Tuesday, February 16, 2010

Μεσημβρινές Συνευρέσεις

Γράφει η
Ναταλία Ιωαννίδου
Από τη Λευκωσία

Μεσημβρινές Συνευρέσεις
Συγγραφέας: Εύα Στάμου
Εκδόσεις: Μελάνι
Οπισθόφυλλο:

Δεν ξέρει τ όνομά μου, δεν ρώτησε ποτέ. Τις νύχτες με φωνάζει «Έσθερ». Η προφορά του είναι βαριά, μάλλον γερμανική, μα μεταξύ μας μιλάμε πάντα στη γλώσσα μου. Ανάβει τσιγάρο και μου το δίνει. Καπνίζω μόνο όταν είμαστε μαζί. Ο καπνός πλημμυρίζει το χώρο, θαμπώνει τα μάτια μου. Ώρες αργότερα, όταν κοιμηθεί, θα μείνω ξάγρυπνη να παρατηρώ το πρόσωπό του, ν αφουγκράζομαι τη βαριά αναπνοή του, περιμένοντας. Σύντομα, εφιάλτες θα ταράξουν τον ύπνο του, «Έσθερ» θα φωνάξει, «Έσθερ» και τα χέρια του θα αναζητήσουν το κορμί μου στο σκοτάδι. «Έσθερ» κι ύστερα σιωπή. Πριν κοιμηθούμε δίπλα δίπλα, κρατημένοι από το χέρι, πριν κάνουμε έρωτα, θα βγάλουμε τα ρούχα μας και τρέμοντας θα σταθούμε ο ένας απέναντι στον άλλο, όπως κάθε εβδομάδα. Ενώ θα με πλησιάζει, δάκρυα θα γεμίσουν τα μάτια μου, θα λιμνάσουν για λίγο στις κόχες τους κι ύστερα βουβά θα κατρακυλήσουν στο λαιμό μου. Θα με κοιτάξει έντονα μία μόνο στιγμή πριν αρχίσει να λέει με τη βραχνή, ραγισμένη φωνή του: «Το σώμα σου είναι ένας χάρτης...».

Στα διηγήματα της συλλογής Μεσημβρινές Συνευρέσεις, η Εύα Στάμου, με βλέμμα διαπεραστικό και όλες τις αισθήσεις της σε επιφυλακή, εξερευνά τα όρια του ερωτισμού, τα κίνητρα, την πρακτική και τις συνέπειές του. Είτε ως μέσο προσέγγισης του άλλου, είτε ως έξοδος κινδύνου από το σκοτεινό εγώ, η σεξουαλικότητα αποδίδεται στις μικρές αυτές ιστορίες με λόγια απλά, χαμηλόφωνα και μέσα σε ένα μεσημβρινό ημίφως, πίσω από παράθυρα κλειστά. Η ερωτική πράξη γίνεται ένας τόπος, στον οποίο οι επισκέπτες προσέρχονται ο καθείς με τις αποσκευές του: την ελπίδα, το φόβο, την αγάπη, καταστάσεις που ενώνουν κάποτε τους ανθρώπους σε «αυτά τα περίεργα δικέφαλα πλάσματα», όπως λέει κάπου ο Τσαρλς Μπουκόφσκι για τους εραστές.Οκτώ διηγήματα για τη σαρκική επαφή, τη φαντασίωση και την απελπισία.Οκτώ διηγήματα για τον έρωτα, για την ανάγκη, για τη μοναξιά.

Οι «Μεσημβρινές Συνευρέσεις» είναι το πρώτο βιβλίο της Εύας Στάμου που διάβασα. Το βιβλίο είναι μικρό σε μέγεθος, 145 σελίδες, ευκολοδιάβαστο και τολμηρό μαζί. Η Εύα Στάμου τολμά και περιγράφει μέσα από τα οκτώ διηγήματα του βιβλίου τις σεξουαλικές επαφές, τη μοναξιά, την ανάγκη των ανθρώπων να ακουμπήσουν την ελπίδα τους σε κάποιο δικό τους σε μια ιδιαίτερη φάση της ζωής τους. Τις περισσότερες φορές αυτό γίνεται χωρίς χρώμα και άρωμα … ακόμα και η ερωτική πράξη γίνεται καθαρά από ανάγκη!

Ο τρόπος γραφής της συνδυάζει ρεαλισμό και πρόκληση! Δύσκολος συνδυασμός. Καταπιάνεται με στοιχεία της καθημερινής ζωής και παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα πολύ διαφορετικό τρόπο σκέψης .... θα έλεγε κανείς, πως τον καλεί να απελευθερωθεί από κάτι ... να βιώσει διαφορετικές εμπειρίες ….Φαντάζομαι πως η συγγραφέας ταυτίζει την πένα της με τις εμπειρίες της ως ψυχοθεραπεύτρια. Προσωπικά, νιώθω ότι η ίδια εμπνέει εμπιστοσύνη γιατί αγαπά το αντικείμενό της! Παρατηρεί τους πρωταγωνιστές των ιστοριών της από απόσταση. Είναι μακριά τους για να μπορούν να κινούνται άνετα στο χώρο, αλλά είναι και τόσο κοντά τους μη τύχει και κρυώσουν!

Οι ήρωες των διηγημάτων του βιβλίου κυκλοφορούν σε πολυσύχναστα μέρη και συνεχώς ψάχνουν να βρουν αυτό το κάτι που θα δώσει φως στη μοναξιά και τους φόβους τους, προσπαθούν να ανακαλύψουν την ταυτότητά τους μέσα από πράγματα και γεγονότα που ποτέ δεν θα τολμήσουν να διεκδικήσουν.

Οκτώ διαφορετικές ιστορίες που μιλούν για τη σαρκική επαφή, τη μοναξιά, την ανικανότητα των ανθρώπων να εκφραστούν. Οι φόβοι, οι ανησυχίες, τα αισθήματα ενοχής και οργής, τα πάθη των σύγχρονων ανθρώπων γίνονται αναπόσπαστο μέρος του βιβλίου.

Ο Χάρτης
Ø Ποτέ δεν πηγαίνω με όμορφους άντρες, ποτέ δεν θα τολμούσα να αποκαλύψω αυτό το σώμα μπροστά στην υπεροπτική ματιά ενός καλοφτιαγμένου αρσενικού. Ο άντρας που είναι μαζί μου απόψε είναι ένας άντρας κουρασμένος από τη ζωή, από αυτούς που δεν κοιτάς δεύτερη φορά. Τη νύχτα που τον γνώρισα τριγύριζε στα σοκάκια γύρω από το σταθμό σαν αδέσποτο σκυλί.

Ø Κάθε πρωί που ξυπνώ συναρμολογώ τον εαυτό μου. Χτενίζομαι, βάφω το πρόσωπο μου, φοράω στηθόδεσμο και κορσέ κομματιάζοντας το κορμί μου σε μικρές θελκτικές καμπύλες, σε υποταγμένες επιφάνειες. Κάθε πρωί που ξυπνάω στολίζομαι με κοσμήματα, βάζω αρώματα, ανεβαίνω σε ψηλά τακούνια, δημιουργώ αυτό που θέλω να βλέπουν οι άλλοι. Καλύπτω την αλήθεια της σάρκας κι επιλέγω μιαν αλήθεια δική μου, τροποποιώ τον εαυτό μου, διαλύω και ξαναφτιάχνω την εικόνα μου σύμφωνα με τη διάθεση και τις αντοχές της ημέρας. Τα σημάδια μου, τα παράσημά μου τα κρατώ μόνο για μένα, τ’ αγγίζω τις νύχτες κουρνιασμένη στο μόνο μου κρεβάτι.

Ø Οι γυναίκες αυτές, οι μικρές βασίλισσες που περπατούν δίπλα μου, οι τόσο διαφορετικές από μένα, μου μοιάζουν μόνο εξωτερικά. Οι ζωές μας, το παρελθόν και το μέλλον μας δεν έχουν τίποτα κοινό. Τα κορμιά μας, γυμνά, χωρίς τα ρούχα που τα καλύπτουν, είναι τόσο διαφορετικά, όσο και αυτά που είναι ικανά να καταφέρουν. Το σώμα μου κρατιέται στη ζωή με χάπια και μηχανήματα, τα δικά τους έχουν την ικανότητα να φέρνουν στον κόσμο καινούριες ζωές. Τα σώματά τους προκαλούν δέος, το δικό μου προκαλεί οίκτο.

Ø Το σώμα το κουβαλάω σαν φορτίο, ένα βάρος ξεκομμένο από μένα, μια αποσκευή που δεν γίνεται ν’ αποχωριστώ. Είναι ένα κομμάτι ύλης με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που μεταβάλλονται τόσο ώστε να μην αφήνει στους άλλους αμφιβολίες ότι πρόκειται για την ίδια μορφή. Είναι ένας καθρέφτης διαθέσεων, αισθήσεων και συναισθημάτων, μια ταυτότητα ώστε να μ’ αναγνωρίζουν. Το σώμα μου είναι ένας χάρτης..... Είμαι το αποτέλεσμα του χρόνου που έχω χρησιμοποιήσει, όπως αυτό μορφοποιείται στο κορμί μου.

Ø Αυτό που έχει σημασία είναι να επανερχόμαστε στην αρχική μας θέση!

Ø Κυλά η ώρα χωρίς ν΄ αλλάζει τίποτα. Ο χρόνος μοιάζει με βαρύ, αμετακίνητο τείχος – αδύνατο να τον σπρώξω, αδύνατο και ν’ ακυρώσω την ύπαρξη του. Το μυαλό μου έχει τόσο κουραστεί που έχω χάσει σκοπό και νόημα. Το κορμί μου έχει τόσο τυραννιστεί που δεν βρίσκω τη δύναμη να αντισταθώ σ’ αυτά που θα ακολουθήσουν. Ξυπνάω κάθε μέρα σ’ έναν κόσμο εχθρικό, δυσνόητο. Ζω κι αναπνέω περιφέροντας θλιμμένα την ίδια στοιχειωμένη αντανάκλαση. Στην ιδρωμένη χούφτα μου σφίγγω το μπουκαλάκι με τα χάπια.

Ø Προσπαθώ να παραμείνω στο ρόλο του παρατηρητή, αν και αυτό που πραγματικά θέλω είναι να ζήσω, είναι η εμπειρία, η ουσία των πραγμάτων κι όχι το περίβλημά τους, όχι το πετσί της πραγματικότητας, αλλά το γλυκό, μαλακό κέντρο της καθημερινότητας που θα μου επέτρεπε να βυθιστώ χωρίς σκέψεις στις μικρές, επαναληπτικές κινήσεις που φτιάχνουν μια ζωή.

Το ρίσκο
Ø Άρχισε να μιλάει και κάποια στιγμή, για να δώσει έμφαση σ’ αυτά που έλεγε, έβγαλε τα μαύρα γυαλιά και κάρφωσε τη φίλη της, κάνοντας παύση. Είχε όμορφα καστανά μάτια, πυκνές βλεφαρίδες, μα το βλέμμα της καθρέφτιζε μια περίεργη στέρηση, μιαν απουσία.

Ø Τα πρώτα χρόνια της σχέσης μας, στη Μάρω άρεσε να της μιλώ για το κορμί της, να της εκφράζω το θαυμασμό και την επιθυμία μου με κάθε τρόπο. Με το πέρασμα των χρόνων, αυτού του είδους οι συζητήσεις περιορίστηκαν στις αγωνιώδεις ερωτήσεις της αν είχε πάρει κιλά, αν έδειχνε κομψή με κάποιο φόρεμα που μόλις είχε αγοράσει, αν την έβρισκα ακόμα ποθητή, αν την προτιμούσα από γυναίκες πιο αδύνατες και πιο νέες. Σπάνια έδινε σημασία στις απαντήσεις μου, συνήθως μ’ έκοβε απότομα και με δύσπιστο ύφος έκανε κάποιο σαρκαστικό σχόλιο για το σώμα της, τα ρούχα της, το δικό μου γούστο.

Μεσημβρινές συνευρέσεις
Ø Βρεθήκαμε κατά τις δύο σ’ ένα καφενείο ανάμεσα στην Αμερικής και την Κολιάτσου, στην πλατεία Καραμανλάκη. Ήπιαμε δυο μπίρες και κάναμε μερικά τσιγάρα χωρίς να μιλάμε μεταξύ μας. Εγώ ξεφύλλιζα ένα περιοδικό ποικίλης ύλης κι ο Δημήτρης συζητούσε με τον σερβιτόρο που ήταν γνωστός του από παλιά. Γύρω στις τρεις κοίταξε το ρολόι του και μου είπε ότι ήταν ώρα να πηγαίνουμε, «Αυτή» είπε, «είναι η πιο κατάλληλη στιγμή» γιατί μεσημεριάτικα η πελατεία θα ήταν σύμφωνα με την πείρα του περιορισμένη και δεν α δημιουργούσαμε πρόβλημα στα κορίτσια.

Ø Όταν ήμουν δεκαεφτά, είχα πάει ένα μεσημέρι μετά το σχολείο στο σπίτι μιας συμμαθήτριάς μου, της Ράνιας, για φαγητό. Η Ράνια ήταν μια ψηλή, παχιά κοπέλα με βαμμένα ξανθά μαλλιά. Φορούσε κραγιόν και μάσκαρα από τα δεκατρία και τα περισσότερα κορίτσια απέφευγαν τη συντροφιά της εκτός σχολείου. Τ’ αγόρια και οι νεαροί καθηγητές των Μαθηματικών και της Γυμναστικής ήταν όλο πειράγματα και γέλια μαζί της κι η Ράνια ανταποκρινόταν με νάζια και πονηρά βλέμματα. Κάποιος μου είπε ότι η μάνα της ήταν πόρνη πολυτελείας κι ότι διατηρούσε οίκο ανοχής στο Κολωνάκι με πελατεία τον καλύτερο κόσμο της Αθήνας. Ο πατέρας της είχε πεθάνει όταν η Ράνια ήταν πιτσιρίκα.

Ø Ποτέ δεν πλήρωνα για τα ναρκωτικά που χρησιμοποιούσα. Είχα ό,τι μου έκανε κέφι χωρίς να μου ζητά κανείς το αντίτιμο. Είχα μάθει από μικρή ότι οι άλλοι μου χρωστούσαν όταν τους καταδεχόμουν. Δηλαδή όσοι δεν ήταν όπως εγώ, όσοι δεν ανήκαν στον κύκλο μου. Αυτό το έμαθα στο ιδιωτικό σχολείο που μ’ έστειλαν οι γονείς μου. Τα πράγματα στην ζωή ήταν απλά. Το τίμημα το πλήρωνε πάντα εκείνος που είχε τα λιγότερα, εκείνος που είχε κάτι ν’ αποδείξει. Όσο περισσότερα έχεις – σε χρήμα, γνώσεις, γνωριμίες, εμφάνιση – τόσο λιγότερο χρειάζεται να ξοδέψεις για τους άλλους.

Μ΄ αυτό περνούν όλοι οι πόνοι
Ø Η πόρτα μου χτυπά μία μόνο φορά, ντροπαλά, κι ακούω τη γυναίκα που στέκεται πίσω της να βήχει. Σηκώνομαι και ανοίγω – πάντα το κάνω αυτό, αν και θα μπορούσα να πω απλώς «εμπρός, περάστε παρακαλώ», ξέρω όμως ότι ο πάγος σπάει ευκολότερα όταν με θεωρούν προσιτή.

Ø Ήμουν θυμωμένη μαζί του και του το έδειχνα με κάθε τρόπο, δεν το πίστευα ότι θα με άφηνε μόνη μ’ ένα μωρό. Του μιλούσα άσχημα, δεν τον άφηνα να μ’ αγκαλιάσει και να με φιλήσει, γκρίνιαζα από το πρωί ως το βράδυ. Δεν τον βοήθησα καθόλου σου λέω, πίστεψε με, είμαι ένοχη. Πώς μπόρεσα να δείξω τόση κακία, πως μπόρεσα;

Ø «ζήσε τον πόνο σου. Σταμάτα να προσπαθείς να το ξεπεράσεις. Κλάψε, ξέσπασε, αφέσου στη θλίψη. Μην προσπαθείς, αφέσου». Η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να μειώσει τα χάπια για ν’ αρχίσει διαδικασία του πένθους, και της το λέω. Η γνώμη μου είναι ότι δεν έχει κατάθλιψη κι ότι βιώνει τον πόνο της απώλειας, αλλά δεν αναφέρω τίποτα γι’ αυτό, δεν θέλω ν’ αμφισβητήσω τη γνωμάτευση του ψυχιάτρου.

Ø Σηκώνομαι από τη θέση μου, την πλησιάζω και στέκομαι απέναντί της. Αν δεν φορούσα τακούνια θα είχαμε το ίδιο ύψος. Τη διαβεβαιώνω ότι θα περάσει. «Το πένθος» της λέω, «είναι ένας δρόμο μοναχικός, μια πορεία κυκλική, επαναληπτική, που διαρκεί απροσδιόριστο διάστημα κι έχει ως μοναδικό σκοπό την επιστροφή. Ξέρω ότι πονάς, ξέρω πως η απουσία της αγαπημένης μορφής είναι αβάσταχτη. Δεν θα ξεχάσεις ποτέ, μα στο τέλος της διαδρομής σε περιμένει ο εαυτός σου».

Η ηχώ
Ø Σε τέτοιες περιπτώσεις, μια παράξενη κούραση κατέβαλλε το κορμί του, μια κούραση που άγγιζε τα όρια της εξάντλησης. Το σώμα του αρνιόταν να τον υπακούσει και να συνεχίσει να λειτουργεί φυσιολογικά κάτω απ’ την πίεση των συναισθημάτων. Συνήθως φαντασιωνόταν ότι έβριζε ή ακόμα και ότι ξυλοκοπούσε το αντικείμενο του θυμού του χωρίς φόβο ή ηθικούς ενδοιασμούς και κατάφερνε να δικαιωθεί. Στην πραγματικότητα σπάνια εξέφραζε ανοιχτά την επιθετικότητά του. Είχε βρε πιο αποδεκτούς τρόπους για να ξεσπάει: την αδιαφορία, την επιτηδευμένη ευγένεια, την αποστασιοποίηση, την ειρωνεία και, εν τέλει, τη διακοπή της επαφής.

Ø Στα χρόνια που είχαν ζήσει μαζί είχε πάει πολλές φορές με άλλους. Του άρεσε το σεξ με νέους ανθρώπους, του άρεσε ο τρόπος με τον οποίο άλλαζε ο ίδιος συμπεριφορά ανάλογα με την περίσταση και τον ερωτικό σύντροφο, του άρεσε να ξέρει ότι είναι επιθυμητός. Κάθε νέο κορμί που χάιδευε, φιλούσε, διαπερνούσε, ήταν ένα ταξίδι σε μια άγνωστη γη που κατάφερνε εν μέρει να κατακτήσει, έστω να επισκεφτεί, μια απόδραση από τη δική του περιορισμένη χώρα.

Ø Ο Μίλτος δεν θεωρούσε την ομοφυλοφιλία του θέμα το οποίο έπρεπε να συζητήσει και ν’ αναλύσει .... «Στο έργο μου» είπε ο Μίλτος, «οι αναφορές σε gay χαρακτήρες γίνονται με φυσικότητα, χωρίς επιτήδευση ή διάθεση να διδάξω, να παιδαγωγήσω, να σοκάρω το κοινό. Στα μυθιστορήματά μου η ομοφυλοφιλία δεν συνδέεται με την αμαρτία, δεν παρουσιάζεται σαν κάτι βρόμικο και διεστραμμένο, αλλά σαν επιλογή»

Ø Ο Μίλτος δεν τόλμησε ν’ αντιδράσει, ν’ αντικρούσει τα ψέματα που διέδιδε εις βάρος του ο συμμαθητής του, ν’ αντιμετωπίσει τη χυδαία συμπεριφορά του. Δεν μίλησε ποτέ σε κανέναν για το βράδυ στην παραλία και το φιλί που αντάλλαξαν οι δυο τους.

Ø Πολλούς φίλους δεν είχε. Προστάτευε τον εαυτό του από τις κακοτοπιές και δεν ξανοιγόταν. Είχε μάθει στη μοναξιά. Διάβαζε, έγραφε ποιήματα, χανόταν σε ονειροπολήσεις για μια ζωή διαφορετική, όπου δεν θα χρειαζόταν να κρύβεται και να φοβάται. Ντροπή δεν είχε νιώσει ποτέ, μόνο θυμό για τους άλλους. Ήξερε ότι ο μόνος τρόπος για ν’ αποκτήσει την ελευθερία του ήταν να κόψει κάθε δεσμό με την κλειστή , επαρχιακή πόλη που έτυχε να γεννηθεί.

Η αλυσίδα
Ø Η θέση μου στον κόσμο άλλαξε μέσα σ’ ένα απόγευμα, η ήττα μου σφραγίστηκε από τα λόγια του γιατρού, καθρεφτίστηκε για μία μόνο στιγμή στο συμπονετικό βλέμμα της νοσοκόμας κι ύστερα φώλιασε μέσα μου, κουλουριάστηκε γύρω απ’ τον όγκο που μεγάλωνε μέσα στη μήτρα μου. Περπάτησα την απόσταση που με χώριζε από το ιατρείο ως το αυτοκίνητο σε έξαλλη κατάσταση, με τα δάκρυα να σχηματίζουν υγρές ρωγμές στο μακιγιάζ κι ύστερα να βάφουν τη λευκή μπλούζα που φορούσα.

Ø Όταν με ρωτούσαν πως νιώθω απαντούσα σαν να περιέγραφα τις λειτουργίες του υπολογιστή μου απ’ το στόμα μου έβγαινα λέξεις όπως «μπλοκάρισμα», βραχυκύκλωμα» «break down», λέξεις που δεν ένιωθα δικές μου, λέξεις δανεικές και γι’ αυτό ασφαλείς. Οι φίλοι μου απαντούσαν χρησιμοποιώντας εκφράσεις όπως «υπερφόρτωση» και «collapse». Αυτό που πραγματικά μου συνέβαινε δεν το συζητούσα με κανέναν. Συνέχιζα να προσποιούμαι ότι ήταν μια διάθεση περαστική, μια συνηθισμένη κατάθλιψη που με κρατούσε μακριά από τους ανθρώπους και μια φορά την βδομάδα πήγαινα στο νοσοκομείο για θεραπεία.

Ø «Υπάρχει μια αόρατη αλυσίδα που μας κρατάει ενωμένους με τη ζωή. Όταν έρθει η ώρα να φύγουμε, τα νήματά της σιγά σιγά χαλαρώνουν, κι όταν είμαστε έτοιμοι να επιστρέψουμε στη μήτρα του σύμπαντος, διαλύονται και μας αφήνουν ελεύθερους».

Ø Οι άνθρωποι στους οποίους η ψυχή προσκολλάται, χάνουν για όσο χρόνο παραμένει μαζί τους τον αληθινό τους εαυτό. Αποκτούν γνωρίσματα, συνήθειες κι επιθυμίες που ανήκουν στη ψυχή που φιλοξενούν, χάνουν τον δικό τους προσανατολισμό. Όταν προσπαθούν να περιγράψουν στους άλλους την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει, μιλούν συχνά για διχασμό κι αδυναμία να ελέγξουν τα αισθήματα και τις επιθυμίες του. Στην ουσία, αυτό που του συμβαίνει μα δεν καταφέρνουν να περιγράψουν, είναι πως κουβαλούν το βάρος δύο ψυχών».

Τιμώρησέ με
Ø Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός κι η μητέρα μου όμορφη. Είμαι μοναχοπαίδι. Οι περισσότεροι συγγενείς μου είναι αξιωματικοί ή δάσκαλοι, κι έτσι από μικρή έμαθα στην πειθαρχία, την αυστηρότητα και την απαγόρευση. Η παιδική μου ηλικία χαρακτηριζόταν από αφθονία αγαθών και περιορισμό αισθημάτων. Μεγάλωσα σ’ έναν κόσμο συντηρητικό αλλά όχι κλειστό. Ταξιδεύαμε παντού, οι γονείς μου έδιναν δεξιώσεις, η μητέρα μου είχε βοηθούς για το σπίτι κι εγώ Αγγλίδα νταντά που μ’ έμαθε να μιλώ τη γλώσσα της από τα τρία μου. Φοίτησα σε ιδιωτικά σχολεία και πέρασα πολλά από τα καλοκαίρια μου στο Έσεξ, εσώκλειστη σε σχολή εκμάθησης καλών τρόπων.

Ø Σε κάθε επαφή ανάμεσα σε δύο άτομα του αντίθετου φύλου υπάρχει ένας άντρας, μια γυναίκα και το σώμα της. Είναι μια σχέση που αλλάζει μορφή ανάλογα με τα συναισθήματά της, τις περιστάσεις, την επιθυμία και την ανάγκη του ενός για τον άλλο στο χρονικό διάστημα που είναι μαζί. Όταν η δική μας περιπέτεια ξεκίνησε, το σώμα μου, που λάτρευα κι εκείνος λαχταρούσε όσο τίποτε άλλο, κρατούσε την επαφή σε μια κορύφωση πυρετική, σε μία έξαψη που μας έκανε ν’ αναζητούμε ο ένας τον άλλο, με τα μάτια κλειστά στο σκοτάδι της κρεβατοκάμαρας, όπου το μόνο που είχε σημασία ήταν η ένωσή μας, γρήγορα και βίαια.

Ø Εδώ και χρόνια δεν έχω επιτρέψει σε κανέναν να με κατευθύνει, οι κανόνες είναι πάντα δικοί μου. Τελευταία, ωστόσο, νιώθω να χάνω τη δύναμή μου καθώς ο άντρας δεν με υπακούει πια. Ξέρω ότι προσπαθεί να ορίσει με τον τρόπο του το μυαλό και τη θέλησή μου. Τώρα ξεκινάει ο πραγματικός αγώνας υποταγής.

Μια στιγμή
Ø Δεν μπορώ να υπολογίσω την ηλικία του. Το σώμα του παχύ και πλαδαρό απλώνεται στην καρέκλα δίχως ντροπές. Αναρωτιέμαι αν νεότερος ήταν όμορφος. Λίγες μέρες αργότερα, στο γραφείο του στο πανεπιστήμιο, κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες, θα διαπιστώσω ότι υπήρξε ένας γοητευτικός, αδύνατος άντρας με πλούσια, ξανθά μαλλιά και αστραφτερό χαμόγελο. Τώρα όλα αυτά έχουν σχεδόν χαθεί, έχουν σβήσει κάτω από το βάρος του χρόνου, της ματαίωσης και του οινοπνεύματος. Δεν τον πειράζει που όλοι τον αποκαλούν μπεκρή, συχνά μιλά και ο ίδιος για τον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο με τον πιο χυδαίο τρόπο.

Ø Αν παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι ένα, τότε μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι είμαστε ταυτόχρονα νεκροί και ζωντανοί, μονολογώ καθώς κατευθύνομαι βιαστικά, προς το δωμάτιό μου. Η σκέψη με γεμίζει με μια παράξενη ανησυχία που λόγω του οινοπνεύματος, μετατρέπεται σε υπερδιέγερση – μα που εγώ ερμηνεύω σαν συγκίνηση λόγω της αποκάλυψης μιας ασύλληπτης ως τότε πραγματικότητας, που δεν βρίσκεται παγιδευμένη στα στενά όρια του γραμμικού χρόνου. Η στιγμή θα μείνει χαραγμένη στο μυαλό μου για πάντα.
Ναταλία Ιωαννίδου
Φεβρουάριος, 2010

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:
Η Εύα Στάμου γεννήθηκε στην Αθήνα. Έζησε στη Βρετανία όπου έκανε ανώτατες σπουδές φιλοσοφίας και διδακτορική διατριβή στην ψυχολογία με θέμα τη συγκρότηση της προσωπικότητας. Εργάστηκε στην Πρότυπη Ψυχιατρική κλινική του Γιορκ και δίδαξε Ψυχιατρική Ηθική στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Από το 2007 ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως ψυχοθεραπεύτρια ατόμων και ζευγαριών. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Ελιγμοί, 2004 και Ντεκαφεϊνέ, 2005.


Παρουσίαση βιβλίου την
Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010, στις 20:30 μ.μ.
στο Βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ, Σταδίου 24, Αθήνα, Τηλ. 210 3217 917

5 comments:

Eva Stamou said...

Αγαπητή Ναταλία,

σε ευχαριστώ θερμά για την παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου μου. Η προσεκτική ανάγνωση των διηγημάτων και η έκφραση των όσων αισθάνεται ο αναγνώστης διαβάζοντας τα κείμενα είναι αυτό που πραγματικά επιθυμεί ο κάθε συγγραφέας. Θα αναρτήσω την παρουσίασή σου και στο ιστολόγιό μου.

JK O SΚΡΟΥΤΖΑΚΟS said...

ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΑΥΤΗ ΤΗ ΖΕΣΤΗ ΣΟΥ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ.ΠΡΕΠΕΙ ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΑ ΑΤΟΜΑ.

ΚΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ ΝΑ ΕΧΕΙΣ:)))

Αφροδίτη Κ. said...

Είχα διαβάσει και παλαιότερα εδώ μέσα στο σπιτικό σου Φοίβο, ένα απόσπασμα από τις "Μεσημβρινές Συνευρέσεις" της Εύας Στάμου ... και ομολογώ και τώρα όπως και τότε ότι η γραφή της για μένα είναι ξεχωριστή ... ρεαλιστής ο λόγος της και παράλληλα διεισδυτικος!
Καλοτάξιδο το βιβλίο σου Εύα το οποίο σύντομα θα το απο-κτήσω!

Τα φιλιά μου και την καλησπέρα μου Φοίβο από μια ηλιόλουστη και ανοιξίατικη Αθήνα :))

Anastasia Marou said...

Μακαρι να μη δουλευα εκεινη την ωρα και θα πηγαινα στην παρουσιαση. Ομως, μου εχεις κινησει την περιεργεια να ψαξω το βιβλιο της Ευης Σταμου - ανκαι μου ακουγεται λιγακι μελοδραματικο...

Phivos Nicolaides said...

@ Eva Stamou. Σου εύχομαι με όλη μου την καρδιά κάθε επιτυχία και να συνεχίσεις να γράφεις με όλη αυτή την καλή διάθεση που σε διακρίνει. Οι προσπάθειες σου είναι αξιόλογες και εκτιμούνται.

@ JK O SΚΡΟΥΤΖΑΚΟS. Σ' ευχαριστώ για την παρατήρησή σου, γιατί μου δίνει την ευκαιρία να επαναλάβω ότι: θα πρέπει να μάθουμε να επαινούμε τις καλές προσπάθειες και να ενθαρρύνουμε τους άλλους, αντί να προσπαθούμε να αποδείξουμε, ότι δεν είναι... καλύτεροι από εμάς!!! Θυμάμαι έντονα πριν χρόνια σε ένα πάνελ σε Αμερικανικό τηλεοπτικό κανάλι όπου μια ομάδα συγγραφέων και γενικά πνευματικών ανθρώπων, προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι οι συνάδελφοι τους ήταν αξιολογώτεροι από αυτούς! Πού τέτοια προοπτική στον ελληνικό χώρο;

@ Αcer_v. Να 'σαι καλά Αφροδίτη μου για τα όμορφα λόγια σου. Περιμένω να μου στείλεις 2-3 από τα εκλεκτά ποιήματά σου. Φιλιά.

@ Anastasia. Είμαι σίγουρος ότι σ' ενδιαφέρη το πνευματικό έργο. Όσο για το μελοδραματικό, μηπως η ζωή μας η ίδια δεν είναι μελοδραματική; Άρα το βιβλίο είναι ρεαλιστικό! Μου θύμησες κι εσύ, αυτό που λέχθηκε κάποτε ότι: Η ζωή μας είναι τραγική γι' αυτούς που αισθάνονται και κωμική γι' αυτούς που σκέφτονται. Στην ουσία δηλαδή είναι κωμικοτραγική...
Μακαρι να μη δουλευα εκεινη την ωρα και θα πηγαινα στην παρουσιαση. Ομως, μου εχεις κινησει την περιεργεια