Της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Κοίταζε τον Μάη να τρέχει με ροδοκόκκινα μάγουλα στους αγρούς και στους κήπους σαν μικρό σκανταλιάρικο αγόρι που του χαρίσανε ξαφνικά το αγαπημένο του παιχνίδι. Γύρω της η έκρηξη των χρωμάτων αγωνιζόταν παθιασμένα να διαλύσει τα δικά της μουντά χρώματα στην παλέτα της καρδιάς της. Μα το γκρίζο σαν απειλή βροχής γυρόφερνε στις ίριδες των ματιών και γινότανε σύννεφο που πάσκιζε να σκεπάσει κάθε προοπτική εαρινής ανάτασης.
Πότε άραγε έρχεται η άνοιξη σ΄ένα βαρύ και επίμονο χειμώνα; Ο αναστεναγμός της πέταξε απ΄τα στήθη της σαν ψαλίδισμα χελιδονιού, μα ήρθε και πάλι και κάθισε βαρύτερος λες και δεν έβρισκε άνεμο να τον φυσήξει μακριά απ΄το στέρνο της. ΄Οχι, δεν ήθελε να γυρίσει στο σπίτι.
Οι τέσσερις τοίχοι του γίνονταν κάθε μέρα πιο σκυθρωποί και τη μαλώνανε για τα μικρά όνειρα που κρατούσε ακόμα σε μια εσοχή της ελπίδας. Κι εκείνος, ο άντρας στη φωτογραφία ενός ξεθωριασμένου και άρρωστου γάμου, γύριζε σαν δήμιος μέσα στη σκέψη της και στραγγάλιζε ένα έρωτα κατάκοιτο, γέρο και ξεδοντιάρη, που την περιγελούσε για τις αλλοτινές νεανικές ευαισθησίες της. ΄Ομως κάποτε τα πράγματα ήταν αλλιώς.
Εκείνος μιλούσε με τους φθόγγους της αγάπης κι εκείνη του απαντούσε με τη μουσική της ερωτευμένης καρδιάς της. Μάη μήνα παντρευτήκανε, σ΄ένα μικρό και ρομαντικό ξωκλήσι, με τα τριαντάφυλλα να ξεχειλίζουν ζωή και τον αγέρα να ψιθυρίζει όρκους και δεσμεύσεις. Πάνε μόλις δυο χρόνια από τότε κι είναι σαν να΄χει περάσει η ζωή τους ολόκληρη από μια έρημο που τους άφησε διψασμένους και πεινασμένους, χωρίς το ψωμί της ζωής που θα έθρεφε τις μέρες και τις νύκτες τους και θα τις έκανε ευτυχία. Μπήκε ο δαίμονας της ζήλιας μέσα του κι από εραστής έγινε δυνάστης.
Η ομορφιά της που κάποτε λάτρευε και υμνούσε τώρα γινόταν καθημερινή αιτία για εντάσεις και καβγάδες. Οι εκρήξεις του αδικαιολόγητες. Οι αφορμές που τον παρακινούσαν ανυπόστατες. Γιατί εκείνη έβλεπε ακόμα τον Μάη στα μάτια του και θαμπωνόταν απ΄τους ανθούς του έρωτα και μάτια για άλλον δεν είχε. Μα σήμερα μάδησαν άξαφνα όλα τα πέταλα του Μαγιού κι έμεινε μέσα της κήπος ξηρός , γεμάτος με αγριόχορτα και αγκάθια. ΄Ητανε καλεσμένοι σε μια βάφτιση κι έβαλε ένα φόρεμα που της είχε δανείσει η αδερφή της.
Για δικό της ούτε λόγος. Δέκα μήνες άνεργη έσφιγγε γερά το ζωνάρι για να κάνει τις απαραίτητες οικονομίες. Κι ήταν εκείνο το φόρεμα σαν ανοιξιάτικο λιβάδι . Γεμάτο λούλουδα , που άρχιζαν από το ντεκολτέ και κατέβαιναν χαμηλά στον ποδόγυρο. Στάθηκε και κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και της φάνηκε πως ξαναγεννιόταν η μέρα εκείνη που με ένα ματσάκι ρόδα του Μαγιού την υποδέχτηκε στην εκκλησία.
Μα πίσω της πρόβαλε βλοσυρός εκείνος, κοίταξε τα γυμνά της μπράτσα, τις καλοσχηματισμένες γάμπες, το μπούστο που αναδεικνυόταν αριστοτεχνικά μέσα στο καινούριο φόρεμα και χωρίς λέξη καμιά σήκωσε το χέρι και το κατέβασε με ορμή πάνω στην τελευταία αντοχή της.
Κι ήταν λες αυτό το σύνθημα για να ανοίξει εκείνη την πόρτα και να αφήσει οριστικά πίσω της μιαν άνοιξη νεκρή. ΄Εξω ο Μάης εξακολουθούσε να μοιράζει απλόχερα τα ρόδα του σε όσους πίστευαν ακόμα στην ευωδιά και το χρώμα της ζωής.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment