Οι αετοί πεθαίνουν ελεύθεροι
Συγγραφέας: Γιώργος Πολυράκης
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Της
Ναταλίας Ιωαννίδου
Γράφει από Λευκωσία
Ο Γιώργος Πολυράκης, ένας αγαπημένος συγγραφέας, παίρνει τη μαγική του πένα και μπλέκει αριστοτεχνικά τον μύθο με την ιστορία, ζωντανεύει τους ήρωες του, δίνει πνοή στον τόπο και το χρόνο. Εσύ, που ταξιδεύεις μαζί με τον συγγραφέα αγωνιάς για τη τύχη των πρωταγωνιστών, πονάς μαζί τους αλλά ταυτόχρονα περηφανεύεσαι για τα κατορθώματά τους…. Οι εικόνες που εναλλάσσονται με μεγάλη μαεστρία, σε κρατούν σ’ εγρήγορση και σε τροφοδοτούν με ποικίλα συναισθήματα.
Ένας Έλληνας φαντάρος αυτοκτονεί στην Ακρόπολη προκειμένου να παραδώσει την ελληνική σημαία στους Γερμανούς κατακτητές ….
Μετά την κατάληψη της Κρήτης, ο ίλαρχος Άρης Παπαδάκης συνοδεύει τον βασιλιά της Ελλάδας και τον πρωθυπουργό στην Αίγυπτο, ενώ, την πριγκιπική οικογένεια συνοδεύει η Έρρικα Ροζενμπέργκ.
Ο πόλεμος χωρίζει τους δύο νέους που αγαπιούνται με ένα μοναδικό τρόπο. Η αγάπη τους είναι τόσο δυνατή και υπομένουν τα πάντα μέχρι να τελειώσουν όλα για να συναντηθούν ξανά.
Θαύμασα την Έρρικα για το σθένος και την αυτοθυσία της, αλλά και για τα ανεξάντλητα αποθέματα δύναμης. Η Έρρικα θα κληθεί να διαδραματίσει έναν ρόλο που ίσως την ξεπερνάει.
Κατά τον συγγραφέα, η ζωή παίζει διαφορετικό παιχνίδι. Η κοπέλα καταλήγει στα χέρια των Γερμανών και από κει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στο σημείο αυτό, ένιωσα το στομάχι μου να δένεται σε κόμπους, να φοβάμαι αλλά και να θυμώνω με τις απάνθρωπες ενέργειες των κατακτητών. Αμέτρητα τα περιστατικά, αλλά πιο συγκλονιστικό εκείνο του μικρού παιδιού που πλέον δεν αντιδρούσε ακόμα κι αν πυροβολούσαν δίπλα στα πόδια του και του βρέφους που πέταξαν στον αέρα και έκαναν σκοποβολή στο μικροσκοπικό κορμάκι….
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου λάτρεψα τον πατέρα του Άρη, τον Θοδωρή Παπαδάκη, γνήσιο Κρητικό. Τον βλέπω ολοζώντανο μπροστά μου, με το μαντήλι του να περπατά στα Λευκά Όρη.
Σαν μάνα που είμαι, συμπόνεσα τη Μαριγώ, μητέρα του Άρη, και αναγνώρισα στα λόγια και τις πράξεις της δικές μου σκέψεις και προβληματισμούς.
Εύχομαι στους αετούς να συνεχίσουν να πετούν πάντα ψηλά, περήφανοι και αήττητοι.
Τελειώνοντας το σύντομο ταξίδι μου με τους «Αετούς» θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μικρά αποσπάσματα από το βιβλίο:
Ø Πάνωθέ του ο ουρανός της Κρήτης ήταν πεντακάθαρος και αστροπλημμυρισμένος, παρουσιάζοντας μια εικόνα μοναδικής φαντασμαγορίας στα μάτια του.
Ø Πάντα είσαι όμορφη, όμως τώρα, τούτες τις στιγμές, καθώς κοιτάζω το περήφανο πρόσωπό σου και τα εξαίσια χέρια σου που μοιάζουν σαν να κυματίζουν καθώς πλησιάζουν για ν’ αγγίξεις το πρόσωπό μου…. Μοιάζεις σαν μια από τις πανέμορφες βασίλισσες που ζούσαν σε τούτη τη χώρα τότε που χτίζονταν οι πυραμίδες ….
Ø Σ’ αγαπώ … ψιθύρισε η κοπέλα … Αυτή η λέξη, ειπωμένη από τα χείλη σου, ακούγεται στ’ αυτιά μου σαν ψαλμός και σαν άσμα ασμάτων.
Ø Πιστεύω πως δεν υπάρχει τίποτα ομορφότερο και σημαντικότερο στη ζωή από την αγάπη. Και λυπόμουν τους ανθρώπους που βαδίζουν δυο δυο αλυσοδεμένοι από την αδιαφορία. Λυπόμουν όλους όσοι έχουν καρδιά μα δεν αγάπησαν ποτέ. Λυπόμουν την κάθε καρδιά που τόσο λίγο χάρηκε αυτό που είχε …. και λυπάμαι εκείνους που όλα αυτά τα βλέπουν θολά και σβησμένα, ή δεν τα βλέπουν καθόλου.
Ø Δε θα ήθελα να μάθεις τον πόνο, το φόβο και την απόγνωση που βίωσα σήμερα το πρωί μα και που εξακολουθώ να βιώνω στις στιγμές της μοναξιάς που περνάω, μέσα στην ερημιά της προσωπικής μου κόλασης.
Ø Για τον Κρητικό, και πολύ περισσότερο για τον Σφακιανό, ο κάθε ξένος που έρχεται στο σπίτι του θεωρείται φιλοξενούμενος του και ο φιλοξενούμενος είναι κάτι το ιερό.
Ø Αυτός ο στρατιώτης, είναι ένας ήρωας που τραυματίστηκε βαρύτατα πολεμώντας για την πατρίδα του. Αξίζει, επομένως, κάθε σεβασμό, τον ίδιο σεβασμό που αξίζει οποιοσδήποτε στρατιώτης τραυματίζεται ενώ πολεμάει για τη δική του πατρίδα. …. Περισσότερο όμως απευθύνομαι σε σας, που είστε γιατρός και που είστε υποχρεωμένος από τον όρκο σας να περιθάλπετε όποιον έχει ανάγκη, αδιάφορο αν είναι εχθρός ή φίλος.
Ø Η θάλασσα ήταν γαλαζοπράσινη και γαλήνια, χωρίς το παραμικρό κυματάκι να ρυτιδώνει τη βελουδένια της γυαλάδα. Ο σιγανός, απαλός ήχος του νερού δυνάμωνε ανεπαίσθητα πάνω στα βότσαλα και ύστερα καταλάγιαζε, σαν να ήταν η ανάσα ολάκερου του πελάγους.
Ø Ο ίδιος ο Χίτλερ αναγνώρισε ότι, απ’ όσους στρατούς αντιμετώπισε η Γερμανία, ο ελληνικός ήταν εκείνος που έδειξε τη μεγαλύτερη αυταπάρνηση και απαράμιλλο ηρωισμό.
Ø Ο ήχος από τα λόγια του έσβησε, αφήνοντας πίσω του την απόγνωση. Μέσα σε μια στιγμή, το παρελθόν αναστήθηκε, οι ευτυχισμένες μέρες που τον είχαν μεθύσει με το πιο γλυκό κρασί πέρασαν κι έφυγαν γρήγορα, και τώρα ένιωθε κυκλωμένος από χίλιους λογισμούς, πνιγμένος κάτω από το φόρεμα της νύχτας. Το παρελθόν τον εξουσίαζε, κάνοντάς τον να νιώθει βαθιά την κυριαρχία και το αχνάρι του. Τώρα πιότερο παρά ποτέ συνειδητοποιούσε με συντριβή ότι ο έρωτας τους ήταν ένα υπέροχο ποίημα. Ένα ποίημα δικό τους. Μέσα από τη θύμησή του τραβούσε τώρα κομμάτια από το ποίημα τους και οι καλοδουλεμένες λέξεις άστραφταν στη σκέψη του σαν διαμάντια στο σκοτάδι.
Ø Τι είναι αυτό που προκαλεί όλα αυτά τα δεινά ξανά και ξανά; Αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα κι έδωσε μόνος του την απάντηση: είναι η προαιώνια υποδούλωση στο παρελθόν, συνδαυλισμένη από άνομα συμφέροντα. Οι άνθρωποι ακούνε αυτά που έγιναν κι όμως τα ξανακάνουν. Είναι τόσο δυστυχισμένοι κι ωστόσο σπαράζονται με τα ίδια τους τα χέρια!
Ø Αγαπούσε τον Άρη της με όλη εκείνη την ασύνορη αγάπη που μια πετρογέννητη Σφακιανή μάνα τρέφει για το μοναχογιό της. Η καρδιά της γοργοκτυπούσε σε κάθε κουβέντα που άκουγε να βγαίνει από τα χείλη του…. Κι έκανε χιλιάδες προσευχές στη Μεγαλόχαρη να τον έχει κάτω από την προστασία της …. Η ψυχή της λαχταρούσε να τον αγκαλιάσει, να τον φιλήσει ή έστω να του χαϊδέψει μόνο τα μαλλιά, μα συγκρατιόταν: δεν ήταν πρεπούμενο για μια Σφακιανή μάνα να φανερώνει τέτοιες αδυναμίες, ούτε και ήταν σωστό για έναν άντρα γκρεμνομεγαλωμένο και μαθημένο από τα μικράτα του να μην αποχωρίζεται το τουφέκι του να δείχνει πως του άρεσαν τα φιλιά και τα χάδια της μάνας του.
Ø Παρά τους κλονισμούς, τις δυσκολίες, τις αδυναμίες, η αληθινή αγάπη βρίσκει πάντα τη δύναμη να βασιλεύει. Η αγάπη κάνει τη ζωή να ανυψώνεται σχεδόν ως την τελειότητα.
Ø Από τότε που την έστειλαν σε τούτο το στρατόπεδο της κόλασης, η Έρρικα είχε δει πολλές φορές κρατούμενες να πεθαίνουν πριν πεθάνουν και είχε αποφασίσει να αντισταθεί και να μην καταντήσει σαν κι εκείνες. Δεν ήθελε να φτάσει κάποια μέρα που το μόνο το οποίο θα ένιωθε θα ήταν η απουσία κάθε συναισθήματος. Δεν ήθελε να έρθει η στιγμή που δε θα είχαν απομείνει μέσα της αισθήματα ούτε για τις άλλες κρατούμενες μα ούτε και για το ίδιο τον εαυτό της. Μα, πάνω απ’ όλα ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει τον εαυτό της να υποκύψει στην αθλιότητα της πείνας….. Ήταν η πρώτη φορά που είχε ένα κομμάτι ψωμί στην τσέπη της και δεν το έτρωγε. Και είχε την εντύπωση ότι και μόνο η ύπαρξη του έκανε την πείνα της μεγαλύτερη …. Πρέπει να αντισταθώ να μην υποκύψω στην πείνα μου.. Είχε σκεφτεί να μοιράζεται το ψωμί της με τη μικρή κρατούμενη.
Ø Ήταν αρκετά αυτά που είχε ζήσει από τη στιγμή που πέρασαν την πύλη του στρατοπέδου, για να μάθει ότι αυτός ο θάνατος που πλανιόταν αδιάκοπα πάνω από τις κρατούμενες ήταν αλλιώτικος – γιατί ήταν ο φόβος του βέβαιου θανάτου.
Ø Μπορούμε να κλαίμε για την ανθρώπινη καρδιά, μα να μην ξεχνούμε πως ό,τι παραμένει χαραγμένο βαθιά μέσα της υπερβαίνει τα όρια του χρόνου και της πραγματικότητας.
Ø Τούτη η άνοιξη είχε ξεπεταχτεί μέσα από μια ζώνη αγωνίας, πόνου και απελπισίας και τώρα σίμωνε τα συρματοπλέγματα που χώριζαν το στρατόπεδο από τον έξω κόσμο. Την έβλεπαν, την αισθάνονταν και η Έρρικα ένιωθε να περνάει μέσα της και να ξυπνάει ένα χαμένο και τρία χρόνια παρελθόν. Ο γλυκός ψίθυρος της ζωής που ξεφύτρωνε από το χώμα, διαποτισμένος από τη μυρωδιά της γης, ήταν σαν ανάλαφρη ηχώ μιας μεγάλης ελπίδας.
Ø Ήσουν ο πατέρας μου, μα ήσουν κι ο καλύτερος μου φίλος, ψιθύρισε ξανά. Τον αγαπούσε μα και τον θαύμαζε. Και ήταν περήφανος για τον τρόπο με τον οποίο εκείνος αποφάσισε να πεθάνει. Είχε ζήσει λεύτερος στα Λευκά Όρη, όπου είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Και πέθανε λεύτερος.
Ναταλία Ιωαννίδου
Ένας Έλληνας φαντάρος αυτοκτονεί στην Ακρόπολη προκειμένου να παραδώσει την ελληνική σημαία στους Γερμανούς κατακτητές ….
Μετά την κατάληψη της Κρήτης, ο ίλαρχος Άρης Παπαδάκης συνοδεύει τον βασιλιά της Ελλάδας και τον πρωθυπουργό στην Αίγυπτο, ενώ, την πριγκιπική οικογένεια συνοδεύει η Έρρικα Ροζενμπέργκ.
Ο πόλεμος χωρίζει τους δύο νέους που αγαπιούνται με ένα μοναδικό τρόπο. Η αγάπη τους είναι τόσο δυνατή και υπομένουν τα πάντα μέχρι να τελειώσουν όλα για να συναντηθούν ξανά.
Θαύμασα την Έρρικα για το σθένος και την αυτοθυσία της, αλλά και για τα ανεξάντλητα αποθέματα δύναμης. Η Έρρικα θα κληθεί να διαδραματίσει έναν ρόλο που ίσως την ξεπερνάει.
Κατά τον συγγραφέα, η ζωή παίζει διαφορετικό παιχνίδι. Η κοπέλα καταλήγει στα χέρια των Γερμανών και από κει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στο σημείο αυτό, ένιωσα το στομάχι μου να δένεται σε κόμπους, να φοβάμαι αλλά και να θυμώνω με τις απάνθρωπες ενέργειες των κατακτητών. Αμέτρητα τα περιστατικά, αλλά πιο συγκλονιστικό εκείνο του μικρού παιδιού που πλέον δεν αντιδρούσε ακόμα κι αν πυροβολούσαν δίπλα στα πόδια του και του βρέφους που πέταξαν στον αέρα και έκαναν σκοποβολή στο μικροσκοπικό κορμάκι….
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου λάτρεψα τον πατέρα του Άρη, τον Θοδωρή Παπαδάκη, γνήσιο Κρητικό. Τον βλέπω ολοζώντανο μπροστά μου, με το μαντήλι του να περπατά στα Λευκά Όρη.
Σαν μάνα που είμαι, συμπόνεσα τη Μαριγώ, μητέρα του Άρη, και αναγνώρισα στα λόγια και τις πράξεις της δικές μου σκέψεις και προβληματισμούς.
Εύχομαι στους αετούς να συνεχίσουν να πετούν πάντα ψηλά, περήφανοι και αήττητοι.
Τελειώνοντας το σύντομο ταξίδι μου με τους «Αετούς» θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μικρά αποσπάσματα από το βιβλίο:
Ø Πάνωθέ του ο ουρανός της Κρήτης ήταν πεντακάθαρος και αστροπλημμυρισμένος, παρουσιάζοντας μια εικόνα μοναδικής φαντασμαγορίας στα μάτια του.
Ø Πάντα είσαι όμορφη, όμως τώρα, τούτες τις στιγμές, καθώς κοιτάζω το περήφανο πρόσωπό σου και τα εξαίσια χέρια σου που μοιάζουν σαν να κυματίζουν καθώς πλησιάζουν για ν’ αγγίξεις το πρόσωπό μου…. Μοιάζεις σαν μια από τις πανέμορφες βασίλισσες που ζούσαν σε τούτη τη χώρα τότε που χτίζονταν οι πυραμίδες ….
Ø Σ’ αγαπώ … ψιθύρισε η κοπέλα … Αυτή η λέξη, ειπωμένη από τα χείλη σου, ακούγεται στ’ αυτιά μου σαν ψαλμός και σαν άσμα ασμάτων.
Ø Πιστεύω πως δεν υπάρχει τίποτα ομορφότερο και σημαντικότερο στη ζωή από την αγάπη. Και λυπόμουν τους ανθρώπους που βαδίζουν δυο δυο αλυσοδεμένοι από την αδιαφορία. Λυπόμουν όλους όσοι έχουν καρδιά μα δεν αγάπησαν ποτέ. Λυπόμουν την κάθε καρδιά που τόσο λίγο χάρηκε αυτό που είχε …. και λυπάμαι εκείνους που όλα αυτά τα βλέπουν θολά και σβησμένα, ή δεν τα βλέπουν καθόλου.
Ø Δε θα ήθελα να μάθεις τον πόνο, το φόβο και την απόγνωση που βίωσα σήμερα το πρωί μα και που εξακολουθώ να βιώνω στις στιγμές της μοναξιάς που περνάω, μέσα στην ερημιά της προσωπικής μου κόλασης.
Ø Για τον Κρητικό, και πολύ περισσότερο για τον Σφακιανό, ο κάθε ξένος που έρχεται στο σπίτι του θεωρείται φιλοξενούμενος του και ο φιλοξενούμενος είναι κάτι το ιερό.
Ø Αυτός ο στρατιώτης, είναι ένας ήρωας που τραυματίστηκε βαρύτατα πολεμώντας για την πατρίδα του. Αξίζει, επομένως, κάθε σεβασμό, τον ίδιο σεβασμό που αξίζει οποιοσδήποτε στρατιώτης τραυματίζεται ενώ πολεμάει για τη δική του πατρίδα. …. Περισσότερο όμως απευθύνομαι σε σας, που είστε γιατρός και που είστε υποχρεωμένος από τον όρκο σας να περιθάλπετε όποιον έχει ανάγκη, αδιάφορο αν είναι εχθρός ή φίλος.
Ø Η θάλασσα ήταν γαλαζοπράσινη και γαλήνια, χωρίς το παραμικρό κυματάκι να ρυτιδώνει τη βελουδένια της γυαλάδα. Ο σιγανός, απαλός ήχος του νερού δυνάμωνε ανεπαίσθητα πάνω στα βότσαλα και ύστερα καταλάγιαζε, σαν να ήταν η ανάσα ολάκερου του πελάγους.
Ø Ο ίδιος ο Χίτλερ αναγνώρισε ότι, απ’ όσους στρατούς αντιμετώπισε η Γερμανία, ο ελληνικός ήταν εκείνος που έδειξε τη μεγαλύτερη αυταπάρνηση και απαράμιλλο ηρωισμό.
Ø Ο ήχος από τα λόγια του έσβησε, αφήνοντας πίσω του την απόγνωση. Μέσα σε μια στιγμή, το παρελθόν αναστήθηκε, οι ευτυχισμένες μέρες που τον είχαν μεθύσει με το πιο γλυκό κρασί πέρασαν κι έφυγαν γρήγορα, και τώρα ένιωθε κυκλωμένος από χίλιους λογισμούς, πνιγμένος κάτω από το φόρεμα της νύχτας. Το παρελθόν τον εξουσίαζε, κάνοντάς τον να νιώθει βαθιά την κυριαρχία και το αχνάρι του. Τώρα πιότερο παρά ποτέ συνειδητοποιούσε με συντριβή ότι ο έρωτας τους ήταν ένα υπέροχο ποίημα. Ένα ποίημα δικό τους. Μέσα από τη θύμησή του τραβούσε τώρα κομμάτια από το ποίημα τους και οι καλοδουλεμένες λέξεις άστραφταν στη σκέψη του σαν διαμάντια στο σκοτάδι.
Ø Τι είναι αυτό που προκαλεί όλα αυτά τα δεινά ξανά και ξανά; Αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα κι έδωσε μόνος του την απάντηση: είναι η προαιώνια υποδούλωση στο παρελθόν, συνδαυλισμένη από άνομα συμφέροντα. Οι άνθρωποι ακούνε αυτά που έγιναν κι όμως τα ξανακάνουν. Είναι τόσο δυστυχισμένοι κι ωστόσο σπαράζονται με τα ίδια τους τα χέρια!
Ø Αγαπούσε τον Άρη της με όλη εκείνη την ασύνορη αγάπη που μια πετρογέννητη Σφακιανή μάνα τρέφει για το μοναχογιό της. Η καρδιά της γοργοκτυπούσε σε κάθε κουβέντα που άκουγε να βγαίνει από τα χείλη του…. Κι έκανε χιλιάδες προσευχές στη Μεγαλόχαρη να τον έχει κάτω από την προστασία της …. Η ψυχή της λαχταρούσε να τον αγκαλιάσει, να τον φιλήσει ή έστω να του χαϊδέψει μόνο τα μαλλιά, μα συγκρατιόταν: δεν ήταν πρεπούμενο για μια Σφακιανή μάνα να φανερώνει τέτοιες αδυναμίες, ούτε και ήταν σωστό για έναν άντρα γκρεμνομεγαλωμένο και μαθημένο από τα μικράτα του να μην αποχωρίζεται το τουφέκι του να δείχνει πως του άρεσαν τα φιλιά και τα χάδια της μάνας του.
Ø Παρά τους κλονισμούς, τις δυσκολίες, τις αδυναμίες, η αληθινή αγάπη βρίσκει πάντα τη δύναμη να βασιλεύει. Η αγάπη κάνει τη ζωή να ανυψώνεται σχεδόν ως την τελειότητα.
Ø Από τότε που την έστειλαν σε τούτο το στρατόπεδο της κόλασης, η Έρρικα είχε δει πολλές φορές κρατούμενες να πεθαίνουν πριν πεθάνουν και είχε αποφασίσει να αντισταθεί και να μην καταντήσει σαν κι εκείνες. Δεν ήθελε να φτάσει κάποια μέρα που το μόνο το οποίο θα ένιωθε θα ήταν η απουσία κάθε συναισθήματος. Δεν ήθελε να έρθει η στιγμή που δε θα είχαν απομείνει μέσα της αισθήματα ούτε για τις άλλες κρατούμενες μα ούτε και για το ίδιο τον εαυτό της. Μα, πάνω απ’ όλα ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει τον εαυτό της να υποκύψει στην αθλιότητα της πείνας….. Ήταν η πρώτη φορά που είχε ένα κομμάτι ψωμί στην τσέπη της και δεν το έτρωγε. Και είχε την εντύπωση ότι και μόνο η ύπαρξη του έκανε την πείνα της μεγαλύτερη …. Πρέπει να αντισταθώ να μην υποκύψω στην πείνα μου.. Είχε σκεφτεί να μοιράζεται το ψωμί της με τη μικρή κρατούμενη.
Ø Ήταν αρκετά αυτά που είχε ζήσει από τη στιγμή που πέρασαν την πύλη του στρατοπέδου, για να μάθει ότι αυτός ο θάνατος που πλανιόταν αδιάκοπα πάνω από τις κρατούμενες ήταν αλλιώτικος – γιατί ήταν ο φόβος του βέβαιου θανάτου.
Ø Μπορούμε να κλαίμε για την ανθρώπινη καρδιά, μα να μην ξεχνούμε πως ό,τι παραμένει χαραγμένο βαθιά μέσα της υπερβαίνει τα όρια του χρόνου και της πραγματικότητας.
Ø Τούτη η άνοιξη είχε ξεπεταχτεί μέσα από μια ζώνη αγωνίας, πόνου και απελπισίας και τώρα σίμωνε τα συρματοπλέγματα που χώριζαν το στρατόπεδο από τον έξω κόσμο. Την έβλεπαν, την αισθάνονταν και η Έρρικα ένιωθε να περνάει μέσα της και να ξυπνάει ένα χαμένο και τρία χρόνια παρελθόν. Ο γλυκός ψίθυρος της ζωής που ξεφύτρωνε από το χώμα, διαποτισμένος από τη μυρωδιά της γης, ήταν σαν ανάλαφρη ηχώ μιας μεγάλης ελπίδας.
Ø Ήσουν ο πατέρας μου, μα ήσουν κι ο καλύτερος μου φίλος, ψιθύρισε ξανά. Τον αγαπούσε μα και τον θαύμαζε. Και ήταν περήφανος για τον τρόπο με τον οποίο εκείνος αποφάσισε να πεθάνει. Είχε ζήσει λεύτερος στα Λευκά Όρη, όπου είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Και πέθανε λεύτερος.
Ναταλία Ιωαννίδου
8 comments:
Ø Μπορούμε να κλαίμε για την ανθρώπινη καρδιά, μα να μην ξεχνούμε πως ό,τι παραμένει χαραγμένο βαθιά μέσα της υπερβαίνει τα όρια του χρόνου και της πραγματικότητας.
Ένα πολύ καλό βιβλίο … ειλικρινά δεν ήθελα να τελειώσει!
Αξίζει να διαβαστεί .
Φοίβο την καλημέρα μου
Να σκεφτούμε πως κυκλοφορεί μόνο στην Κύπρο, ή και εδώ?
Την Καλημέρα μας!
Δεν είχα υπόψη μου το βιβλίο αυτό.
Ξέρω όμως πως 'ο αετός πεθαίνει στον αέρα' οπότε ο συγγραφέας κάτι θα ξέρει...
@ acer_v. Έχεις απόλυτο δίκαιο γι' αυτό που διατυπώνεις τόσο εύστοχα!
@ Αστρο - Συμμορίτες. Όχι, να μην σκεφτείτε ότι κυκλοφορεί μόνο στην Κύπρο! Εκδόσεις Ψυχογιός...
@ JamanFou. Ο αετός πεθαίvει στov αέρα ελεύθερoς και δυvατός σαν κι εμάς!!
Καλησπέρα Φοίβο. Πολύ ωραία η παρουσίαση της Ναταλίας Ιωαννίδου και πραγματικά καλή ιδέα να συμπεριλάβει σε αυτήν αποσπάσματα από το βιβλίο, ώστε να πάρουμε μία γεύση από τη γλώσσα, το αφηγηματικό ύφος και φυσικά το θέμα του.
Γεια σου Φοιβο, ωραια τα γραφει η Ναταλια, αλλα εγω που διαβασα το βιβλιο, δεν ξετρελλαθηκα, περιμενα κατι καλυτερο.Μια ιστορια χιλιοειπωμενη αναμασαται.Ταχουμε διαβασει διαφορετικα ,παλι και παλι, οπως γινεται και με τα βιβλια που αναφερονται στη καταστροφη της σμυρνης.Ολα αναμασουν.Νασαι καλα.
Πλήρης περιγραφή του βιβλίου,
αν κυκλοφορεί και εδώ σίγουρα θα το πάρω.
καλό βράδυ
@ Eva Stamou. Η Ναταλία διαβάζει πολλά βιβλία και της αρέσει να ξεχωρίζει σχόλια και φράσεις!
@ Ελευθερία. Εγώ δεν το διάβασα το βιβλίο, οπόταν δεν έχω άποψη!
@ AlexMil. Σίγουρα κυκλοφορεί και στην Ελλάδα!
Post a Comment