Δεν του άρεσε ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Αποσυντονιζόταν με την υπερβολική ζέστη, δυσανασχετούσε με την υγρασία και τον ιδρώτα. Παιδί μιας άλλης εποχής, γεννημένος εκεί στη μέση του χειμώνα, κουβαλούσε θαρρείς ολόχρονα μαζί του τις μοίρες της γέννησής του. Αυτός ζωντάνευε σαν λουλούδι μέσα στα σύννεφα, αντάμα με τη βροχή. Γινότανε μια φωτιά ενέργειας δίπλα από το αναμμένο τζάκι, διαβάζοντας, ακούγοντας μουσική, διεκπεραιώνοντας εκκρεμότητες από τη δουλειά στο γραφείο. Κι όταν ερχότανε το καλοκαίρι, ένιωθε μια σκληρή εισβολή στην περιχαρακωμένη του ζωή, στη θωρακισμένη του προσωπικότητα. Λες κι ο Ιούνης έμπαινε με όνομα και χάρη Θεριστής και μάζευε άτσαλα όλες τις αγνές προθέσεις του, τιμωρημένες να τις βάλει αποξηραμένες σε μια γωνιά.
΄Ηταν και πάλι ένα από εκείνα τα αποπνικτικά απομεσήμερα. Ο κλιματισμός δούλευε αγκομαχώντας κι η καρδιά του μάζευε αποθέματα αντοχής για το ζεστό καλοκαίρι των άλλων, για τον δικό του ανάποδο καιρό. Έξω στον δρόμο πηγαινοερχόταν μονάχα η σιωπή της ραστώνης, ενώ στο σαλόνι του μέσα είχε από ώρα στρογγυλοκαθίσει η ανία. Ο υπολογιστής του, ενεργοποιημένος, του φαινόταν πως έχασκε σαν χαλασμένη οδοντοστοιχία . Περίμενε τις επόμενες λέξεις του, τις καινούριες προτάσεις του, μα όλα μες στο μυαλό του ήτανε λες και ανηφόριζαν ασθμαίνοντας ώρες που ιδρωκοπούσαν. Αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μάταιη προσπάθεια να συγκεντρωθεί σε ιστογράμματα και αναφορές, που ασύντακτα πλέον ξεπηδούσαν από την ξεψυχισμένη οθόνη.
Περπάτησε μηχανικά προς το μπάνιο, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Κάπως δροσίστηκε. Στιγμιαία. Γιατί αμέσως μετά, ένιωσε και πάλι εκείνη την ασφυξία των αισθήσεων. Αποφάσισε μια απόδραση από τα στενά πλαίσια του μικρού διαμερίσματός του. ΄Ισως λίγο περπάτημα μέχρι το κοντινό πάρκο να ελευθέρωνε όλη την έντασή του από τις πατούσες προς το χώμα και να τη φύτευε εκεί παντοτινά.
Τα δέντρα τον υποδέχτηκαν σιωπηλά . Ένας ουρανός ανάλαφρος , γαλανός, έπαιζε κρυφτό μέσα στις φυλλωσιές τους. Έψαξε για ένα κάθισμα. Είχε ήδη κουραστεί. Δεν ήταν συνηθισμένος σε πεζοπορίες. Μόνο στην καθιστική ζωή μπροστά στον υπολογιστή με μια κούπα καφέ. Σύρθηκε μέχρι το πρώτο ξύλινο παγκάκι , έκλεισε τα μάτια, αφέθηκε σε μια χαλάρωση που την είχε σχεδόν λησμονήσει. Όταν θυμήθηκε και πάλι την αίσθηση της όρασης , ένιωσε δίπλα του μια παρουσία.
Ένα μικρό αγόρι, γύρω στα έξι, στεκόταν και τον κοίταζε με ένα μικρό χαμόγελο στην άκρη των χειλιών. Στα χέρια του ένα παγωτό ανυπεράσπιστο στη ζέστη , είχε αρχίσει ήδη να αφήνει στο χώμα τα αποτυπώματα από το λιώσιμό του. Κοιτάχτηκαν έντονα για δευτερόλεπτα . Εκείνος χάζευε ελαφρώς με έκπληξη, το αγόρι με καθαρά παιχνιδιάρικη διάθεση. « Θες κι εσύ λίγο;» , του είπε τείνοντάς του το παγωτό. « Πάρε..είναι πολύ νόστιμο» , συνέχισε και του έχωσε σχεδόν το παγωτό στη χούφτα.
Τα΄χασε μπροστά στην επιμονή του παιδιού. Το παγωτό ήδη του λέρωνε τα δάχτυλα και του καθάριζε μία μία τις αισθήσεις.
Πόσος καιρός αλήθεια είχε περάσει από τότε που πήρε ένα χωνάκι παγωτό στα χέρια; Χρόνια ίσως ολόκληρα… Εκεί, πλάι στη θάλασσα συνήθως, με τον πλανόδιο παγωτοπώλη να τον κερνά και ένα τεράστιο χαμόγελο. Και τώρα ξανά η ίδια αίσθηση στα δάχτυλα. Με δυο παιχνιδιάρικα μάτια να τον κοιτάζουν, γαλάζια , ήρεμα, σαν θάλασσα καλοκαιρινή, που σε προσκαλεί στα ταξίδια της. «Όχι μικρέ, καλύτερα να πάρω το δικό μου», είπε τελικά στο αγόρι και του έδωσε πίσω το χωνάκι, αφού πρώτα φρόντισε να το καθαρίσει για να μην κολλάει στα χέρια.
Τα΄χασε μπροστά στην επιμονή του παιδιού. Το παγωτό ήδη του λέρωνε τα δάχτυλα και του καθάριζε μία μία τις αισθήσεις.
Πόσος καιρός αλήθεια είχε περάσει από τότε που πήρε ένα χωνάκι παγωτό στα χέρια; Χρόνια ίσως ολόκληρα… Εκεί, πλάι στη θάλασσα συνήθως, με τον πλανόδιο παγωτοπώλη να τον κερνά και ένα τεράστιο χαμόγελο. Και τώρα ξανά η ίδια αίσθηση στα δάχτυλα. Με δυο παιχνιδιάρικα μάτια να τον κοιτάζουν, γαλάζια , ήρεμα, σαν θάλασσα καλοκαιρινή, που σε προσκαλεί στα ταξίδια της. «Όχι μικρέ, καλύτερα να πάρω το δικό μου», είπε τελικά στο αγόρι και του έδωσε πίσω το χωνάκι, αφού πρώτα φρόντισε να το καθαρίσει για να μην κολλάει στα χέρια.
Τότε είδε τη γιαγιά να σπεύδει στη σκηνή, να μαλώνει τρυφερά το παιδί που ενόχλησε τον κύριο που ήρθε, λέει , να ξεκουραστεί κι αυτός τον ζαλίζει με τις ερωτήσεις του. Κατόρθωσε ευτυχώς γοργά να συνέλθει από το ξάφνιασμα. Κι ύστερα, λες και συντελέστηκε ανάσταση ενός μικρού Θεού μέσα του, ψέλλισε : «Αφήστε το παιδί… Δεν ενοχλεί… Ίσα ίσα που μου θύμισε πως προλαβαίνω ακόμα λίγο καλοκαίρι… με ένα χωνάκι παγωτό στο χέρι».
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment