Γράφει η Πηνελόπη Γιώσα
Ένα βράδυ του χειμώνα, καθισμένη δίπλα στη ζεστασιά του τζακιού μου, βάλθηκα να ξεφυλλίζω τα παλιά μου άλμπουμ. Ήταν σαν να έκανα έναν απολογισμό της μέχρι τώρα ζωής μου, έναν ισολογισμό των ζημιών και των κερδών μου, των οφειλομένων και των δανείων που έδωσα στη ζωή. Εγώ κι η ζωή μου σε πρώτο πλάνο, κοιτώντας η μια την άλλη κατάματα, αλύπητα πρόθυμες κι οι δυο ν’ αρχίσει η μάχη, να δούμε ποια θα κερδίσει στο τέλος. Κοιτάω φωτογραφίες μ’ εμένα μωρό, παιδί, έφηβη, μεγάλο παιδί πια ενηλικιωμένο που διανύει την πιο δημιουργική και όμορφη δεκαετία του. Συγκίνηση με πιάνει κι άλλοτε δακρύζω, άλλοτε γελώ, άλλοτε πάλι στα χείλη μου σχηματίζεται ένα ελαφρό μειδίαμα. Τι ειρωνεία της τύχης! Οι φωτογραφίες μου είναι εδώ, ανελέητος κριτής των επιλογών και αποφάσεών μου, να μου θυμίζουν πρόσωπα και καταστάσεις που χάθηκαν στο χρόνο.
Ποζάρω με φίλους που στην πορεία της ζωής έγιναν ξένοι. Ποζάρω με ανθρώπους που τώρα πια έχουν χαθεί. Ποζάρω ξέγνοιαστη, αμέριμνη κι ανυποψίαστη σε στιγμές που, αλίμονο, θα κατέληγαν σε μικρές προσωπικές τραγωδίες… Κι όλα αυτά να εντυπώνονται στο έγχρωμο γυαλιστερό χαρτί. Κι αλήθεια πώς θα’ θελα να χωρούσα εκεί μέσα! Να χωνόμουν μέσα τους, να ξαναζούσα τις στιγμές μου κι ας μετάνιωνα μετά πικρά για όλα τα συμπαρομαρτούντα.
Πασχίζω να ξεχωρίσω μια φωτογραφία απ’ όλες όσες έχω. Αν κάποιος με ρωτούσε ποια είναι η αγαπημένη σου φωτογραφία και γιατί, αλήθεια τι θα του απαντούσα; Γι’ αυτό βάλθηκα να ψάχνω με το νου μου την πιο αγαπημένη μου φωτογραφία, αυτή που εκφράζει για μένα κάτι σημαντικό και βαθύ. Την απάντηση την είχα όση ώρα σκεφτόμουνα, δίπλα μου, ως συνηθίζεται άλλωστε συχνά… Η φωτογραφία η πιο αγαπημένη, η διαλεχτή της καρδιάς μου έστεκε κοντά μου, παρατεταγμένη δίπλα σε άλλες φωτογραφίες πάνω στη μαρμάρινη εξοχή του τζακιού, μέσα σε μια χρυσοποίκιλτη κορνίζα. Την κοιτώ με ευλάβεια.
Μια εικόνα, χίλιες λέξεις! Φωτογραφία λιτή που αρκείται σε δυο μικρά πρόσωπα, της αδερφής μου και το δικό μου όταν ήμαστε παιδιά. Εγώ στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου, μ’ εκείνο το κοντό καρέ κούρεμα της Κλεοπάτρας. Η αδερφή μου έβγαζε τα πρώτα της δοντάκια, τα μαλλιά της είχαν κοντά στον έναν χρόνο που άρχιζαν να πυκνώνουν στο όμορφο ασπριδερό κεφαλάκι.
Θυμάμαι πως ήταν μια απόφαση της στιγμής, καθώς κάναμε βόλτα στην αγορά με τη μαμά και τη θεία Φιλιώ. Πάντα της άρεσε της μαμάς να μας βγάζει φωτογραφίες, αγαπημένες εικόνες των παιδικών μας χρόνων. Μόλις είχαμε λάβει το καθιερωμένο χριστουγεννιάτικο δέμα από την Αμερική. Η θεία Μπέσσυ πάντα μας θυμόταν. Μας έστελνε όμορφα φορέματα, ζεστά κολεγιακά πουλόβερ και κάλτσες με δαντελένια φρου-φρου γύρω-γύρω.
Ντυμένα λοιπόν με αμερικάνικα πουλόβερ, πιάσαμε σφιχτά την παλάμη που μας κρατούσε προστατευτικά και οδηγηθήκαμε στον ειδικό. Εγώ, ως αντιδραστικό παιδί που ήμουν, κατσούφιασα, είχα αντιρρήσεις για τη φωτογράφιση αυτή. Δεν ήθελα, ντρεπόμουνα. Ήταν αυτή η αίσθηση της έκθεσης μπροστά στο φωτογραφικό φακό που ρουφούσε την ενέργεια και την παιδικότητά μας, την αγνότητα και την αθωότητα της παιδικής ηλικίας…
Μάταια ο φωτογράφος φώναζε να πάρουμε πόζα, να χαμογελάσουμε! Υπήρχε μια σιωπηλή συνωμοσία μεταξύ μας να μένουμε αδιάφορες μπροστά στις παρακλήσεις του. Η λύση δόθηκε τελικά μ’ ένα ασυνείδητο γύρισμα του κεφαλιού μου προς την αδερφή μου. «Εκεί», μου φώναξε ο φωτογράφος. «Στάσου εκεί». Αυτό ήταν! Φως, αστραπή και τέλος!
Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις… Κι οι δυο δίπλα-δίπλα, ήρεμες, γαλήνιες, παιδιά ακόμα, μες στο αραλίκι της πατρικής εστίας και της οικογενειακής στοργής. Δυο είναι οι λόγοι λοιπόν που αγαπώ αυτή τη φωτογραφία τόσο πολύ. Ο πρώτος είναι ότι αποτελεί σύμβολο της παιδικής μου ηλικίας, της αμεριμνησίας και της ανεπίστρεπτης αθωότητας. Κι ο δεύτερος λόγος προέκυψε ένα βράδυ, όταν η αδερφή μου, αυθόρμητα ενόσω βλέπαμε τηλεόραση, έκανε την εξής δήλωση σ’ εμένα και τη μητέρα: «Μακάρι να με αξιώσει ο Θεός να κάνω κάποτε το δικό μου σπιτικό. Και τότε τη φωτογραφία αυτή θα τη βάλω στο σαλόνι μου, σε μια πιο μεγάλη κορνίζα».
Πηνελόπη Γιώσα
No comments:
Post a Comment