Αν μπορούσε να ζωγραφίσει την ψυχή του, μόνο
στο γκρίζο και στο μαύρο θα κατέφευγε. Ο χρόνος που πέρασε από τότε, απ΄τ’
αναπάντεχο, δεν ήρθε σαν γιατρός. Και καμιά ψυχοθεραπεία δεν μπόρεσε να
τον κάνει να σκάψει βαθιά μέσα στο είναι
του και να βρει και πάλι τη χαμένη
δυναμική του.
Ανθρωποκτονία εξ αμελείας, τέσσερα χρόνια
φυλάκιση με αναστολή, ισόβια σκιά χωρίς καμιά επιείκεια δικαστηρίου της ζωής.
Το΄βλεπε ξανά και ξανά εμπρός του. Το άψυχο
κορμάκι του μοναχογιού του κάτω απ΄τις
ρόδες του αυτοκινήτου του, σαν έκανε βιαστικός την όπισθεν εκείνο το μοιραίο
πρωί. Τα υπόλοιπα ήρθαν, σωστός τυφώνας, στη μέχρι τότε καλοκουρδισμένη ζωή του. Η
γυναίκα του τον εγκατέλειψε , τη δουλειά του την εγκατέλειψε εκείνος, ανήμπορος πια να συγκεντρωθεί στα λογιστικά
της επιχείρησης . Κλείδωσε το σπίτι που στέγασε για πέντε μόνο χρόνια μια
μελλοθάνατη ευτυχία, μετακόμισε με λιγοστά έπιπλα στο εργαστήρι ζωγραφικής, που
κρατούσε στην αποθήκη του πατρικού του κι εκεί μέσα έκλεισε την παλέτα των
συναισθημάτων του: Πόνος, θλίψη, οργή, μα πάνω απ΄όλα μια κόκκινη, κοφτερή τύψη
, που του κατέτρωγε νύχτα και μέρα τα
σωθικά.
Ο ψυχοθεραπευτής του ήταν απόλυτος: « Κοιτάζετε τα πάντα πίσω από ένα τζάμι και
διστάζετε να γευτείτε και πάλι τη ζωή. Βλέπετε,
μα δεν αγγίζετε και στην ουσία δε ζείτε. Μην ανησυχείτε όμως. Μαζί θα
βρούμε ξανά το νόημα της ύπαρξής σας».
Λόγια, πολλά λόγια που πέφταν στο κενό της
μοναξιάς του. Πώς βγαίνει κανείς από τα τάρταρα, σαν τον διώκουνε αμείλικτες οι
Ερινύες; Και πώς σπάει ο φταίχτης το τζάμι τούτο , για ν ‘αγγίξει τη ζωή , σαν
έχει τα χέρια βαμμένα στο αίμα ενός
αθώου, ανυποψίαστου παιδιού;
Κλείστηκε στο μικρόκοσμό του και μοναχά σαν
βράδιαζε και πέφτανε οι ίσκιοι, άφηνε για λίγο το καταφύγιό του κι έβγαινε
στους δρόμους που άδειαζαν, περπατώντας σκυφτός, χαμένος πάντα στις σκέψεις
εκείνες που γίνονταν ακίδες και του ξεσκίζαν παρελθόν και μέλλον.
Κάποια στιγμή πίστεψε πως θα μπορούσε να βάψει
το μουντό ουρανό που τον σκέπαζε, με λίγα χρώματα απ΄τη μεγάλη αγάπη του για τη
ζωγραφική. Έστησε ξανά τον καμβά, μάζεψε τα σύνεργα και τις μπογιές του.
Μα το χέρι έτρεμε πιότερο απ΄την καρδιά
του. Και τα χρώματα, που άλλοτε τον γέμιζαν χαρά, τώρα φάνταζαν ξένα και
παράταιρα στα χέρια του. ΄Εμεινε ο καμβάς του άγραφος, βουβός. Και τα λόγια του
ψυχοθεραπευτή συνέχισαν να βομβαρδίζουν ένα κατατρεγμένο, άμαχο κι
ανυπεράσπιστο πληθυσμό ενοχών.
« Είναι
απολύτως φυσιολογικό αυτό που αισθάνεστε, αλλά παροδικό. Το πένθος, το κάθε
πένθος χρειάζεται το χρόνο του. Να δείτε. Πολύ γρήγορα θα παρηγορηθείτε. Είστε
ένας νέος, ταλαντούχος άνθρωπος, που έτυχε απλώς να σημαδέψει τη ζωή του με ένα
τραγικό περιστατικό. Μα η ζωή έχει μεγάλη δύναμη και κατορθώνει πάντα σαν
ισχυρός μαγνήτης να μας έλκει προς τη συνέχειά της».
Σταμάτησε τις επισκέψεις ψυχοθεραπείας,
αφέθηκε πιότερο στην απομόνωσή του. Μοναδική του απόδραση το μεγάλο εκείνο
τζάμι στο εργαστήριό του. Χοντρό, ηχομονωτικό, του επέτρεπε να έχει απεριόριστη
θέα στο δρόμο και στην κίνησή του. Ναι, μπορούσε να βλέπει και να μη
συμμετέχει, να παρακολουθεί και να μην αναμιγνύεται. ΄Ενας καλόβολος θεατής,
που καθόταν με τις ώρες μπροστά στη ζωή
των άλλων ,μηδενίζοντας σταδιακά τη δική του.
Εκείνο το απόγευμα στήθηκε όπως πάντα στο
ασφαλές παρατηρητήριό του. Απ΄το μικρό συνοικιακό μπακάλικο απέναντι, μια
γυναίκα βγήκε φορτωμένη με τις σακούλες της. Δεξιά κι αριστερά της, γαντζωμένα
στις άκρες του φορέματός της, δυο παιδιά, ένα κορίτσι γύρω στα πέντε κι ένα
αγόρι λίγο μικρότερο. Προσπαθούσε εκείνη να ισορροπήσει ανάμεσα στα ψώνια και
στα παιδιά, μα εκείνα όλο και της ξεφεύγανε εδώ κι εκεί και κάνανε του κεφαλιού
τους. ΄Αφηνε τότε τις σακούλες στο έδαφος κι έσκυβε πότε προς τη μεριά του
αγοριού, πότε του κοριτσιού, να τα περιμαζέψει.
Τους είδε να φτάνουν στην άκρη του δρόμου κι
εκείνη να προχωρά, με το κορίτσι ν΄ακουμπά στη μια σακούλα με τα ψώνια. Μα το
αγόρι κοντοστάθηκε να χαζέψει ένα σπουργίτι κι ύστερα έκανε μεταβολή και
τ΄ακολούθησε ως το στρίψιμο, εκεί που άρχιζε ο μεγάλος δρόμος. Είδε μονάχα το
κεφάλι της να γυρίζει προς τα πίσω με
αγωνία, σαν κατάλαβε πως το αγόρι της δεν ήταν στο κατόπιν της.
Και τότε, μυστήριο πράγμα, λες και
θρυμματίστηκε το τζάμι του, φτάσαν στ΄αυτιά του όλες οι σιωπηλές κραυγές της
αγωνίας της , αναστατώσανε τη μνήμη του, απενεργοποίησαν τη ναρκωμένη θέλησή
του. Σε μισό μόνο λεπτό ήταν στο δρόμο. ΄Ετρεξε προς το στενό, που΄δε να
στρίβει το αγοράκι. Ευτυχώς δεν είχε προλάβει να πάει μακριά. Μόνο που περπατούσε καταμεσής του
δρόμου. Κι εκείνη την ώρα ένα μικρό φορτηγό ερχόταν προς τη μεριά του , τη στιγμή που το αγόρι
έσκυβε κάτω από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, ψάχνοντας για το σπουργίτι.
Το αίμα έτρεξε πιο γρήγορα στις φλέβες του κι
έβαλε φτερά στα χέρια και στα πόδια του. ΄Αρπαξε το έκπληκτο αγόρι στην αγκαλιά
του , έκανε μεταβολή, βάδισε γρήγορα προς τη μάνα του, τ’ ακούμπησε στα χέρια της. Πρόλαβε να διαβάσει στα μάτια της την
ανακούφιση, προτού χωθεί και πάλι στο ερημητήριό
του. Στάθηκε ξανά πίσω απ΄το τζάμι του.
«Η ζωή
έχει τη δύναμη σαν ισχυρός μαγνήτης να μας έλκει προς τη συνέχειά της», άκουσε
σαν ηχώ τα λόγια του ψυχοθεραπευτή του.΄Ενα τριανταφυλλί χρώμα βγήκε απ΄την καρδιά
του και κάθισε, ίδιο με χαμόγελο, στον καμβά που περίμενε τα χρώματα.
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου
2 comments:
πολύ ωραίο!!!
Excelente!
Emocionante!
•.¸¸✿⊱╮¸¸.•
Boa semana!
Post a Comment