«Η πλάνη δεν είναι τύφλωση, η πλάνη είναι ανανδρία».
Nietzsche
Έως ποιο βαθμό οι αντιλήψεις, οι κρίσεις, οι αποφάσεις μας στην καθημερινή ζωή είναι «δικές μας» και όχι αποτέλεσμα επιρροής της μικρής και της μεγάλης κοινωνίας απάνω μας; (Μικρήν εννοώ τον στενό οικογενειακό, φιλικό και επαγγελματικό κύκλο, και μεγάλη όλο τριγύρω) μας το ανθρώπινο περιβάλλον μέσα και έξω ακόμη από τον εθνικό και γεωγραφικό μας χώρο).Το ερώτημα θα σκανδαλίσει ίσως τον αμύητο στα προβλήματα της κοινωνικής ψυχολογίας αναγνώστη, έχει εντούτοις το λόγο του. Δεν είμαστε τόσο «ελεύθεροι» να σχηματίζομε τις εντυπώσεις, τις πεποιθήσεις, το πρόγραμμα των επιδιώξεών μας, όσο νομίζομε. Το κοινωνικό σώμα, η «ομάδα» μέσα στην οποία έχομε ενταχθεί (από τη γλώσσα που μιλούμε, από το Θεό που λατρεύομε, από την ανατροφή και την εκπαίδευση που έχομε πάρει, από το επάγγελμα που ασκούμε κτλ.) καθορίζει σε τέτοιαν έκταση και σε τόσο βάθος τον τρόπο και τα μέτρα με τα όποια αντιλαμβανόμαστε και σημασιολογούμε τα πράγματα και τα γεγονότα, ώστε κάθε άλλο παρά «δικές μας», με την αυστηρή έννοια της λέξης, είναι οι αλήθειες και οι άξιες μας. Φυσικά τούτο δεν το παραδέχεται ο εγωισμός μας.
— Βλέπω με τα δικά μου μάτια, λέμε, και κρίνω με το δικό μου το μυαλό.
— Με δική μου πρωτοβουλία αποδοκιμάζω αυτή την ιδεολογία και είμαι υπεύθυνος.
— Η αλήθεια που υποστηρίζω είναι ολοφάνερη- δεν μου την υπέβαλαν άλλοι.
Μια βαθύτερη όμως διερεύνηση (που μπορούμε και οι ίδιοι να κάνομε μέσα μας, εάν έχομε το θάρρος να ανατάμομε τον εαυτό μας) θα μας πείσει ότι σε αναρίθμητες περιπτώσεις η πνευματική μας ανεξαρτησία είναι ένας ωραίος μύθος. Η δράση, η κρίση, η πίστη «μας» είναι η δράση, η πίστη της κοινωνικής φάλαγγας με την οποία συμπορευόμαστε. Το φαινόμενο τούτο στη γλώσσα της επιστήμης λέγεται «κοινωνικός κομφορμισμός» και έχει γίνει αντικείμενο όχι μόνο θεωρητικών αλλά και πειραματικών ερευνών. Μιαν απ’ όλες θα αναφέρω για παράδειγμα.
Το 1951 ο Αμερικανός ψυχολόγος J. Ε. Asch έκανε, ανάμεσα σε άλλα, και τούτο το έξυπνο πείραμα. Έδειξε σε έξι πρόσωπα μια γραμμή ορισμένου μήκους και τους εζήτησε να βρουν την αντίστοιχή της, στο μέγεθος, ανάμεσα σε τρεις άλλες που είχαν κι’ αυτές παρουσιαστεί στον πίνακα. Πρωτύτερα όμως είχε δώσει μυστικά την εντολή σε πέντε από τα έξι αυτά πρόσωπα να διαλέξουν όχι τη σωστή, αλλά μια ψεύτικη γραμμή. Το πρόσωπο που δεν μετείχε στη συνωμοσία, θα απαντούσε τελευταίο και είχε τοποθετηθεί έτσι ώστε να ακούσει και να ιδεί τα άλλα που θα μιλούσαν πρώτα.
Το πείραμα έγινε πολλές φορές με πολλά και διάφορα πρόσωπα και είχε τούτο το παράδοξο αποτέλεσμα : με συχνότητα εκπληκτική, το αμύητο στη συνωμοσία πρόσωπο δεν εμπιστευόταν στη μαρτυρία των δικών του ματιών, αλλά συντασσόταν με την ομόφωνη απάντηση, την εσφαλμένη, των άλλων μελών της ομάδας.
Και μια λεπτομέρεια ακόμη, πολύ χαρακτηριστική. Στα πειράματα του Asch τα πρόσωπα που έπεφταν στην παγίδα, όταν μάθαιναν το τέχνασμα, δεν παραδέχονταν οτι είχαν υποχωρήσει στην «πίεση» της ομάδας, αλλά υποστήριζαν ότι το λάθος ήταν δικό τους απροσεξία, βιασύνη, κακή εκτίμηση των περιστατικών κτλ.
Ώστε όχι μόνο δεχόμαστε, χωρίς να καταλαβαίνομε, την επιρροή των άλλων (όταν ιδίως αυτοί αποτελούν συντεταγμένο σύνολο, ομάδα κοινωνικού τύπου), αλλά και στην περίπτωση που η αφανής αυτή αλλά έντονη επιρροή μας παρασύρει σε εσφαλμένες αντιλήψεις ή κακές εκτιμήσεις, την πλάνη συνηθίζομε να την προσγράφομε σε μια δική μας αστοχία ή ανεπάρκεια, όχι στους άλλους που μας παρέσυραν στον εκτροχιασμό. Από φιλοτιμία βέβαια, για να δείξομε ότι στεκόμαστε στα δικά μας πόδια, αλλά και για έναν άλλο ακόμη λόγο : για να αντισταθούμε (ηθικά τουλάχιστο) σε μια πανίσχυρη έλξη που ασκεί απάνω μας το κοινοτικό πλαίσιο. Η άρνηση της παραδοχής είναι εδώ (όπως και σε πολλές άλλες καταστάσεις της προσωπικής μας ζωής) ένα είδος διαμαρτυρίας — δεν θέλομε να αναγνωρίσομε τη δουλεία μας . . .
«Κοινωνικού κομφορμισμού» περιπτώσεις μπορεί ο καθένας μας να αναφέρει πάμπολλες από την προσωπική του πείρα. Από την εκούσια αλλά και ακούσια υποταγή στο συρμό έως τις ομαδικές ιδεοληψίες (ακόμα και παραισθήσεις) που παρουσιάζονται σε ώρες πολεμικής αναταραχής και θρησκευτικής έξαρσης, η πανικού από θεομηνίες και επιδημίες. Το «πλήθος» τότε γίνεται μια συμπαγής μάζα που αισθάνεται, σκέπτεται και δρα με τον ίδιο τρόπο- οι ατομικές αποκλείσει εξαφανίζονται, διαλύονται μέσα στην κοινή, την απρόσωπη συμπεριφορά.
Είναι απίστευτο το πόσο εύκολα, ακόμα και σε ομαλές περιστάσεις, διαδίδονται οι ομαδικές πλάνες, όπως λ.χ. ή πίστη στη θεραπευτική δύναμη ενός κοινού βοτάνου, ή η υπόθεση ότι αυτή ή εκείνη ή σύμπτωση αποτελεί κακόν οιωνό ,ή η βεβαιότητα ότι οι «μάγισσες» είναι όργανα του Σατανά και πρέπει να καίγονται κ.τ.λ. κ.τ.λ. Άλλωστε θα έχομε όλοι παρατηρήσει ότι αρκεί μια είδηση, έστω και εξωφρενική, να δημοσιευτεί σ’ ένα έντυπο μεγάλης κυκλοφορίας ή να μεταδοθεί από το ραδιόφωνο με έμφαση, για να γίνει πιστευτή.
Υποτίθεται ότι για να φτάσει έως εκεί την εγγυάται ένας οπωσδήποτε σημαντικός αριθμός μαρτύρων και για τούτο, με όλο που δεν υπάρχουν θετικές αποδείξεις, ούτε καν σοβαρές ενδείξεις, για την αλήθεια της, δεν αποφασίζομε να την αμφισβητήσομε «αφού λέγεται, έτσι θα είναι»
Προσέξετε στη φράση αυτό τον απρόσωπο «λέγεται»- είναι η φωνή της “ομάδας που ακούγεται και ενεργεί απάνω στον καθένα μας με δύναμη που δύσκολα μπορούμε να της αντισταθούμε. «Για να το λένε, θα είναι αλήθεια». Να το λένε ποιοι, όλοι και κανείς συγκεκριμένα. «Λέγεται» όμως και επαναλαμβάνεται, τούτο και μόνο φτάνει να ανατρέψει τη δυσπιστία μας. Έτσι σχηματίζεται και κρυσταλλώνεται τόσο σκληρά η «κοινή γνώμη», ώστε δύσκολα μπορεί το παγιδευμένο άτομο να σπάσει την κρούστα της και να λευτερωθεί.
Οι ομαδικές πλάνες είναι προικισμένες με εκπληκτική δύναμη αντίστασης στις επιθέσεις της κριτικής σκέψης· και όταν ακόμη φαίνονται ότι υποχωρούν, κλονισμένες από τη βάσανο της εμπειρίας, ξαναγυρίζουν πιο επικίνδυνες με τη μορφή της «φημολογίας» που «Θάχει κάποια βάση αφού ακούγεται». Στο τέλος εκείνος που νικάει είναι το ανώνυμο πλήθος, όχι οι λίγες επώνυμες μονάδες που αποχωρούν από τη φάλαγγα.
Οι ψυχολόγοι και οι κοινωνιολόγοι που έχουν μελετήσει το φαινόμενο, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο κομφορμισμός αυτός, τάση ισχυρή και επίμονη, πηγή του έχει την κοινωνική φύση του ανθρώπου. Ζώο κατ’ εξοχήν κοινωνικό (ο Αριστοτέλης το ονομάζει στη γλώσσα του «πολιτικόν») ο άνθρωπος, όταν έρχεται αντιμέτωπος προς σημαντικές για τη συλλογική ζωή «δοξασίες της μάζας», αισθάνεται ζωηρότερο ενδιαφέρον για τη συντήρηση των λαϊκών εξηγήσεων που κρατούν συμπαγή την ομάδα, παρά για τις κριτικές αναλύσεις που μπορούν να τη διαιρέσουν και να τη διαλύσουν.
Συμφέρει την κοινωνία να δίνεται απεριόριστη πίστωση στις παρατηρήσεις (τεκμήρια, ενδείξεις, μαρτυρίες) που επιβεβαιώνουν τις «τρέχουσες» ιδέες και αποκλείουν τις αντίθετές τους (Thomas Szasz). Η εξήγηση είναι χωρίς αμφιβολία πειστική. Άλλωστε επαληθεύεται στην καθημερινή ζωή από πλήθος ομόλογων φαινομένων που ανάγονται στον ίδιο κανόνα.
Όσο και αν υπερβάλλουν εκείνοι που μέσα στο ψυχοφυσιολογικό μας σύστημα δίνουν την πρώτη θέση στο «ένστικτο της αγέλης» (instinct gregaire), θα ήταν παράλογο να αρνηθούμε ότι και το κορυφαίο ζώο της κλίμακας, τον άνθρωπο, μια ακαταγώνιστη ορμή το σπρώχνει να συνδέεται με τους όμοιους του και να επιζητεί την παρουσία τους όχι μόνο όταν έχει ανάγκη από τη σύμπραξή τους για να αντιμετωπίσει έναν κίνδυνο, αλλ’ ακόμα και στις ώρες της σχολής, τότε που διψάει για ψυχαγωγία «Χρειάζεται» τους άλλους, τον αριθμό, το πλήθος : στο πανηγύρι, στο θέαμα, στον περίπατο — και στο καφενείο ή στο εστιατόριο. Δεν «χαίρεται» τις ανέσεις της ζωής, και τις πιο στοιχειώδεις, παρά συντροφεμένος. Πρέπει να τις μοιραστεί, κατά κάποιο τρόπο, με άλλους, για να τις απολαύσει. Και για να τους κρατήσει κοντά του αυτούς τους άλλους, είναι έτοιμος να κάνει πολλές παραχωρήσεις στις κρίσεις και στο γούστο τους : να μπει στο δικό τους διανοητικό ορίζοντα, να συμμεριστεί τα συναισθήματά τους, να παραδεχτεί τις προτιμήσεις τους.
Έχομε λοιπόν καταδικαστεί να είμαστε αιχμάλωτοι της συμβιωτικής ομάδας; Θα παρεξηγούσε τη θέση μας εκείνος που θα την ερμήνευε με αυτό τον τρόπο. Όχι υποχείριος· υποκείμενος στις ιδέες και στις τάσεις του κοινωνικού σώματος είναι ο άνθρωπος.
Ποιος άνθρωπος όμως; (Η διευκρίνιση αυτή είναι απαραίτητη, για να προληφθούν πολλές παρανοήσεις). Εκείνος που οι ανθρωπολόγοι συνηθίζουν να τον ονομάζουν homo sapiens και που κατά την τρέχουσα φάση της ύπαρξης του έχει γράψει την ιστορία του πολιτισμού με τις «πνευματικές» (πως να τις πούμε αλλιώς) κατακτήσεις του.
Ότι χαρακτηρίζει αυτό τον ανθρώπινο τύπο είναι ο δεινός αγώνας να δαμάσει τα ένστικτα του είτε με την απεγνωσμένη αντίσταση στην πίεσή τους, είτε με το πονηρό ξεγέλασμά τους. Φυσικά μια τέτοια νίκη δεν είναι καθόλου εύκολη, ούτε πάντοτε δυνατή· και σχεδόν κατά κανόνα πληρώνεται με αιματηρές θυσίες. Φαίνεται όμως ότι δεν αποκλείεται από το πρόγραμμα της Δημιουργίας, γιατί και αισθητά χαλαρότερες είναι των ένστικτων ο ζυγός στον ψυχοβιολογικά εξελιγμένο άνθρωπο, και με οπλισμό τελειότερο («διάνοια») έχει το θαυμάσιο τούτο ζώο εφοδιαστεί από τη Φύση.
Οπωσδήποτε «παλεύονται», καθώς λέμε, τα ένστικτα μας, και αυτό έχει πελώρια σημασία. Όπως τα άλλα, έτσι και το «ένστικτο της αγέλης» στην περίπτωσή μας. Το οργανωμένο πλήθος, η κοινωνική ομάδα μας στηρίζει, μας προστατεύει, αλλά και θολώνει την δράση, μηχανοποιεί τη συμπεριφορά, δένει τη σκέψη, αποδυναμώνει τη φαντασία μας με τα πολυκαιρισμένα σχήματα των απρόσωπων εννοιών και αξιών της.
Από τη δουλεία αυτή σώζεται μόνο ο επώνυμος άνθρωπος που θα ορθώσει την κεφαλή του πάνω από τον ορίζοντα της μάζας και θα τολμήσει ν’ αντικρίσει με τις δικές του διανοητικές δύναμης τα πράγματα, με τη δική του βούληση τις περιπλοκές της ζωής, με τη δική του ευαισθησία το θέαμα του κόσμου.
Για ένα τέτοιον άθλο όμως χρειάζονται δύο σπάνιες ικανότητες : ανδρεία και εντιμότητα, ηθική ανδρεία και πνευματική εντιμότητα, που δυστυχώς για το γένος μας είναι των λίγων, των πολύ λίγων ο κλήρος. Μόνο έτσι σπάζει ο άνθρωπος τα δεσμά της πλάνης και κατακτά την ελευθερία της αλήθειας. Ας θυμηθούμε εδώ τα βαθυστόχαστα λόγια του Nietzsche:
«Πόσην αλήθεια σηκώνει, πόσην αλήθεια αποτολμάει ένα πνεύμα; Αυτό έγινε για μένα, ολοένα και πιο πολύ, το αληθινό μέτρο των αξιών .Η πλάνη δεν είναι τύφλωση, η πλάνη είναι ανανδρία. Στη γνώση κάθε κατάκτηση, κάθε βήμα εμπρός προέρχεται από το θάρρος, από τη σκληρότητα απέναντι στον εαυτό μας, από την εντιμότητα απέναντι στον εαυτό μας».
Ε. Π.Παπανούτσος
«Το δίκαιο της πυγμής», εκδόσεις Δωδώνη, (1975)
Πηγή: 29/05/2018Αντικλείδι
No comments:
Post a Comment