Saturday, February 16, 2013

Περισσότερα φώτα!

Γράφει η Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου


Το σούρουπο είχε πάρει τα πιο σκοτεινά του χρώματα παραμάσχαλα κι απρόσκλητο εισέβαλλε στα σαλόνια με τις σκέψεις σαν αράχνες να τριβελίζουν τα ανήσυχα μυαλά.  Ένας μικρός φωτεινός διάδρομος είχε απομείνει στη μέση του δωματίου, ακριβώς απέναντι από το μεγάλο παράθυρο κι εκεί έσυρε τα βήματα και την ψυχή της.

Σήμερα έκλεινε τα εβδομήντα εφτά. Ο αριθμός έφτανε τρομακτικός στη σκέψη της. Ανελέητος, βιαστικός ο χρόνος , πέρασε ανύποπτα επάνω από τις μέρες της και τώρα έστεκε με θλίψη απέναντι στο  τέρμα. Άξαφνα, άκουσε ένα ηχηρό γέλιο, φερμένο λες από το παρελθόν. Η κοπελίτσα εκείνη που έστεκε απέναντί της είχε κάτι γνώριμο αλλά και ξένο ταυτόχρονα. Τη λέγανε Πηνελόπη, όπως κι εκείνη. Τι σύμπτωση! Φορούσε ένα καλοκαιρινό ροζ φουστάνι με φαρδιά ζώνη στη μέση και είχε τα μαλλιά της πιασμένα σε μια όμορφη αλογοουρά. Σκυμμένη στη ραπτομηχανή της, έραβε ασταμάτητα και τραγουδούσε ταυτόχρονα ένα μελωδικό τραγούδι για τον έρωτα. Κι ύστερα μπήκε βαρύς ο πατέρας της, ξερόβηξε για να καθαρίσει τη συνείδησή του κι ανακοίνωσε το συνοικέσιο με τον Παρασκευά, το γιο ενός έμπορα από το Πάνω Χωριό. Έσκυψε εκείνη στη μοίρα της κι αφέθηκε στα άτσαλα χέρια του Παρασκευά.

Μετά το γάμο, πιάσανε ένα σπίτι στην πόλη, άνοιξε εκείνος ένα μαγαζί, έβαλε μπρος κι εκείνη το ράψιμο και σαν ήρθαν απανωτά τα δυο παιδιά, τίποτα δεν άφησαν να τους λείψει. Στο σπιτικό τους ήταν πάντα γεμάτα τα ντουλάπια, μα τα βράδια άδειαζε τόσο πολύ η ψυχή της, που άκουε μια φωνή βαθιά μέσα της, να κλαίει για όσα δεν ήρθαν. Βαρύς κι αμίλητος ο Παρασκευάς, ποτέ του δεν κατάφερε να ανοίξει ένα παράθυρο στο ερωτικό όνειρο ενός κοριτσιού, που το λέγαν Πηνελόπη και περίμενε μια Τροία να τελειώσει το μακελειό της και να στείλει κοντά της, αργοπορημένο, μα πάντα εραστή της Ιθάκης του, ένα θαρραλέο Οδυσσέα.
Κόντευε πια τα σαράντα. Η ροζ κορδέλα στα μαλλιά της είχε ξεθωριάσει  και ξεφτίσει τόσο πολύ, που έμοιαζε πια με κουρέλι ζωής. Και τότε χτύπησε ένα πρωί το ραβδάκι της η μοίρα επάνω στο βράχο της προσμονής της κι έβγαλε νερό και μύρο να πλύνει όλες τις ξηρές αναμονές της.

Στο κατώφλι της ζωής φάνηκε ο Αντρέας. Ήτανε γύρω στα τριάντα πέντε  και είχε ανοίξει το μπακάλικο στη γειτονιά. Από την πρώτη μέρα την κοίταξε με τα γελαστά του μάτια, της μίλησε ίσια στην ψυχή με λέξεις μελωμένες. Λέξεις που έρχονταν κατευθείαν από τη χώρα του έρωτα και  που ποτέ δεν άγγιξαν τα χείλη του Παρασκευά. Άνοιξε τότε εκείνη την εξώθυρα και τον έμπασε κρυφά και παράνομα μες στη ζωή της. Με τύψεις και φόβο στην αρχή. Με πιότερο θάρρος στη συνέχεια.

Ώσπου δεν άντεξε ετούτη τη διπλή ζωή, παραμέριασε φόβους και ντροπές και ζήτησε την ανατροπή. Τα παιδιά της, έφηβοι πια, δεν τη συγχώρεσαν ποτέ. Ο Παρασκευάς την κοίταξε μόνο κεραυνοβολημένος, της έδειξε έπειτα την πόρτα και την άφησε να δρασκελίσει τις φωτιές που άναψε στο διάβα του ο έρωτας.
Η αγκαλιά του Αντρέα ήταν γλυκόπικρο πιοτό. Ποτέ δεν μπόρεσε να φτάσει ως τον πάτο της ευτυχίας και να σκουπίσει με την ανάστροφη του Πρέπει όλα τα Θέλω της. Υπήρχε πάντα μια μικρή ενοχή,  κρυμμένη ακόμα και στις πιο μεγάλες ευτυχίες της.  Μια κραυγαλέα συνείδηση που την ξεκούφαινε τις ώρες της σιωπής. Μα  βάδισε αποφασιστικά μες στην επιλογή της, αποδεχόμενη την περιφρόνηση των δικών της ως το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για την κλεμμένη ευτυχία της.

Παιδιά με τον Αντρέα δεν έκανε. Στείρος από γεννησιμιού του, έκρυψε το πρόβλημά του μες στον έρωτα που της πρόσφερε απλόχερα. Μα κοντά του τα χρόνια διάβηκαν ρηχά, σαν δέρμα που έπρεπε να αλλάζει κάθε τόσο για να προσαρμόζεται στις δικές του διαθέσεις. Κι όταν η νιότη σάλπισε υποχώρηση , όταν τα χέρια της σκέβρωσαν από την άσπλαχνη φθορά του χρόνου, είδε τον Αντρέα ένα πρωί να απομακρύνεται, τη ζωή της όλη να γκρεμίζεται και όλα όσα έχτιζε στην άμμο  απερίσκεπτα για χρόνια, να καταρρέουν μπρος στη μεγάλη του φυγή.
 
Ο Αντρέας αιώνιος κυνηγός του πάθους, πέρασε από τις Σειρήνες με ορθάνοικτα τα αυτιά, δίχως να δέσει στο κατάρτι ένα σώμα που λαχτάραγε τον πόθο. Και σαν του τραγούδησε γλυκά η νιότη και το σκέρτσο μιας τριαντάχρονης σειρήνας, λησμόνησε την  Πηνελόπη και βάλθηκε να κυνηγά τους απαγορευμένους καρπούς της γοητείας. Πολύ γρήγορα τα μάζεψε και έφυγε από το σπίτι, σήκωσε κι όσες οικονομίες είχανε από κοινού στην τράπεζα, έβαλε μπρος το διαζύγιο κι άρχισε εκεί κοντά στα εξήντα μια καινούργια ζωή, που πολλοί την κατέκριναν , μα περισσότεροι την ζήλεψαν,  κρυφά και φανερά, σαν είδαν δίπλα του την τριαντάχρονη πέτρα του σκανδάλου.

Μόνη περπάτησε για χρόνια. Μια προσπάθεια επαναπροσέγγισης με τα παιδιά της έπεσε με εκκωφαντικό ήχο στο κενό. Μόνο βρισιές και κατάρες δεν άκουσε. Αποδιοπομπαίος τράγος, κλείστηκε στο κενό της. Και κάθε μέρα βούλιαζε περισσότερο σε μιαν άβυσσο, που δε φώτιζε πια καμία σπίθα προοπτικής. Όχι, δεν το μπορούσε πια τόσο σκοτάδι.

Άναψε ένα, ένα τα φώτα του σαλονιού, ένα, ένα τα αρωματικά κεριά, μα η νύχτα δεν έλεγε να σβήσει.   Το φεγγάρι πήρε όλα του τα άστρα αγκαλιά  και κίνησε για τον πιο βαθύ του ύπνο.  Κι εκείνη  έμεινε όρθια,  στη μέση του σαλονιού, εκλιπαρώντας για μια  αχτίδα εξιλέωσης.  Έγειρε προς τον καναπέ, λύγισε τα γόνατα, ακούμπησε σαν στήριγμα τα χέρια προς το μέλλον. 

Επαίτης μιας ζωής που δεν ερχόταν, ενός παρελθόντος που την τυραννούσε με την επίμονη φλυαρία  του. «Φώτα, περισσότερα φώτα, παρακαλώ», ψιθύρισε  κι απόθεσε στη νύχτα το στερνό της μοιρολόι. 

Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου


 


No comments: