Το κρατούσε καιρό εκείνο το ημερολόγιο. Πρώτα σε ένα παλιό τετράδιο. ΄Υστερα αποφάσισε να γίνει πιο συστηματική μαζί του και να πάρει ένα όμορφο λεύκωμα από τα πολλά που υπάρχουν στα βιβλιοπωλεία. Κι άρχισε να γράφει από σκόρπιες λέξεις μέχρι παραγράφους ολόκληρες με σκέψεις, ιδέες αλλά κυρίως συναισθήματα. Βρήκε τα βράδια, όταν μαζευόταν στο σπίτι μαζί με την μοναξιά της, ένα μικρό εξομολόγο για να του ακουμπά τα μυστικά και τα αμαρτήματά της. Πρώτα έγραφε με πράσινο και μπλε μελάνι για τη δουλειά της στην εταιρεία, τις εξόδους με τις φίλες, τις μικρές αποδράσεις του Σαββατοκύριακου σε κοντινούς και πιο μακρινούς προορισμούς.
Ύστερα πήρε το πιο έντονο κόκκινο στιλό κι έγραψε για τον έρωτα που ήρθε σαν βέλος στη ζωή της και την κάρφωσε σε ένα αερόστατο, να υπερίπταται συνέχεια πάνω από την καθημερινότητα με ένα τεράστιο χαμόγελο. Γέμιζε απίστευτες αράδες τα βράδια, όταν κρέμαγε τη μέρα σαν παλτό στην κρεμάστρα δεξιά στην πόρτα κι αναπαυότανε ίδια με γάτα που γουργούριζε από ευτυχία στον καναπέ. Τελικά, ήταν όλα πολύ όμορφα για να είναι αληθινά;
Κάποια στιγμή αυτή η κατάθεση ευτυχίας έφτασε στο τέλος της .Κοιτάζει τώρα τις πρώτες ολιγόλογες σελίδες της. Πάνε κάποιοι μήνες από τότε. Παντού η ίδια φράση σαν εκπυρσοκρότηση απελπισίας: «Χωρίς δουλειά». Κι ύστερα άλλες φτωχικές σελίδες με τόση ένδεια από συναίσθημα. «Χωρίς εκείνον». Τι να γράψει κανείς, όταν η ζωή έχει γίνει μια τεράστια ανορθόγραφη μουντζούρα; Και πόσα να μπορέσει να διορθώσει με μια φθαρμένη γομολάστιχα, καμωμένη από ανίατη καρδιά;
Καλύτερα λοιπόν η σιωπή. Και η ηχώ της βασανιστική, κυρίως τα βράδια. ΄Ομως, δεν θέλει πια να γράφει λέξεις που πονάνε. Και κυρίως δεν θέλει πια να διαβάζει για το γκρίζο του κόσμου. Καλύτερα λευκές σελίδες. Κι εκεί να φαντάζεται πως φυτεύει ένα κήπο από ελπίδες .
Μονάχα ψες, την ώρα που επέστρεφε η μέρα τη λύπη που της έδωσε με μια ψιλή βροχή, μονάχα χτες, σκέφτηκε να πάρει ξανά το ημερολόγιό της και να γράψει όχι πια για τον εαυτό της μα για τις πολλές άλλες παραλλαγές του, έτσι καθώς τις συνάντησε εκεί που βρέθηκε, εκεί που αντάμωσε το πρόσωπό της σε τόσα άλλα πρόσωπα. Κι έγραψε για τον νέο που διάβηκε για πολλοστή φορά την πόρτα του γραφείου ανεργίας. Νέος μπήκε, γέρος γύρισε, διακόσιων χρονών Απογοήτευση.
Ύστερα έγραψε για τη γειτόνισσα μάνα που μετρά στο σπίτι τα μακαρόνια και τις φακές , που φτιάχνει μερίδες συσσιτίου και τις σφιχτοδένει με μια τεράστια κόκκινη θλίψη. Κι όταν χτυπά η πόρτα της ,εύχεται να είναι μια φιλάνθρωπη επίσκεψη, να πατήσει ακόμα μια φορά επάνω στην αξιοπρέπειά της, μα να της χαρίσει τη συνέχεια. Και για το παιδί εκείνο, που πήγαινε σχολείο έγραψε κι ήταν το παντελόνι του δυο δάκτυλα πιο πάνω από τον αστράγαλο, μα η μέρα καμωνότανε πως δεν έβλεπε την ανάγκη που κατέβαινε πια ασυγκράτητη στους δρόμους.
Είπε να βάλει μια τελεία σε όλο αυτό που της παίδευε το μυαλό , μα προέκυψε μεγάλο ερωτηματικό. Πώς έγινε έτσι αυτός ο τόπος; Δίχως χρώματα, δίχως εποχές. Μόνο η θάλασσα έμεινε γαλάζια, για να μπορεί ακόμα να ταξιδεύει κάποιο όνειρο.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
Είπε να βάλει μια τελεία σε όλο αυτό που της παίδευε το μυαλό , μα προέκυψε μεγάλο ερωτηματικό. Πώς έγινε έτσι αυτός ο τόπος; Δίχως χρώματα, δίχως εποχές. Μόνο η θάλασσα έμεινε γαλάζια, για να μπορεί ακόμα να ταξιδεύει κάποιο όνειρο.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment