Της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Τον λέγανε Δημήτρη και θα έπρεπε κανονικά να γιορτάζει τέτοια μέρα. Θα έπρεπε να είχε γεμίσει το σπίτι με ευτυχία, την καρδιά του με προσμονή και τα χέρια του με αγάπες. Μα η ερημιά του δρόμου τρύπωνε ίσια μες στην ψυχή του και την έκανε κάμπο χέρσο και άγονο, που καμιά ελπίδα δεν ήθελε να πρασινίσει. Αποφάσισε να αφήσει τις μισοσκότεινες παρόδους και να κατέβει μέχρι την παραλιακή λεωφόρο.
Εκεί, μες στον καλπασμό της μέρας , ίσως έβρισκε και λίγο φως για την άβυσσο της νύχτας του. Μα η σκληρή πραγματικότητα συνέχισε να του τρυπά μία μία τις αντοχές, να τις κάνει διάτρητες σιωπές και να τις πετάει εμπρός σε κάθε βήμα του σαν νάρκες σε άγνωστο πεδίο του μέλλοντός του.
΄Ενας γλάρος ήρθε και κάθισε απέναντι στη σκέψη του. Με τα λευκά του τα φτερά του χάιδεψε τη μνήμη. Πάντα του αγαπούσε ετούτη την ουδετερότητα του χρώματος. ΄Ισως γιατί μονάχα επάνω στο άσπρο μπορούσε να ζωγραφίσει ελεύθερα όλα τα χρώματα του κόσμου του. Λίγο πιο πέρα, ο Λευκός Πύργος, που δεν ήτανε πια λευκός, ίσως και ποτέ να μην ήτανε στα σκούρα χρόνια που τον έντυσαν, έπαιζε ασάλευτος το δικό του λογοπαίγνιο με την πίκρα του.
Μα πώς μπόρεσε εκείνη, η νιόνυφη χαρά του, σήμερα που η πόλη ολάκερη γιόρταζε κι έπρεπε να τραγουδάει κι αυτός μαζί της, παρελαύνοντας στη μακριά λεωφόρο της ευτυχίας, πώς μπόρεσε αλήθεια να του πετάξει κατάμουτρα τη μαύρη αλήθεια της, μιλώντας του-τι ειρωνεία- για το λευκό γάμο που έκανε, λέει, μόλις χτες μαζί του, ένα γάμο που δεν θα έπαιρνε ποτέ φωτιά από τη λάβα του έρωτα, μα θα σερνόταν για μέρες σαν πλαστική δεντροστοιχία σε μιαν άνοιξη που δεν θα άνθιζε ποτέ για τον δικό του κήπο!
΄Επιασε με το χέρι του σφιχτά το στήθος , μα το βέλος απ΄τα αιχμηρά της λόγια δεν μετακινήθηκε ούτε ένα χιλιοστό πιο αριστερά ή πιο δεξιά από τον πόνο του. Ένα τεράστιο φίδι, που το λέγανε Αλήθεια, είχε κουλουριαστεί εκεί από το προηγούμενο βράδυ και άφηνε πού και πού δηλητηριώδεις δαγκωματιές στον έρωτά του, στην αξιοπρέπειά του, στο Εγώ του, στην ύπαρξή του ολόκληρη.
Για τον άλλο, λοιπόν, έβαλε δίπλα του το λευκό της νυφικό, για τον άλλο του πούλησε υποσχέσεις σαν λευκή επιταγή, για τον άλλο που δεν της είπε ποτέ το Ναι, πήρε το δικό του Ναι και το έκανε σημαία εκδίκησης, ποδοπατώντας παντελώς της δική του θέληση, τη δική του αγάπη, διαγράφοντας κάθε τρυφερό συναίσθημά του, παραλείποντάς τον έρωτά του απ΄τη ζωή της σαν αμελητέα ποσότητα που δεν άξιζε καν να αναφερθεί.
«Και τώρα τι;» μουρμούρισε η θάλασσα απέναντί του. Κι ήτανε ξαφνικά τόσο γαλάζια εκεί στην αναχώρηση του Οκτώβρη, τόσο πολύ γαλάζια που αφάνισε όλα τα λευκά, του άνοιξε ένα καινούριο, χρωματιστό δρόμο ίσαμε την εκκλησιά του Αϊ-Δημήτρη.
Μπήκε μέσα, σταυροκοπήθηκε σαν κουρασμένος στρατοκόπος της αγάπης, έσκυψε, ασπάστηκε το μαρτύριο του Αγίου κι άφησε το δικό του μαρτύριο να το πάρει μακριά η ψαλμωδία μιας εκκλησίας που γιόρταζε ταπεινά τη μεγάλη, την αληθινή έννοια της Αγάπης!
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment