Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Και είπε ο Οκτώβρης: Γεννηθήτω πτώση. Και εγένετο πτώση. Έπεσε τότε βαρύ το φως κι ανέβηκε η νύχτα. Έπεσε κι η χορδή μιας ευαίσθητης φωνής κι ανέβηκε η σιωπή. Κι ακολουθώντας την τάση της εποχής έπεσαν και κάποια ευαίσθητα φύλλα που διψούσανε μια άνοιξη αειθαλή, μα ντύθηκαν βιαίως το φθινόπωρο κι απόμειναν πιο κίτρινα απ΄τη λύπη.
Αυτό το μαγαζάκι στην πάροδο της λεωφόρου το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Κι εκείνος πάλι από το δικό του πατέρα. Καφενεδάκι κλασσικό με τον καφέ στη χόβολη και τις φωτογραφίες της παλιάς πόλης να κοσμούν τους τοίχους σαν παράσημα μιας άλλης εποχής. Κάποτε έσφυζε από ζωή, ξεχείλιζε από συναθροίσεις, κουβέντες και συνάξεις φίλων και γνωστών. Μα τώρα οι θαμώνε ς λιγοστοί, κουρασμένοι , με μια θλίψη μόνιμη ίριδα στα μάτια.
Είναι που μπαίνει ένα φθινόπωρο βαρύ σαν αγωνία. Είναι που ο χειμώνας απειλεί με μόνιμη εγκατάσταση χωρίς ενοικιοστάσια και συμβόλαια , με τη δύναμη μόνο που δίνει η αίσθηση του ισχυρού. Και οι θαμώνες στο μικρό καφενεδάκι, μετρημένοι πια στα δάχτυλα, όπως μετρημένη έχει γίνει η σύνταξη, πιο μετρημένη η ζωή κι η προοπτική της. Και το όνειρο; Να΄τανε να σιγοψηνότανε κι αυτό στη χόβολη! Nα φούσκωνε και να μοσχομύριζε σαν ρόδο του Μαγιού ! Μα έχει βρει το αγιάζι παράθυρο ανοικτό την εποχή μας, τρύπωσε κι έσβησε βίαια τη φλόγα μιας χλομής προοπτικής!
Αυτό το μαγαζάκι στην πάροδο της λεωφόρου όσο πάει και αδειάζει. Και δεν είναι μόνο που χάνεται το πενιχρό έστω εισόδημα, όχι δεν είναι. Είναι πιότερο που μαζεύονταν εκεί ψυχές μοναξιασμένες , καρδιές μοναχικές που ζούνε πια με αναμνήσεις παρά με γεγονότα.
Η ζωή τους σαν όμηρος δεμένη στην καρέκλα του καφενέ, μα όλο και πιο χαλαρά τα σχοινιά κρέμονται σαν ο συνταξιδιώτης στην αγωνία πει μια καλημέρα κι ανοίξει την ψυχή του μπας και την ξαλαφρώσει από τις έγνοιες. Εκεί μοιράζεται ο πόνος, διπλασιάζεται η χαρά.
Γουλιά γουλιά η πίκρα κατεβαίνει και σαν νερό κρυστάλλινο σε εκείνα τα παλιά μα πεντακάθαρα ποτήρια ανεβαίνει η χαρά, η όποια χαρά, η ελάχιστη έστω που μοιάζει πιότερο με ασθενική αχτίδα παρά με γενναιόδωρο ήλιο μες στα γηρατειά. Εκεί, στην τελευταία στροφή του δρόμου, τα ελάχιστα γίνονται μέγιστα, τα ασήμαντα σημαντικά και η κάθε εισπνοή γίνεται ταχύτερη, βαθύτερη καθώς τελειώνει το οξυγόνο.
Και είπε ο Οκτώβρης: Γεννηθήτω φόβος. Και εγένετο φόβος. Και τα άσπρα κεφάλια πίνανε εκείνο το απόγευμα το στερνό καφέ στο καταφύγιό τους. Πέντε ψυχές όλες κι όλες με την καρδιά τους αποξηραμένη από τα τόσα που είδαν να γκρεμίζονται, από τα τόσα που είδαν να ανατρέπονται σ΄ένα νησί που πάλευε όλες τις ζωές τους να ορθοποδήσει και τελικά από στέρεη γη απέμενε εντός τους καρυδότσουφλο στις λογής λογής τρικυμίες των καιρών.
Και είπε ο χρόνος: Γεννηθήτω πίκρα. Και εγένετο πίκρα μεγάλη.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment