Monday, June 16, 2014

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Τριάντα ολόκληρα χρόνια, συλλογιζόταν, καθώς έδενε τη γραβάτα μπροστά στον καθρέφτη. Τι την ήθελε τη γραβάτα και παιδευόταν τόση ώρα με το δέσιμο; Την άφησε σε μια άκρη, κοίταξε το ρολόι του, είχε ακόμα αρκετό χρόνο. Νωρίς βάλθηκε να ετοιμάζεται. Πάντα ήθελε να έχει στη διάθεσή του περισσότερο χρόνο. Ένιωθε έτσι μια ασφάλεια, ένα έλεγχο σε οτιδήποτε απρόβλεπτο. 

Έξω ο Ιούνης δάκρυζε με φθινοπωρινούς λυγμούς. Λες και δίσταζε να ανοίξει ορθάνοικτη την πόρτα στο καλοκαίρι . Μέρα που διάλεξαν γι΄αυτή τη συνεστίαση! Κι ο καιρός ακόμα συνηγορούσε σε αυτή τη θλίψη που τον κατέτρωγε από την ώρα που πήρε την πρόσκληση. 

Τριάντα χρόνια μετά την αποφοίτηση από το Λύκειο, το παρόν ήθελε να επαναφέρει το παρελθόν. Κι όσοι χαθήκανε με τα χρόνια, όσοι τραβήξανε δρόμους παράλληλους που δεν συναντήθηκαν ποτέ, θα μπορούσαν τώρα να πάρουν μια μικρή στροφή και να βρεθούν σε μια γωνία αναμνήσεων. Θα’ τανε … κι εκείνη! Μαζί του! Με το πλουσιόπαιδο της τάξης. Με τον καλύτερο μαθητή. Με αυτόν που του πήρανε μηχανή οι γονείς του λίγο πριν την αποφοίτηση. 

Απρίλη είχε κλείσει τα δεκαοχτώ, Μάιο του την αγόρασαν και πηγαινοερχότανε στο σχολείο καμαρωτός. Κι ήτανε τόσο το μεγαλείο του επάνω στη σέλα που θάμπωσε κι εκείνη. Κι ας είχε μάτια που πνίγονταν μέσα όλα τα ναυάγιά του. Κι ας έκανε κρυφά τα βράδια όνειρα πως γινότανε μια μέρα μέγας και τρανός, ξέφευγε από τα χωράφια και τη στάνη των γονιών του, κατέβαινε στην πόλη με την καινούρια πια ζωή του, φανερωνόταν ξαφνικά μπροστά της και της έλεγε όσα κουβέντιαζε μονάχα με τα αστέρια. Όχι, δεν ήταν ένα παιδί που μέτραγε τα άστρα. 

Ήταν ένας νέος που ήθελε ο ίδιος να γίνει άστρο και να πέσει μια μέρα στην καρδιά της πραγματοποιώντας την πιο τρελή ευχή του: Να την έχει μια ζωή δίπλα του, κυρά της καρδιάς του και μοίρα του κόσμου του. Δεν πρόλαβε. Σπούδαζε στην Αθήνα όταν έμαθε τυχαία τον αρραβώνα τους. 

Εκείνος, το πλουσιόπαιδο της τάξης, εκείνη, η άριστη μαθήτρια με τον μπαμπά ανώτατο στέλεχος στην Τράπεζα και τη μαμά , κόρη σπουδαίου γιατρού, να ακολουθεί με επιτυχία τα βήματά του. Μια χαρά ταίριαξαν τα τζάκια τους. Η δική του, όμως, φωτιά φούντωσε και τον έκαψε καταμεσήμερο στην Πανεπιστημίου σαν άγονη βάτο χωρίς Θεού φωνή για μια αποκάλυψη του μέλλοντος.

Βάλθηκε ξανά να περνάει τη γραβάτα γύρω από το γιακά. Τα δάχτυλά του, τρεμάμενα, πασκίσανε να φτιάξουνε πάλι τον κόμπο. Του’ ρθε μάλλον μεγάλος και σκληρός. Αλλιώς γιατί πνιγότανε έτσι λες και υπέφερε από χρόνιο άσθμα συναισθήματος; Ω ναι, θα΄τανε κι εκείνη εκεί. Μια ώριμη πλέον κυρία, στο πλάι του επιτυχημένου, επιχειρηματία συζύγου της. 


Με τον αέρα της ευτυχίας να της σιγοπαίρνει τα μαλλιά και τις λέξεις. Ω ναι, εκεί θα ήταν, όμορφη όπως πάντα. Ποτέ δεν γερνάει και ποτέ δεν ασχημαίνει η αληθινή αγάπη. Μονάχα η απουσία της μεγάλωνε , διογκωνόταν, έπαιρνε μετά τη γραβάτα, την έκανε χοντρό σκοινί και την πέρναγε θηλιά γύρω από τη ζωή του. 

Σπαρτάρησε εκείνη στην εμμονή του, διεκδίκησε τη συνέχειά της. Ασυναίσθητα πέταξε πέρα τη γραβάτα, άνοιξε το παράθυρο, άπλωσε τα χέρια σαν ικέτης του ουρανού και αφέθηκε στην κάθαρση της σιγανής βροχής ενός Ιούνη που θα έπρεπε να είναι καλοκαίρι.

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

No comments: