Thursday, June 6, 2013

Οι επιδράσεις της οικονομικής κρίσης στα κυπριακά ΜΜΕ

Χαιρετισμός του Κυβερνητικού Εκπροσώπου κ. Χρήστου Στυλιανίδη
σε ημερίδα με θέμα: Οι επιδράσεις της οικονομικής κρίσης στα κυπριακά ΜΜΕ. Θα επιβιώσουν ο κυπριακός Τύπος και τα ιδιωτικά κανάλια;
Τι μπορεί να γίνει για τη σωτηρία τους;­
 
Φίλες και φίλοι εκπρόσωποι των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης,
Θέλω να σας ευχαριστήσω για την ευκαιρία να συμμεριστώ μαζί σας ορισμένες επιγραμματικές σκέψεις γύρω από το κρίσιμο ζήτημα που πραγματεύεται η σημερινή σας ημερίδα. Τα ζητήματα που συζητάτε σήμερα είναι κυριολεκτικά ζωτικά για το χώρο των ΜΜΕ αφού σχετίζονται με την ίδια την επιβίωση του Τύπου και το ξεπέρασμα της σημερινής πολύ δύσκολης συγκυρίας. Είναι φανερό ότι η οικονομική κρίση, που στην Κύπρο λόγω ιδιαίτερων συνθηκών είχε τις γνωστές τραγικές επιπτώσεις, ταλαιπωρεί με ένα ιδιαίτερα σκληρό τρόπο το χώρο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Κι αυτό όχι επειδή ο Τύπος, ένεκα της επιρροής που διαθέτει, έχει ανακηρυχθεί σε μια άλλη, ξεχωριστή από τις τρεις καθιερωμένες, εξουσία. Η ιδιαίτερη σημασία της κρίσης στον χώρο του Τύπου καθορίζεται από το γεγονός ότι τα ΜΜΕ έχουν αναδειχθεί σ’ έναν από τους ζωτικούς πυλώνες και θεσμούς της σύγχρονης δημοκρατίας. Κι αυτό όχι προς κολακία, αφού οι ευθύνες που συνοδεύουν το γεγονός αυτό είναι πολύ μεγαλύτερες από τα τυχόν δικαιώματα ή και προνόμια, ακόμη.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η πολύ δύσκολη οικονομική συγκυρία που περνά ο τόπος μας έχει επιδεινώσει τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν όλοι οι κλάδοι, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του τομέα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Όμως θα ήταν μια σκόπιμη παραγνώριση της πραγματικότητας, αν όχι εθελοτύφλωση, να αρνηθούμε το γεγονός ότι κρίση στον Τύπο προϋπήρχε σε κάποιο βαθμό της παρούσας φάσης της οικονομικής κρίσης. Πριν η οικονομική κρίση επηρεάσει αναπόφευκτα και τα Μέσα Ενημέρωσης, άλλες ραγδαίες εξελίξεις στο χώρο άρχισαν να δείχνουν σημάδια κάποιας κρίσης που έχει σχέση με το χαρακτήρα, τους στόχους και τις ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις στο χώρο της επικοινωνίας.

Έχει σημασία λοιπόν να δούμε σε τι συνίστατο αυτή η κρίση που ενδημούσε εδώ και κάποιο διάστημα στα ΜΜΕ στην Κύπρο, όπως και παγκοσμίως. Το θέμα εντοπίζεται κατά τη γνώμη μου σε ένα είδος υπαρξιακής κρίσης ή σε μια κρίση αξιοπιστίας που σχετιζόταν με αυτή. Αν θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε κάποιες από τις πτυχές της κρίσης που ενέσκηψε στο χώρο των Μέσων Ενημέρωσης θα μπορούσαμε να παραθέσουμε, σίγουρα όχι εξαντλητικά, τα ακόλουθα που άλλαξαν αισθητά το εκδοτικό/δημοσιογραφικό τοπίο:

Μια από τις βασικές αλλαγές των τελευταίων χρόνων ή και περισσότερο, αν δούμε ευρύτερα τη διεθνή κατάσταση ήταν η συγκέντρωση των ΜΜΕ σε όλο και λιγότερα χέρια, σε όλο και λιγότερους και μεγαλύτερους «ομίλους» και η περιθωριοποίηση των παραδοσιακών εκδοτών. Επιχειρηματίες εισήλθαν δυναμικά στον εκδοτικό χώρο και αυτό αναπόφευκτα άλλαξε την όλη εικόνα άρδην γιατί ο τρόπος που αντιμετώπιζαν το λειτούργημα ήταν σίγουρα διαφορετικός. Με τα συν και τα πλην του. Η μετατόπιση αυτή του κέντρου βάρους της δημοσιογραφικής και εκδοτικής δουλειάς ήταν τόσο σημαντική και γρήγορη που χωρίς καμία διάθεση επίκρισης, είναι σαφές ότι δημιούργησε μια κρίση στον τομέα, όπως δημιουργεί η κάθε μεγάλη αλλαγή.

Δεύτερο βασικό αίτιο για την κρίση που προϋπήρχε είναι η μετακίνηση του «παραδοσιακού» κοινού των εφημερίδων, αρχικά προς τα ηλεκτρονικά μέσα (ραδιόφωνο, τηλεόραση) και αργότερα στα νέα Μέσα. Στα πολυμέσα που άνθησαν με τις τρομακτικές καινοτομίες στην τεχνολογία της πληροφορίας. Αυτό συνέβαλε και στην αλλοίωση του καθαρά «δημοσιογραφικού προϊόντος». Τα «δημοσιογραφικά προϊόντα» δημιουργούνται πλέον όχι με γνώμονα την ενημέρωση του κοινού και την αύξηση των αναγνωστών αλλά την προσέλκυση διαφήμισης.

Παράλληλα, στρεβλωτικά φαινόμενα που παρουσιάζονται στο χώρο της οικονομίας, όπως η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος εις βάρος της πραγματικής οικονομίας, εισάγονται και στο χώρο των ΜΜΕ. Παράλληλα προς τα bonus των τραπεζιτών εισέβαλαν στο χώρο των Μέσων, σχετικά υπερβολικές αμοιβές σε «ονόματα» της δημοσιογραφίας, ιδιαίτερα στο χώρο των ηλεκτρονικών μέσων. Το ίδιο και η δημιουργία δημοσιογράφων-προϊόντων με υπέρογκες αμοιβές. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι, παράλληλα με την οικονομική και τη φούσκα των ακινήτων, αλλά και άλλες που υπήρξαν κατά καιρούς, δημιουργήθηκε με τον τρόπο αυτό και μια «δημοσιογραφική φούσκα». Κεφάλαια πλεονάζοντα στο πολύ διογκωμένο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα βρήκαν επενδυτική διέξοδο σε τοξικές επενδύσεις, μέρος των οποίων ήταν στο χώρο των πολυμέσων.

Εξελικτικά, ο αριθμός των εφημερίδων, των περιοδικών, των ραδιοφωνικών και των τηλεοπτικών σταθμών ξεπέρασε κατά πολύ τις ανάγκες αλλά και τις αντοχές, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει, του κοινωνικού συνόλου, άρα και τις δυνατότητες στήριξής τους. Την ίδια στιγμή, οι μεγάλες αυξήσεις στα λειτουργικά έξοδα, σε χαρτί και υποδομές, οδηγούσε στην πλήρη εξάρτηση των ΜΜΕ από τη διαφήμιση και επέτειναν την κρίση αξιοπιστίας τους. Σε αυτά, να προσθέσουμε ότι τα ΜΜΕ έχαναν σιγά-σιγά έναν από τους βασικούς τους λόγους ύπαρξης: τον έλεγχο της εξουσίας. Από την άλλη, η πρωτοφανής έκρηξη στη ροή πληροφοριών, αυτή η τεράστια αύξηση της αναγνωσιμότητας του όγκου των πληροφοριών, προκάλεσε λιγότερη ζήτηση στο καθαυτό προϊόν των ΜΜΕ, που είναι η είδηση. Με σαφώς μειωμένο τον ενημερωτικό και ελεγκτικό τους ρόλο, τα ΜΜΕ κινδυνεύουν να καταστούν ένας ακόμα παρασιτικός τομέας της οικονομίας.

Και σαν να μην έφταναν αυτά, είχαμε κι έναν τρόπον τινά εσωτερικό εμφύλιο των Μέσων, με τα έντυπα να δέχονται μιαν ανηλεή επίθεση από τα ηλεκτρονικά. Η κρίση αξιοπιστίας των ΜΜΕ και της δημοσιογραφίας οδήγησε στη μείωση των πωλήσεων των εντύπων και στην αύξηση της θεαματικότητας της (δωρεάν, ούτως ή άλλως) τηλεόρασης. Σε κάθε περίπτωση επρόκειτο για ένα μη εποικοδομητικό ανταγωνισμό που είχε ως παρενέργειες την παροχή προσφορών, τα ένθετα περιοδικά των κυριακάτικων φύλλων με την πληθώρα διαφημίσεων, που σε τελική ανάλυση αποδείχθηκε ότι ήταν εις βάρος του δημοσιογραφικού προϊόντος και της ειδησεογραφικής ύλης. Ήταν η υπερβολική αύξηση του αριθμού των Μέσων (νέα έντυπα, νέοι ραδιοσταθμοί, νέα κανάλια) που οδήγησε σε συγκυριακή, εκρηκτική αύξηση της ζήτησης νέων δημοσιογράφων αλλά και τη δημιουργία υψηλόμισθων «τηλεαστέρων».

Οι ενώσεις των δημοσιογράφων σε αρκετές περιπτώσεις δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν αυτές τις κατακλυσμιαίες εξελίξεις και έμειναν πίσω από αυτές, αποκτώντας νέους αντιπάλους όπως την online δημοσιογραφία που έφερε νέα ήθη στο χώρο, αλλά και πρωτόγνωρους όρους εργασίας. Η έλλειψη επιμόρφωσης γύρω από τις φοβερές τεχνολογικές εξελίξεις στο χώρο των επικοινωνιών επιδείνωσε τη θέση όσων δημοσιογράφων ή συγκροτημάτων, δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν και να υιοθετήσουν τις νέες μεθόδους. Οι ίδιοι δημοσιογράφοι με ευθύνη δική τους, των ενώσεών τους, του εκπαιδευτικού συστήματος και των εργοδοτών τους είναι αναγκαίο να εκπαιδευτούν στη χρήση των νέων τεχνολογιών και των Νέων Μέσων. Αυτός είναι ένας απαραίτητος όρος αν θέλουν να επιβιώσουν σ’ αυτό το πολύ ανταγωνιστικό πεδίο.

Από την άλλη, τα Μέσα Ενημέρωσης θα πρέπει να κατανοήσουν και να αξιοποιήσουν τη διαφορά ανάμεσα στην μονόδρομη και την αμφίδρομη επικοινωνία. Πρέπει να αξιοποιήσουν τη βάση των αναγνωστών τους δημιουργώντας δικές τους κοινότητες αμφίδρομης επικοινωνίας. Γιατί πλέον, εκτός από το υποκείμενο των ΜΜΕ, τους ιδιοκτήτες και τους δημοσιογράφους, άρχισε σιγά-σιγά να αλλάζει και το αντικείμενο των Μέσων, ο αποδέκτης τους. Οι σημερινοί αναγνώστες, ακροατές, τηλεθεατές, οι χειριστές των μπλοκ και μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι πλέον πολύ πιο ενημερωμένοι και πολύ πιο απαιτητικοί. Στο νέο δεδομένο της αμφίρροπης επικοινωνίας δεν δέχονται πλέον να καθοδηγούνται από τα Μέσα αλλά θέλουν να «ελέγχουν» τα Μέσα. Έχουν τη δυνατότητα να μετακινηθούν σε άλλες πηγές όπου θα βρουν πιο έγκαιρες και έγκυρες πληροφορίες. Μπορούν κάθε στιγμή να κρίνουν και να συγκρίνουν. Ο χρήστης μπορεί με ένα κλικ να πετάξει σε πολλές ομάδες πληροφοριών και να ελέγξει την ορθότητά τους.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι η πολιτεία, το κράτος και το κάθε κράτος έχουν σαφώς περιορισμένο πεδίο δράσης. Δεν το λέγω αυτό για να αποσείσω ευθύνες. Είναι αντιληπτό ότι η δύναμη και η παγκοσμιότητα του διαδικτύου περιορίζει τη δυνατότητα παρεμβάσεων των εθνικών πολιτικών. Ακόμα και η παρέμβαση για κατοχύρωση των πνευματικών δικαιωμάτων και της πνευματικής παραγωγής στο διαδικτυακό χώρο, που εξελίσσεται σ’ ένα σύνθετο και δύσκολο θέμα προς ρύθμιση, δεν μπορεί να γίνει από τα μεμονωμένα κράτη αλλά μέσα από την περιφερειακή, ευρωπαϊκή ή και διεθνή παρέμβαση.
Αγαπητοί εκπρόσωποι των ΜΜΕ,
Εσείς περισσότερο από τον καθένα γνωρίζετε ότι το ξεπέρασμα των κρίσεων στους επιμέρους επαγγελματικούς κλάδους εξαρτάται από το ξεπέρασμα της συνολικής οικονομικής κρίσης και όχι μόνο. Είναι ένα έργο δύσκολο, επίπονο και επίμονο. Θα απαιτηθεί η αλληλοκατανόηση, η συναίνεση και συνεργασία όλων μας.

Προπαντός, χρειάζεται ένα αίσθημα συλλογικής ευθύνης. Αφού αποκατασταθεί κλίμα σταθερότητας και εύρυθμης λειτουργίας στον τραπεζικό τομέα, ως απαραίτητη προϋπόθεση επανεκκίνησης της οικονομίας και της επιχειρηματικής δραστηριότητας, θα χρειαστεί η σκληρή εργασία όλων μας, η επίδειξη αυτοπειθαρχίας αλλά και φαντασίας, προκειμένου να βγούμε από τη σημερινή οδυνηρή πραγματικότητα, όχι όμως για να επανεύρουμε τους παλιούς, καλούς ή κακούς εαυτούς μας. Αυτό φρονώ ότι δεν είναι δυνατό να γίνει ούτως ή άλλως. Παράλληλα, δεν είναι η ώρα της αναζήτησης ευθυνών και αλληλοκατηγοριών. Είναι η ώρα της συνυπευθυνότητας και της συνεργασίας. Έχουμε τη σθεναρή άποψη ότι, παρά τις βάσιμες απογοητεύσεις μας, το καλύτερο περιβάλλον για να αντιμετωπίσουμε τις σημερινές προκλήσεις παραμένει το ευρωπαϊκό πλαίσιο. Εκτός του ότι θα συναντήσουμε την απαραίτητη οικονομική αλληλεγγύη, έστω κι αν αυτή συνοδεύεται με επαχθείς όρους, ταυτόχρονα εξασφαλίζουμε ένα σταθερό πολιτικό πλαίσιο, χωρίς το οποίο τα κυρίαρχα και νόμιμα δικαιώματα μας θα επιχειρηθεί να αμφισβητηθούν.

Φίλες και φίλοι,
Πρόσφατα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε την ευκαιρία να ακούσει απευθείας από την ηγεσία της Ένωσης Συντακτών όσα με εμβρίθεια του ανέλυσε για τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο χώρος, στο πλαίσιο και της οικονομικής κρίσης. Η Κυβέρνηση δεν αρκείται στην απλή διαπίστωση και κατανόηση των ζητημάτων, αλλά δόθηκαν διαβεβαιώσεις που δημιουργούν προσδοκίες από την αξιοποίηση κοινοτικών προγραμμάτων προς όφελος ανέργων δημοσιογράφων. Στο πλαίσιο του Προγράμματος Απασχόλησης και Κατάρτισης ανέργων πτυχιούχων επιδιώκεται η ένταξη των άνεργων πτυχιούχων δημοσιογράφων στα μέτρα που έχουν εξαγγελθεί για επανεκκίνηση της οικονομίας. Εξάλλου, εργοδότηση δημοσιογράφων θα επιδιωχθεί και στο πλαίσιο του Προγράμματος Απασχόλησης Ανέργων, δηλαδή της κρατικής επιδότησης της πρόσληψής τους από την εργοδοτική πλευρά. Μέτρα ενίσχυσης των ΜΜΕ, θα αναζητηθούν και μέσω των Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων Στήριξης, τα οποία θα επεξεργάζεται το Γραφείο Προγραμματισμού.

Η ικανοποίηση που εξέφρασε η ηγεσία της Ένωσης Συντακτών θα φροντίσουμε όλοι οι εμπλεκόμενοι να μην αποδειχθεί αβάσιμη ή προσωρινή. Εκφράσαμε την αμοιβαία επιθυμία να μείνουμε σε στενή επαφή ώστε να βλέπουμε τα δεδομένα και να επεξεργαζόμαστε μέτρα που θα μας κάνουν πρακτικούς και αποτελεσματικούς. Η στήριξη μας προς το δημοσιογραφικό κόσμο θα είναι σίγουρα άνευ όρων αλλά όχι και άνευ ορίων. Η δυσμενής, αντικειμενική οικονομική πραγματικότητα, από μόνη της, μάς επιβάλλει κάποια όρια στην εκδήλωση της κρατικής αρωγής. Εκτός αυτού, υπάρχουν ως γνωστόν και πανευρωπαϊκές οδηγίες που απαγορεύουν τη χρηματική στήριξη των ΜΜΕ για ευνόητους λόγους. Το ζητούμενο, θεωρώ, είναι να σκεφτούμε όλοι δημιουργικά πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση κατά τέτοιο τρόπο που τα ΜΜΕ να εξέλθουν ισχυρότερα και καλύτερα από την κρίση. Επιβάλλεται να αναζητήσουμε από κοινού τους τρόπους εκείνους ώστε τα όποια διαθέσιμα μέσα-και δεν είναι πάρα πολλά- να καταστούν όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά.

Τελειώνοντας, φίλες και φίλοι, επιτρέψετε μου, ως ελάχιστο φόρο τιμής προς έναν ξεχωριστό άνθρωπο που όλοι τιμούμε γιατί λάμπρυνε το χώρο της δημοσιογραφίας, τον Ανδρέα Χριστοδουλίδη, να αναφερθώ σε δύο μικρά αποσπάσματα από την πολύ υψηλού επιπέδου διάλεξή του σε εκδήλωση του ΚΥΠΕ, λίγο πριν από τον πρόωρο θάνατό του. Αφού παρατήρησε ο Ανδρέας Χριστοδουλίδης ότι «ο δημοσιογραφικός λόγος είναι λόγος δημοσίου συμφέροντος, γιατί παίζει σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ενημέρωση των πολιτών και βοηθά στην ικανοποιητική άσκηση των δικαιωμάτων και των δημοκρατικών τους υποχρεώσεων. Είναι λόγος συναινετικός αλλά και διαμεσολαβητικός μεταξύ των διαφόρων εξουσιών, μεταξύ της πραγματικότητας και του δέκτη, ένας δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των δημοκρατικών θεσμών», σημείωσε ο Ανδρέας Χριστοδουλίδης σε σχέση με την κρίση: «Η κρίση είναι δεδομένη. Οι αλλαγές εμφανείς. Ο δημοσιογραφικός λόγος αλλάζει. Η γραφή γίνεται πολυμεσική, πιο πλούσια, πιο αναλυτική, πιο εξατομικευμένη. Αλλά παράλληλα οι πηγές και απόψεις για το ίδιο θέμα πολλαπλασιάζονται. Για να αντιμετωπιστεί η κρίση στο χώρο των ΜΜΕ προωθούνται συνεργασίες, ενοποιήσεις, κοινοπραξίες, διάφορες μορφές συνεταιρισμών...».


Αγαπητοί φίλοι
Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι ως πολιτεία είμαστε έτοιμοι για κάθε συνεννόηση και συνέργεια μαζί σας ώστε να ξεπεράσουμε τόσο την κρίση στον τόπο μας όσο και την κρίση στον Τύπο. Έτσι, το λειτούργημα του δημοσιογράφου θα μπορέσει να επιτελέσει την πραγματική του αποστολή και τον υψηλό του ρόλο.

Θα μελετήσουμε με προσοχή τις διαπιστώσεις της πολύ σημαντικής αυτής ημερίδας και θα είμαστε σε επαφή για να προχωρήσουμε από τις σωστές διαπιστώσεις στις ορθές εκείνες ενέργειες που θα επιτρέψουν σε όλους όσοι βρισκόμαστε σε θέση που μπορεί να συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος να κοιτάζουμε στα μάτια τον πολίτη με αξιοπρέπεια.
Εύχομαι κάθε επιτυχία.
Χρήστος Στυλιανίδης
31 Μαΐου 2013

1 comment:

Γιώργος Πήττας said...

Η Πολιτεία οφείλει να κάνει δύο αυτονόητα:

1. Να θεσπίσει και να επιβάλλει (Δια ροπάλου) πραγματικούς κανόνες fair play στα ιδιωτικά ΜΜΕ και,

2. Να προστατεύσει, να καλλιεργήσει, να αναπτύξει την Δημόσια Ραδιοτηλεόραση με καινοτόμο και τολμηρό πλαίσιο που να διέπεται από την εξασφάλιση της Αξιοκρατίας.

Η Δημόσια Ραδιοτηλεόραση πρέπει να είναι στο απόλυτο Κέντρο τόσο της ενημέρωσης όσο και της διάδοσης του Πολιτισμού- με την ευρεία έννοια.