προθέσεις, ενίοτε υποδόρια και ενίοτε σε μετωπική σύγκρουση, μέσα σε ένα πνεύμα που κάποτε είναι απόλυτα ειλικρινές και κάποτε απόλυτα υποκριτικό και ψευδές, χωρίς συνήθως να υπάρχει ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή, με το φοβερό φαινόμενο το πνεύμα αυτό συχνά να εκπηγάζει από τους ίδιους ακριβώς ανθρώπους και να βγάζει στην επιφάνεια ό,τι περισσότερο, ίσως, ήθελε να κρύψει ή ό,τι περισσότερο ήθελε να διατρανώσει ως ουσία του και ταυτότητά του ο καθένας.

Μόνο και μόνο ο τίτλος τού βιβλίου, Την Ελλάδα θέλομεν κ.λπ.,  ήταν, ίσως, αρκετός για να προκαλέσει όλων των ειδών τα συναισθήματα από το ένα νοητό άκρο ως το άλλο. Η απόφαση,  όμως, της περιθωριοποίησής του από την Κυπριακή Δημοκρατία δείχνει καθαρά τουλάχιστο δύο πράγματα: 
Πρώτον ότι η αποτυχία τού ενωτικού με την Ελλάδα αγώνα τής Κύπρου, αγώνα συνενωτικού τής ισχύος και της επιβίωσης τού ελληνισμού, οφειλόταν και οφείλεται σε μια ευρύτερη «αναποφασιστικότητα» (για την οποία υπάρχουν χίλιες άλλες λέξεις και νοήματα προκειμένου να διερευνηθεί εις βάθος) και εκφράστηκε τη δεδομένη στιγμή από συγκεκριμένα πρόσωπα τόσο με πολιτική όσο και πολιτιστική ισχύ, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα, ασχέτως τού αν η Κύπρος είχε την πρωτοβουλία και η Ελλάς «απρόθυμα» ακολούθησε. Και δεύτερον ότι η απεξάρτηση, ως δυναμικό παράγωγο τής «αναποφασιστικότητας», δηλαδή η τάση απόσχισης τού ελληνισμού από τον εαυτό του ή η αυτοδιάλυσή του, είναι η επικρατούσα.

Η αντίσταση στην «αναποφασιστικότητα» και την απεξάρτηση δεν είναι ανύπαρκτη. Δείχνει κι αυτή να κληροδοτείται, να κρατιέται με τα δόντια, ακόμα κι εναντίον τής νοθείας τού εαυτού της και δείχνει να επιβιώνει, έστω και σε ποσότητες ισχνότερες εκείνης που ο Μακρυγιάννης είχε αναγνωρίσει ως «μαγιά».

Από την άλλη, μια αντίθετη, ξεκάθαρη αποφασιστικότητα διεξάγει έναν μυστικό και φανερό πόλεμο εξολόθρευσής της. 
Άντης Ροδίτης
2015


[1] Πρόεδρος: Ανδρέας Μ. Καζαμίας, καθηγητής Συγκριτικής Παιδαγωγικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Μέλη: Αθανάσιος Γαγάτσης, καθηγητής Διδακτικής των Μαθηματικών. Ελπίδα Κεραυνού Παπαηλιού, καθηγήτρια Πληροφορικής. Σήφης Μπουζάκης, καθηγητής Παιδαγωγικών. Γιώργος Τσιάκαλος, καθηγητής Παιδαγωγικών. Γιώργος Φιλίππου, καθηγητής Διδακτικής των Μαθηματικών. Κρίστης Χρυσοστόμου, λέκτορας Πολιτικής Μηχανικής.
[2] Ρόμπερτ Χόλλαντ Η Βρετανία και ο κυπριακός αγώνας, Ποταμός, 2001, σ. 120-121.
[3] Δρ Παναγιώτη Κ. Περσιάνη Τα πολιτικά τής Εκπαίδευσης στην Κύπρο, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Λευκωσίας-Παπαζήση ΑΕΒΕ, 2010, σ. 47.
[4] «Ημείς έχομεν παιδείαν και ως προς το περιεχόμενον και ως προς την λειτουργίαν από καιρού αρχαιωθείσαν και παραμένομεν πιστοί εις αυτήν ως Πηνελόπη». Λογοδοσία επί των πεπραγμένων τού Παγκυπρίου Γυμνασίου υπό τού Γυμνασιάρχου Φρίξου Πετρίδη τη 14η Ιουλίου 1968 στην Επετηρίδα του Σχολικού Έτους 1967-1968.
[5] Εφημερίδα Ελευθερία Λευκωσίας 5.1.1963, σ. 5-6
[6] Δες και Θεόδωρου Ι. Ζιάκα Πέρα από το Άτομο, Αρμός 2003, σ. 96: «Μια από τις εκδηλώσεις της κυριαρχίας του σοφιστικού-σχετικιστικού (μηδενιστικού) πνεύματος είναι σήμερα η κατάρρευση των κλασικών σπουδών στη Δύση, πρωτοστατούντων των ίδιων των κλασικιστών κ.λπ.». Περισσότερες πληροφορίες στο Ποιος σκότωσε των Όμηρο, των Victor Davis Hanson και John Heath, Κάκτος 1999.
[7] Επετηρίς Σχολικού Έτους 1964-1965, Παγκύπριον Γυμνάσιον, Λευκωσία 1966, σ. 38-39.
[8] Όταν ο υπουργός Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, που βοηθούσε με την άδεια και προτροπή τού Αρχιεπισκόπου και Προέδρου Μακαρίου τον Αλέξανδρο Παναγούλη εκτέθηκε στα μάτια των δικτατόρων με αποδεικτικά στοιχεία για τη δράση του, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος τον απαρνήθηκε κι εκείνος πέρασε σε συνωμοσία με τους πράκτορες των δικτατόρων, με στόχο τη δολοφονία τού Αρχιεπισκόπου. Το  αποτέλεσμα ήταν να δολοφονηθεί ο ίδιος από τούς συνεργάτες του.
[9] Η άτεγκτη στα μάτια του λαού «αντίστασή» του στη Δύση (που βόλευε τη διατήρηση του αξιώματος του Προέδρου της Δημοκρατίας) στη θέση μιας εύστροφης και δημιουργικής διπλωματίας υπέρ της Ενώσεως, και η «σύμπραξή» του με την Ανατολή (Σοβιετική Ένωση), η οποία τον εκμεταλλεύτηκε αδίστακτα προς ίδιον όφελος, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δευτερεύοντες παράγοντες στην ανάκτηση του ήμισυ σχεδόν της ελληνικής Κύπρου στην εποχή μας από την Τουρκία.  
[10] Άντη Ροδίτη Κουράγιο Πηνελόπη, Αρμός 2013
[11] Περσιάνης 66-68
[12] Περσιάνης 48
[13] Η αποσιώπηση τής κυπριακής αντικαθεστωτικής λογοτεχνίας αποτελεί πάγια τακτική των «αρμοδίων» υπηρεσιών τού Κυπριακού κράτους, έστω κι αν κάποτε αναγκάζονται ν’ αναγνωρίσουν ένα βιβλίο. Τότε, όμως, η «αναγνώριση» χρησιμοποιείται ως προπέτασμα καπνού για να συνεχίσουν το σκοταδιστικό τους έργο. Σ’ αυτό βρίσκουν πάντα πρόθυμους συνεργάτες διάφορους «προοδευτικόφρονες» κριτικούς, λογοτέχνες, που αρπάζουν την ευκαιρία να περιορίσουν άλλο τυχόν «ενοχλητικό» λογοτεχνικό ανταγωνισμό! 
Η εύνοια με την οποία περιβάλλονται αυτοί από τις «αρμόδιες» αρχές, τους προσδίνει την αναγκαία εγκυρότητα ώστε να επηρεάζουν Ελλαδίτες συναδέλφους. Το θέμα δεν έχει μείνει αδιαπραγμάτευτο στο Την Ελλάδα θέλομεν… Μερικά πρόσφατα, κραυγαλέα παραδείγματα αποτελούν η μη περίληψη τού γράφοντος στο Λεξικό τής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Πατάκης 2007, ούτε και στο κυπριακό αφιέρωμα τού περιοδικού Η Λέξη (τεύχος 203-204, Ιανουάριος-Ιούνιος 2010), όπου στο «Συνοπτικό χρονολόγιο 1960-2010» παραλείπεται εντελώς η κρατική βράβευση το 1973 τού βιβλίου «4 διηγήματα». 
Παρομοίως επιλεκτική είναι και η συμπεριφορά τού «Σπιτιού τής Κύπρου» όσον αφορά παρουσιάσεις  Κυπρίων λογοτεχνών στην Αθήνα. Στην δε Ιστορία της Νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας, των Κεχαγιόγλου-Παπαλεοντίου, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου 2010, όπου δεν είναι τόσο εύκολη η αποσιώπηση, οι ελάχιστες αναφορές στο έργο τού γράφοντος παίρνουν μορφή πολιτικού «κατηγορητηρίου» με χαρακτηρισμούς τού τύπου «αμετάπειστος ελληνολάτρης και αντιμακαριακός», «διακατέχεται από εμμονές τής ενωτικής ιδεολογίας» κ.α. Ακόμα πιο αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η προσπάθειά τους να μειώσουν μέχρι και τον Κώστα Μόντη με υποτιμητικές αναφορές στο γεγονός ότι ήταν περήφανος για τη συμμετοχή του στον αγώνα της ΕΟΚΑ.
Παραγνώρισαν εντελώς τον ελληνοκεντρισμό του, όπως διαγράφεται στα τρία Γράμματα στη Μητέρα, ενώ το 2016 κατάφεραν να αποκλείσουν από τις κρατικές διακρίσεις βιβλίων τη μόνη μέχρι στιγμής γενική ανάλυση των Γραμμάτων στη Μητέρα. Τον ίδιο χρόνο στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας (τεύχος 1871, Δεκέμβριος 2016) στην Ιστορία, Λογοτεχνία και Τέχνη της Κύπρου δεν υπήρχε η παραμικρή αναφορά στον γράφοντα, τη στιγμή που η επίσημα διακηρυγμένη θέση του Κυπριακού Κράτους είναι: «…έχει καταξιωθεί ως ένας από τους σημαντικούς μας λογοτέχνες. Πεζογράφος, ποιητής, συγγραφέας χρονικών, άρθρων πολιτικού, ιστορικού και λογοτεχνικού περιεχομένου, αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση ενός ενεργού πνευματικού δημιουργού ο οποίος έχει καταθέσει στη Γραμματεία μας ένα πολυσήμαντο έργο άρρηκτα δεμένο με την ιστορία και τη μοίρα του τόπου μας». (Από δημόσια ομιλία του διευθυντή των Πολιτιστικών Υπηρεσιών Κύπρου, Παύλου Παρασκευά, στις 6 Οκτωβρίου 2016).
[14] Παναγιώτης Σέργης (Πρόεδρος)+, Ήβη Μελεάγρου, Κώστας Μιχαηλίδης+, Κώστας Μόντης+, Αχιλλέας Πυλιώτης+, Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Τάσος Λιγνάδης+, Μιχάλης Πασιαρδής, Νάγια Ρούσου, Νίκος Σπανός+.
[15] «Το Βήμα» 20.1. 2008
[16] Χειρόγραφη, με ημερομηνία 11.7.2006
[17] Με τίτλο «Ιστορικοϋλιστικός ‘εκσυγχρονισμός’ μετέωρος».
[18] Με τίτλο «Το θέατρο στην Κύπρο».

No comments: