Wednesday, July 11, 2012

Στενού βαθμού απόγνωση

Eλένης Αρτεμίου Φωτιάδου

Το σαλόνι ασφυκτιούσε απ΄τα πολλά λουλούδια και τ’ ασταμάτητα  σούρτα φέρτα. Οι μυρωδιές ξεχύνονταν απ΄την κουζίνα και φτάναν μέχρι τα καλντερίμια και τις γειτονικές αυλές. Μαζεύονταν τότε οι περιέργειες να σχολιάσουν τα συμβάντα.

«Σήμερα θα βρεθούνε οι συμπέθεροι , σήμερα καπάκι κι οι αρραβώνες, ε»;
«Είδες άμα είναι καλότυχος ο άλλος; Ούτε εξάμηνο δεν την πηγαινοφέρνει ο λεγάμενος κι έρχεται κι επισήμως.»

Επισήμως μέσα στήνονταν τα κρυστάλλινα σερβίτσια επάνω στα λευκά τραπεζομάντιλα ,που΄χε φέρει ένα καλοκαίρι η γιαγιά Ευάνθη απ΄το ταξίδι της στη Βενετία. Κι η …καλότυχη, η Μαρίνα του ξυλέμπορου Λεωνίδα και της ιδιοκτήτριας μπουτίκ Πόπης , ετοιμαζόταν εν μέσω πολλών ευχών να υποδεχτεί τον νυμφίο. Τον αγαπούσε τον Ηλία κι ας γνωρίζονταν πολύ λίγο καιρό οι δυο τους. ΄Ετυχε να βρεθούν σε κοινές παρέες, πολύ δε θέλει το πεπρωμένο ν΄ανάψει και να φουντώσει. Απ΄την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους, εκεί στο « χαίρω πολύ», κάτι πετάρισε μες στις ματιές τους, φτερούγισε ύστερα και καλοκάθισε στα όνειρά τους. Κι απόψε εκείνος ερχόταν με τους γονείς του, για τα περαιτέρω που επέβαλλαν οι νόμοι της κοινωνίας.

Στις οκτώ  βασίλευε ο ήλιος κι ανέτελλε το μέλλον του ζευγαριού σαν πύρινος, ελπιδοφόρος δίσκος. Στις οκτώ και πέντε το κουδούνι του σπιτιού χτύπησε δυνατά  όπως κι η καρδιά της Μαρίνας.  Οι γονείς,   η γιαγιά κι η μέλλουσα νύμφη  πήραν θέση στο σαλόνι ,φορώντας το πιο λαμπερό τους χαμόγελο κι η κυρία Πόπη έδωσε το σύνθημα του καλωσορίσματος. ΄Εσπευσε η Ασιάτισσα οικιακή βοηθός ν΄ανοίξει διάπλατα την πόρτα, για να εισέλθει η ευτυχία.

Πρώτα διάβηκε το κατώφλι μια τεράστια ανθοδέσμη με κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Πίσω της ξεπρόβαλε ο Ηλίας, με τη συστολή και το τρακ που επιβάλλουν αυτές οι περιστάσεις. Και πιο πίσω η μάνα κι ο πατέρας , με ύφος απροσδιόριστο. Το μοναχογιό τους δίνανε, όσο να΄ναι μια επιφύλαξη καραδοκούσε στη γωνία για τις επιλογές του Ηλία τους.

Μα σαν παραταχτήκανε τα δυο στρατόπεδα στη μέση του σαλονιού κι ο Ηλίας έψαξε με το ερωτευμένο βλέμμα του τη μορφή της αγαπημένης του, μια φωνή ακούστηκε , που κάλυψε το καρδιοχτύπι του.
«Εσύ; ….Εδώ, στο σπίτι μου …εσύ»;
 
Και τούτη η απορία, που είχε την ένταση αποστροφής κι αποδοκιμασίας μαζί , έβγαινε απ΄το στόμα της μέλλουσας πεθεράς του κι έφτανε σαν βέλος φαρμακερό  στην ίδιά του τη μάνα, που δεν άργησε ν’  ανταποδώσει τα πυρά.
«E  όχι, αυτό είναι απ΄τα  πιο κακογραμμένα δεφτέρια της μοίρας. Κι ήταν ανάγκη να πέσει επάνω μας, Θεέ μου; Εκεί που νόμιζα πως ξεμπέρδεψα με  σένα και ησύχασα! Πάμε, Ηλία»!

΄Εκανε μεταβολή, έτοιμη να παρασύρει μαζί της και το γαμπρό, μα εκείνος, με την ανθοδέσμη ακόμη στο χέρι, ακινητοποιήθηκε στη μέση εκεί  του σαλονιού, κοίταξε πρώτα θαρρετά τη Μαρίνα  κι ύστερα  ζήτησε εξηγήσεις. 

Και πέσαν τότε εκείνες σαν όξινη βροχή απ΄το στόμα και των δύο υποψήφιων συμπεθέρων. Πρώτες ξαδέρφες η μητέρα  του κι η Πόπη, απ΄των μανάδων τους τη μεριά , ανύπαντρες όταν ήτανε ακόμα κι  οι δυο, φτάσανε στα άκρα  για ένα κτήμα, κληρονομιά από κάποιο θείο  στην ξενιτιά. Στα χέρια πιαστήκανε, βούκινο γίνανε , για μέρες πολλές είχε να κουτσομπολεύει η μικρή κοινωνία του χωριού τα καμώματά τους. Καμιά τελικά δεν το απέκτησε, μια και  το κτήμα βρέθηκε υποθηκευμένο στις τράπεζες  και ξεπλήρωσε, έτσι,  τα χρέη του μετανάστη θείου. Το μίσος, όμως, φύτρωσε ανάμεσά τους , τις αποξένωσε εντελώς και συνέχισαν τη ζωή τους λες και δεν υπήρχε η μία για την άλλη.

Και να που τώρα τα παιδιά τους, αποκομμένα απ΄τις οικογενειακές συγκεντρώσεις , ανυποψίαστα για τη συγγένεια, με τον έρωτα να παίζει τα δικά του παιχνίδια, διεκδικούν το μερίδιό τους από μια ζωή, που στέκει πια άβουλη μπροστά τους. Δεύτερα ξαδέρφια  σου λέει, στενού βαθμού  η συγγένεια, πώς προχωρά κανείς μπροστά σε  τέτοια αποκάλυψη;
Αλληλοκοιτάζονται  με ένταση οι ξαδέρφες, σταυροκοπιέται  με κατάνυξη  η γιαγιά Ευάνθη  κι ένας φόβος ,κίτρινος σαν φθινοπωρινό φύλλο, πέφτει βαρύς ανάμεσα στις σκέψεις των δυο ερωτευμένων.
 
Μα η αγάπη έχει προλάβει να γενεί κεντίδι μες στο λευκό, βενετσιάνικο τραπεζομάντιλο και κρόσσι που τρεμοπαίζει χαδιάρικα στην άκρη κάθε δισταγμού. Κοιτάει ο Ηλίας τα βουρκωμένα μάτια της Μαρίνας, αφήνει κάτω τα τριαντάφυλλα, την τραβάει κοντά του, αυτήν το μυρωμένο  τριαντάφυλλο της ζωής του. Η πρότασή του ξεκάθαρη. Προχωράνε με τον αρραβώνα , γρήγορα και με το γάμο και δεκάρα δε δίνει για τις κληρονομικές διαφορές και για τη συγγένεια. Φτάνει να είναι μαζί με τη γυναίκα της ζωής του. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως…

«Σημαίνει πως…»; αγωνιά η μάνα του.
«Τι άλλο θα μας έβρει;» αναστενάζει κι η κυρία Πόπη.
Μα εκείνος, σφίγγει πιότερο το χέρι της αγάπης του και προχωρά με βήματα σταθερά,  μέσα στο μέλλον του. 

Αν είναι τα  βιολογικά παιδιά το θέμα, αν υπάρχει κίνδυνος να γεννηθούν με προβλήματα λόγω αιμομιξίας, υπάρχουν πολλά άλλα παιδιά στον κόσμο, που θα μπορούσαν, μέσω υιοθεσίας, να συμπληρώσουν την οικογένειά του με τη Μαρίνα. Φτάνει να το θέλει κι η ίδια, φτάνει να΄ναι μαζί . 

Και σταματά κοιτάζοντας μόνο εκείνη στα μάτια, ενώ στη σάλα έχει πέσει η σιωπή μιας ηλεκτρισμένης αναμονής. Η Μαρίνα τον κοιτάζει με την ίδια παθιασμένη θέληση στο βλέμμα. Είναι κάποιοι δρόμοι που δεν έχουν επιστροφή. Τέτοιος είναι κι ο δικός της με τον Ηλία. Του δίνει  αποφασιστικά  και τ΄άλλο της χέρι, μαζί κι ολάκερη τη ζωή της.
Eλένη Αρτεμίου Φωτιάδου

No comments: